Της Έλενας Χουζούρη.
Όταν, πριν ένα χρόνο έφυγε από τη ζωή η Ρούλα Κακλαμανάκη κάτω από το βάρος της θλίψης για την απώλειά της δεν μπόρεσα να γράψω παρά ένα ποίημα αποχαιρετισμού. Ένα χρόνο μετά, με κατακαθισμένα πια τα επώδυνα συναισθήματα, είμαι σε θέση να υποβάλλω το ρητορικό ερώτημα: ποια ήταν η Ρούλα Κακλαμανάκη και πώς έζησε; Η Ρούλα Κακλαμανάκη υπήρξε μια πολύ ιδιαίτερη γυναίκα με επιλογές και βίο δύσκολες και ξεχωριστές. Κατ’ αρχάς, στην περίπτωσή της ισχύει περίτρανα ο, συνήθως για άντρες χαρακτηρισμός, ότι «ήταν αυτοδημιούργητη». Η Κακλαμανάκη δεν ανήκε σε ευκατάστατη οικογένεια. Έχασε τον πατέρα της στην παιδική της ηλικία και ως πρότυπο ζωής είχε μια μητέρα τροφό και εργατική σαν μέλισσα που κατάφερε με αξιοπρέπεια να μεγαλώσει και να μορφώσει τα τρία της παιδιά. Οι βάσεις λοιπόν του αξιακού συστήματος που τη διαμόρφωσε και που δεν πρόδωσε ποτέ, μπαίνουν τότε, σε μια λαική συνοικία του Πειραιά, μέσα στην Κατοχή. Η Κακλαμανάκη θα σπουδάσει Νομικά στη δύσκολη και φορτισμένη από το βαρύ μετεμφυλιακό κλίμα δεκαετία του 1950 και πολύ γρήγορα θα αρχίσει να χτίζει μια επαγγελματική καριέρα σ έναν, προνομιακό και σχεδόν αποκλειστικό για την εποχή εκείνη χώρο του λεγόμενου ισχυρού φύλου, εκείνον της δικαιοσύνης. Τα δικά της βήματα όμως, δεν παρεκκλίνουν ούτε χιλιοστό από τον επιδιωκόμενο στόχο, είναι σταθερά, επίμονα, εξαιρετικά αποτελεσματικά και την οδηγούν ανοδικά στις βαθμίδες της θεσμοποιημένης Δικαιοσύνης. Δικηγόρος, δικαστική υπάλληλος, δικαστίνα. Την φαντάζομαι εν μέσω πληθώρας μαύρων κοστουμιών, η τηβένων, αυστηρών η και ελαφρώς απαξιωτικών βλεμμάτων ανδρικής ισχύος, μικρόσωμη ούσα, με προσεγμένη και κομψή εμφάνιση ακόμα και κάτω από την τήβενο, καλοχτενισμένη, με γυαλιά μυωπίας με χοντρό σκελετό σύμφωνα με τα γούστα της εποχής, με την, μέχρι τέλους, νεανική φωνή της, να προσπαθεί, σε ήρεμους , ευγενικούς αλλά αποφασιστικούς τόνους, να αποδείξει στα δύσπιστα μαύρα κοστούμια ότι εκείνο που μετράει είναι η αξιοσύνη, η αγάπη και συνέπεια σ αυτό που επιλέγεις να κάνεις, η ικανότητα αμεροληψίας και ευθυκρισίας και προπαντός η πίστη στο αγαθό της δικαιοσύνης. Γιατί η δικαιοσύνη δεν ήταν για την Κακλαμανάκη απλώς μια επαγγελματική επιλογή και μια καριέρα όπου θα επένδυε φιλόδοξους προσωπικούς στόχους. Η δικαιοσύνη υπήρξε ένας από τους αξιακούς πυλώνες της ζωής της. «Η δικαιοσύνη» γράφει στο βιβλίο της «Το ευάλωτο σώμα της δικαιοσύνης» [ΆΓΚΥΡΑ 2010] «αποτελεί θεμελιακή έννοια της φιλοσοφίας και της πολιτικής, αλλά είναι και μια ηθική αξία η οποία καλύπτει όλες σχεδόν τις πλευρές της ατομικής και κοινωνικής ζωής… ». Εμφορούμενη από την ηθική αξία της δικαιοσύνης θα πορευθεί η Ρούλα Κακλαμανάκη σε όλη τη διάρκεια της ζωής της , σε όλες τις επιλογές της, σε όλες τις σχέσεις της. Η κοινωνική δικαιοσύνη ήταν γι αυτήν μια από τις βασικότερες εκφάνσεις του ηθικού μεγέθους της δικαιοσύνης το οποίο πρέσβευε. Προσπαθώντας να την σκιαγραφήσω με όση αντικειμενικότητα μπορώ να έχω έναν μόλις χρόνο από την απώλειά της, αρχίζω να πιστεύω ότι αυτό το βαθύ, ουμανιστικό τελικά, συναίσθημα, την ώθησε στην ενεργό πολιτική και σε καμιά περίπτωση τα αξιώματα και οι παντός είδους απολαβές – όπως απέδειξε σε όλον τον υπόλοιπο βίο της. Θα πρόσθετα ότι ανήκε σ ένα σπάνιο για τα πολιτικά μας ήθη όντα. Ένα είδος υπό εξαφάνιση-αν υπήρξε τέτοιο ποτέ. Στον ίδιο αξιακό κύκλο εντάσσω και την αντιμετώπιση των αναγκών του Άλλου, με συναισθήματα γενναιοδωρίας και προσφοράς σε σημείο ώστε κάποτε να γίνεται αντικείμενο καχυποψίας ως προς την ανιδιοτέλειά της έως και εκμετάλλευσης. Ίσως πάλι αυτό να ήταν το χαρακτηριστικό της ευαλωτότητας και της γενναιότητάς της συγχρόνως. Έστω κι αν αυτό μπορεί να της κόστιζε, κάποιες φορές, σε περίσσια απογοήτευση. Όμως, αναμφισβήτητα, η, μικρή το δέμας, εκείνη γυναίκα ήταν γενναία και ανυπότακτη, όπως σωστά την έχει χαρακτηρίσει ένας από τους πολύ κοντινούς της ανθρώπους, ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος. Δεν οπισθοχωρούσε εύκολα, γνώριζε να δίνει μάχες όταν πίστευε σ αυτό που ήθελε να κερδίσει. Ακόμα κι αν η μάχη φαινόταν χαμένη, έστω κι αν θα πλήρωνε βαρύ τίμημα. Γιατί εκείνο που την ενδιέφερε και ήθελε να περισώσει πάνω απ όλα ήταν η αξιοπρέπειά της. Η δική της και αυτών που αγαπούσε. Έτσι έγινε και αποσύρθηκε οικειοθελώς από την πολιτική σε στιγμές αναμφισβήτητης επιτυχίας και ανόδου. Παρά την πάντα συναινετική και εξαιρετικά ευγενική της συμπεριφορά η Ρ.Κ δεν συμβιβαζόταν εύκολα. Καλοπροαίρετη μεν αυστηρή δε ως προς τις τελικές επιλογές της. Και βέβαια πάντα ένα βήμα μπροστά από την εποχή της. Δημιουργεί επιτυχημένη επαγγελματική καριέρα σ ένα χώρο ανδροκρατούμενο, σε εποχές εξαιρετικά συντηρητικές και σχεδόν απαξιωτικές για τις γυναίκες. Να μην ξεχνάμε ότι οι Ελληνίδες απέκτησαν δικαίωμα ψήφου το 1952 και ψήφισαν για πρώτη φορά το 1956. Η Κακλαμανάκη θα βγεί στον επαγγελματικό στίβο λίγα χρόνια μετά. Επίσης θα είναι από τις πρώτες γυναίκες που θα αναλάβουν υπουργικά καθήκοντα μετά την μεταπολίτευση. Ωστόσο –κι αυτό είναι μια ακόμη ένδειξη πόσο άφηνε πίσω την εποχή της- ουδέποτε η Κακλαμανάκη, σε όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής της καριέρας αλλά και μετά στις καίριες κυβερνητικές θέσεις που κατείχε δεν υποδύθηκε το παραδεδομένο ανδρικό πρότυπο εξουσίας για να μπορέσει να κερδίσει την αναγνώριση ως ισότιμης παρτενέρ από τους άρρενες συναδέλφους της. Μ’ άλλα λόγια η Ρ. Κ δεν έκανε τον κόπο να προσχωρήσει σ’ έναν στείρο φεμινισμό- ανεστραμμένο είδωλο του ανδροκρατικού κόσμου- δεν της χρειάστηκε. Η γυναικεία χειραφέτηση γι αυτήν δεν σήμαινε αντιπαλότητα προς το άλλο φύλο, δεν σήμαινε υιοθέτηση ανδρικών προτύπων. Η Ρ. Κ κατάφερε να προβάλει ένα πρότυπο χειραφετημένης γυναίκας που βασίζεται στην αξιοσύνη της και τα αναμφισβήτητα γυναικεία χαρακτηριστικά της, που στέκεται δίπλα στο άλλο φύλο και όχι απέναντί του. Οι μελέτες της για το γυναικείο κίνημα άλλωστε έχουν σαφώς αυτόν τον προσανατολισμό που ταυτόχρονα είναι και βαθύτατα απελευθερωτικός και δημοκρατικός.
Ωστόσο η βαθιά της ευαισθησία , η πολύπλευρη πνευματική της καλλιέργεια θα εκφραστούν στη λογοτεχνία, κυρίως στην ποίηση. Ένα αντίβαρο στον σκληρό κόσμο της πολιτικής; Μια υπέρβαση; Κάπως έτσι μου είχε απαντήσει όταν, πριν πολλά χρόνια, σε μια ραδιοφωνική μου εκπομπή, την είχα ρωτήσει, πώς συνδυάζεται η πολιτική με την ποίηση; Ο ορθολογισμός με την υπέρβαση; Η Ρούλα Κακλαμανάκη θα αρχίσει να γράφει ποίηση από τα εφηβικά της ακόμη χρόνια αλλά το πρώτο της ποιητικό βιβλίο θα το εκδώσει στα 37 της, το 1973 με τίτλο «Βήματα στην άλλη πολιτεία». Θα ακολουθήσουν άλλες πέντε ποιητικές συλλογές και μια συγκεντρωτική έκδοση των πρώτων ποιητικών της συλλογών. Δικαιωματικά και με το σπαθί της η Ρ.Κ ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά. Η θέση της στο λογοτεχνικό μας σώμα είναι σαφώς υπέρ της ποίησής της. Καταξιώθηκε και αναγνωρίστηκε ως ποιήτρια. Υπαρξιακή και χαμηλόφωνη η ποίησή της, πίσω όμως από τους προσωπικούς στοχασμούς και τις αγωνίες κρυφοκαίνε εκείνα τα βαθύτερα συναισθήματα για τα οποία ήδη μίλησα, δηλαδή, η μεταστροφή του εγώ στο εμείς, στον Άλλον. Στις δύο τελευταίες της ποιητικές καταθέσεις την κατέτρωγε το ερωτηματικό, πώς η ποίηση χωρίς να χάσει την πυκνότητά της, την ποιότητά της , μπορεί να σπάσει την έντονη κρυπτικότητά της, να ανοίξει και να συνομιλήσει με τον έξω από αυτήν κόσμο. Κάναμε πολλές φορές αυτές τις συζητήσεις σ εκείνες τις απογευματινές πολύ συχνές, τηλεφωνικές μας συνδιαλέξεις – ποτέ πριν τις 6 για να μην με ενοχλήσει- οι οποίες τόσο μου έχουν λείψει! Και δεν ήταν μόνον αυτό το ερωτηματικό που η απάντησή του προβλημάτιζε τόσο την Ρ. Κ, ήταν και οτιδήποτε σχετιζόταν με λογοτεχνικά θέματα, αλλά και με τον κόσμο των ομοτέχνων της, από τον οποίο είχε δικαίως καταφέρει να εισπράττει αμέριστη εκτίμηση και σεβασμό. Έναν κόσμο δύσκολο και καθόλου συνηθισμένου σε τέτοιες προσφορές. Διότι ο αξιακοί πυλώνες της Ρ.Κ εκφράστηκαν εμπράκτως και σ αυτό το σχεδόν αστάθμητο και εν πολλοίς απρόβλεπτο πεδίο. Διότι η λογοτεχνία γι αυτήν δεν άρχιζε και τελείωνε στη δική της ποίηση, αργότερα και πεζογραφία. Ό,τι έπραττε δεν είχε ως σκοπό αποκλειστικά το δικό της έργο, την προσωπική της επιτυχία και καταξίωση. Κανείς από τους Έλληνες συγγραφείς, πεζογράφους και ποιητές, παλαιότερους και νεώτερους, είμαι απολύτως βέβαιη, δεν δικαιούται να παραβλέψει την ανιδιοτελή της προσφορά και προσωπική εργασία. αφενός στο να στηθεί στα πρώτα της βήματα η Εταιρεία Συγγραφέων και αφετέρου στη διεκδίκηση βασικών αιτημάτων που η κατοχύρωσή τους αποδίδει στον Έλληνα συγγραφέα την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του και αναγνωρίζει την αναμφισβήτητη θέση του στον σύγχρονο πολιτισμό της χώρας. Το προσωπικό όραμα της Κακλαμανάκη όμως –διότι περί οράματος επρόκειτο- ήταν να ακουστεί και έξω από τα ελληνικά σύνορα ο σύγχρονος ελληνικός συγγραφικός λόγος, ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός. Τολμηρή και ριψοκίνδυνη όπως ήταν προχώρησε στην έκδοση της αγγλόφωνης πολιτιστικής έκδοσης HELLENIQUE QUARTERLY, η οποία σκοπό είχε να ταξιδεύσει στις ελληνικές Πρεσβείες του εξωτερικού, στις έδρες νεοελληνικών σπουδών και σε συναφή πολιτιστικά ιδρύματα. Η Ρούλα Κακλαμανάκη πίστεψε πολύ σ αυτό το περιοδικό, το αγκάλιασε σαν πνευματικό της παιδί, του προσέφερε χρήματα, προσωπική δουλειά, πολύτιμο χρόνο, ψυχικό κόστος. Την απομύζησε κυριολεκτικά αυτό το περιοδικό, και παρά τις τόσες προσπάθειές της να βρει συμπαράσταση από τα Υπουργεία Εξωτερικών – π.χ προώθηση μέσω των Πρεσβειών η σχετικές συνδρομές- και Πολιτισμού, συνάντησε η αδιαφορία ή κλειστές πόρτες. Αποφάσισε να αναστείλει την έκδοσή του όταν πια είχαν εξαντληθεί όλα τα περιθώρια αλλά προπαντός η ίδια. Ωστόσο, τολμώ να πω, ότι μπορεί η αξιοπρέπειά της να μην της επέτρεπε να το ομολογήσει, αλλά η απογοήτευση της για την μη ευόδωση τόσων πολύχρονων προσπαθειών της και η τελική αναστολή της έκδοσης του περιοδικού, ήταν βαθύτατη και επηρέασε και τα επόμενα, λιγοστά, χρόνια της. Στη συνέχεια ήρθαν κι άλλες απογοητεύσεις, προσωπικές κυρίως, από το οικείο της περιβάλλον δυστυχώς, στις οποίες προστέθηκαν και αυτές της χώρας, τα πρώτα χρόνια της κρίσης. Δεν άντεχε πια, αυτή η γυναίκα, αυτή η τόσο αξιοπρεπής και ακέραια ύπαρξη να βλέπει τα πράγματα για κάποια από τα οποία είχε ανιδιοτελώς μοχθήσει, να καταρρέουν το ένα μετά το άλλο.
Η θεμελιακή πια σ’ αυτήν κοινωνική ευαισθησία και εγρήγορση και τα ηθικά μεγέθη – έστω και ουτοπικά- στα οποία πίστευε της δημιουργούσαν αφόρητες ψυχολογικές πιέσεις. Θα αφεθεί σε μια ασθένεια που σπάνια οδηγεί στο μοιραίο. Έχω, δηλαδή, την εντύπωση ότι ήθελε να φύγει. Σήμερα, ένα χρόνο μετά, η απώλειά της εξακολουθεί να είναι εμφανής στον λογοτεχνικό και γενικότερα πνευματικό μας κόσμο – η Κακλαμανάκη συγκέντρωνε όλα τα χαρακτηριστικά του ενεργού διανοούμενου- και τραυματική για τους δικούς της ανθρώπους, κυρίως ομότεχνους.
Έλενα Χουζούρη