Ρουθ:Η ηδονική ενδοβολή ενός στείρου και βουβού πεπρωμένου (της Ειρήνης Σταματοπούλου)

0
870
Όταν η Ρόμπινσον συναντήθηκε και συζήτησε με τον Μπάρακ Ομπάμα

 

Της Ειρήνης Σταματοπούλου.

Στο τελευταίο της μυθιστόρημα, η βραβευμένη Αμερικανίδα συγγραφέας Marilynne Robinson αφηγείται την ιστορία δύο ορφανών αδερφών, της Λουσίλ και της Ρουθ, που μεγαλώνουν σε μια μικρή πόλη της Βορειοδυτική Αμερικής, με το χαρακτηριστικό όνομα Φίνγκερμποουν. Σε μια πόλη που σκιαγραφείται ως ένας τόπος όπου οι άνθρωποι έχουν την τάση να καυχιούνται για τις κακουχίες και τα βάσανα, μια και πέρα από αυτά ελάχιστα συμβαίνουν που να αξίζει να τα αναφέρουν, πλάι σε μια λίμνη που είναι τόσο συμπαγής τον χειμώνα που σίγουρα θα μπορούσε να βαστάξει το βάρος ολόκληρου του πληθυσμού, όσων είχαν ζήσει στο παρελθόν, όσων ζούσαν τώρα, όσων θα έρχονταν στο μέλλον.[1]

Μέσα από την εναλλαγή της  εξωδιηγητικής αφήγησης και της πρωτοπρόσωπης αφήγησης της Ρουθ, ενός κοριτσιού ανήμπορου να πιστέψει σε οποιαδήποτε προοπτική πέρα από την ίδια τη ζωή, η συγγραφέας μας παραδίδει ήδη από την αρχή την εικόνα μιας πραγματικότητας γαλήνιας και εφησυχαστικά απόκοσμης, σχεδόν παραδείσιας, όπως τη βίωναν όλοι οι χαρακτήρες που συνθέτουν το χρονικό της οικογένειας, ευφορικής μέσα στη χαυνωτική επανάληψη οικείων κινήσεων και παραστάσεων, μιας πραγματικότητας όπου η απλή διαβίωση, άδεια από ζωή, εγκαταλείπεται ηδονικά σε όλες τις παραμορφώσεις του χρόνου. Αλλά και μιας πραγματικότητας που στην παραμικρή παραλλαγή του αισθητού, εγκλείει το σπέρμα μιας άπειρης γονιμοποιού δυνατότητας.

«Η Συλβί έπινε τον καφέ της με δύο κύβους ζάχαρη, η Έλεν προτιμούσε τη φρυγανιά της παραψημένη, η Μόλι δεν ήθελε βούτυρο στη δική της», διαβάζουμε στη σελίδα 24. «Αυτά τα πράγματα ήταν γνωστά. Η Μόλι έστρωνε τα κρεβάτια, η Συλβί καθάριζε τα λαχανικά, η Έλεν έπλενε τα πιάτα. Αυτά τα πράγματα ήταν κανονισμένα […] Δεν είχαν κανέναν λόγο να κοιτάζουν μπροστά. Δεν είχαν να μετανιώνουν για τίποτα. Ο κόσμος στριφογύριζε και οι ζωές τους ξετυλίγονταν μέσα σ’ αυτόν, όπως η κλωστή από την κουβαρίστρα· ώρα για πρωινό, ώρα για το βραδινό, ώρα για τα κρινάκια, ώρα για τα μήλα».[2]  Ωστόσο, «το ότι οι περισσότερες στιγμές ήταν στην ουσία η ίδια», μας λέει η Ρουθ, «δεν μείωνε καθόλου την πιθανότητα η επόμενη στιγμή να ήταν ολότελα διαφορετική. Κι έτσι η καθημερινότητα απαιτούσε απερίσπαστη προσοχή. Κάθε πληκτική ώρα μπορεί να είναι η τελευταία στο είδος της».[3]

Έχοντας έτσι εθιστεί σε μια ζωή αγκαλιά με το πεπρωμένο, και έχοντας μάθει να αντλεί χαρά και θαλπωρή μόνο από τη σχέση της με τον εαυτό της, η Ρουθ αγγίζεται από μια ύπαρξη όπου η ψυχή μοιάζει απελευθερωμένη από τη σάρκα και η προοδευτική απομόνωση και εξαθλίωση βιώνεται ως ένα είδος δύναμης και ανωτερότητας, ως μια ζωτική απεξάρτηση τόσο από την ανάγκη όσο κι από την Ιστορία.

«Και ίσως να το ήθελε η μοίρα, εκείνο το βράδυ, να βουλιάξουμε την ώρα που ονειρευόμαστε στο υπόγειο κελάρι και να θαφτούμε κάτω από τόνους χιόνι, σανίδες και δοκούς, ενώ πάνω από τα κεφάλια μας οι γείτονες θα σκάλιζαν τα ερείπια αναζητώντας προσανάμματα» φαντασιώνεται μέσα στον αποκαλυπτικό ζόφο της η Ρουθ. «Κι αν ακόμα γλιτώναμε απ’ αυτό τον χειμώνα, έστω κι από τους δύο επόμενους, εξακολουθούσαν να καραδοκούν οι κίνδυνοι της εφηβείας, του γάμου, της γέννας, θαυμάσιες προοπτικές καθεαυτές, μήπως όμως ήταν λίγες οι φορές που είχαν διαλυθεί από την παράξενη μοίρα μας;»[4]

Αυτή η αίσθηση απεξοικείωσης  από την επιφαινόμενη εμπειρία εντείνεται ακόμη περισσότερο από τη στιγμή που οι δύο αδερφές, εγκαταλειμμένες από μια σειρά συγγενών, καταλήγουν στη φροντίδα της Συλβί, της αινιγματικής θείας τους, που έμοιαζε με τη μητέρα τους, που σπάνια έβγαζε ακόμη και το παλτό και τα παπούτσια της όταν κοιμόταν, που κάθε ιστορία που έλεγε είχε σχέση με ένα τρένο ή με μια στάση λεωφορείου, και που απολάμβανε τα βράδια στο σπίτι μέσω της συνήθειάς της να κάθεται στο σκοτάδι.

Η Συλβί, που ζει σε ένα αέναο παρόν και που γι’ αυτήν «η φθορά των πραγμάτων αποτελεί πάντα μια καινούργια έκπληξη, μια απογοήτευση την οποία οφείλει να ξεπεράσει» (σελ. 120), επιφορτίζει τα κορίτσια με την έγνοια να προσπαθούν να την κάνουν να νιώσει προσωρινή προκειμένου να μείνει, και μολονότι προσβάλλει την αίσθηση ευπρέπειας της Λουσίλ, μοιάζει να χαρίζει στη Ρουθ μια εγγύτητα που τη νιώθει με τις πιο λεπτές της αισθήσεις: «Όπως, για παράδειγμα, όταν μία από τις δυο μας, ξαπλωμένη ακίνητη σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, ξέρει πότε η άλλη είναι ξύπνια» (σελ. 129).

Μέσα από τη συμβίωση με τη Συλβί και μέσω της ταυτόχρονης απόσυρσής της στον εαυτό που προβάλλει ως ένα είδος εντατικής βιωτικής τής αυτοεξάλειψης, η Ρουθ αγωνίζεται να ενηλικιωθεί μέσω μιας βαθιάς και ήδη συντελεσμένης ενσυνείδησης της διαφορετικότητάς της, αλλά και μέσα από μια βουβή αν και λυτρωτική διάχυσή της στον κόσμο, και καταλήγει να πιστέψει ότι ο θάνατος προσδίδει στα πρόσωπα και τα πράγματα μια πιο ζωηρή παρουσία από μια άτονη, καθημερινή πραγματικότητα, καθώς και διαστάσεις που μόνο εκείνα διεκδικούν και κατέχουν. Και η απουσία τής διάστασης του χρόνου από τη ζωή των κοριτσιών, μοιάζει να είναι αυτονόητα εκείνη που προσδίδει μια καταφατική εσωτερίκευση αυτής της παραδοχής για τη Ρουθ και τροφοδοτεί τη λαχτάρα της για τη ζωή:

«Το να λαχταράς και το να έχεις είναι όπως ένα πράγμα και η σκιά του […] Πότε, λοιπόν, οι αισθήσεις μας γνωρίζουν ένα πράγμα τόσο απόλυτα εξόν από τις στιγμές που το στερούνται; Και πάλι εδώ υπάρχει ένα προμήνυμα – ο κόσμος θα ξαναγίνει ακέραιος. Γιατί το να επιθυμείς ένα χέρι στα μαλλιά σου ισοδυναμεί με το να το νιώθεις. Κι έτσι, ό,τι κι αν χάσουμε, η ίδια η λαχτάρα μας το ξαναδίνει πίσω».[5]

Εν τέλει, η συγγραφέας φαίνεται να ενδίδει σε έναν παράδοξο παγανιστικό χριστιανισμό, μέσω μιας λυρικής αφήγησης και μιας υποβλητικότητας της γραφής που διαπερνά γλυκά και αιχμηρά τον αναγνώστη, όπου οι ελάχιστες μεταμορφώσεις των εντυπώσεων και των συναισθημάτων των προσώπων προσεγγίζονται κυρίως μέσω των αντανακλαστικών τους αποτυπώσεων στις μεταβολές των όψεων του τοπίου. Το κείμενο έτσι διαπνέεται από μια άκρως ελκυστική λογοτεχνική ρητορική, που αισθητικοποιεί το συναίσθημα και συναισθηματικοποιεί τις αισθήσεις, και αναδεικνύει με τη μεγαλύτερη στιβαρότητα την ευγλωττία και την αποτελεσματικότητα της μετάφρασης σε ένα έργο κεντημένο σε μικροσκοπικές αποχρώσεις.

[1] Σελ. 47.

[2] Σελ. 21.

[3] Σελ. 206

[4] Σελ. 50

[5] Σελ. 190

 

info: Mairilynne Robinson «Ρουθ», μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Μεταίχμιο

 

 

Προηγούμενο άρθροΜικρή Λίστα Βραβείου Καλλιτεχνικού Σχεδιασμού
Επόμενο άρθροΤάσος Γουδέλης: το ύφος και το νόημα (συνέντευξη στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ