Σωτηρία Καλασαρίδου (*)
Η σύγχρονη έννοια της λογοτεχνίας συνυφαίνεται με το κίνημα του Ρομαντισμού στον βαθμό που ένα μεγάλο μέρος των αντιλήψεών μας για αυτήν μέχρι και σήμερα έχει ρομαντικές καταβολές (Cοmpagnon, 2001: 37). Ο Ρομαντισμός προικοδότησε την ποίηση με πολλά από τα χαρακτηριστικά της που θεωρήθηκαν πάγια: ο ιδεαλισμός, η κυρίαρχη δημιουργική φαντασία, η υποκειμενική αντίληψη της φύσης, η μεγάλη σημασία του αισθήματος, η χρήση της συμβολικής εικόνας, η έκφραση του υψηλού, η αυτάρκεια της γλώσσας, είναι μόνο μερικά από αυτά (Furst, 1974: 86 & Hazlitt, 1998: 54-55, 62 & De Man,1994: 118). Ταυτόχρονα όμως της κληροδότησε και έναν μύθο αναφορικά με τον ρόλο που πρέπει να διαδραματίζει τόσο στη λογοτεχνική παραγωγή όσο και στην κοινωνία, καθώς αφενός οι αρετές κάθε είδους γραφής είχαν συνοψιστεί σ’ αυτό, το αλλόκοτα ευνοημένο είδος, ενόσω ο ποιητής μεταμορφώθηκε σταδιακά από συγγραφέας σε πνευματικό ταγό (Eagleton, 2007: 81 & Hazlitt, 1998:54-55). Σύμφωνα με τον Lovejoy, καμιά μορφή σκέψης ή αισθητικής, δεν κατορθώνει να ενοποιήσει όλη αυτή την πολλαπλότητα των πραγμάτων που αποδίδονται στον όρο «Ρομαντισμός», καθώς πολλά στοιχεία και έννοιες της πολιτισμικής μας κληρονομιάς συνδέονται άρρηκτα με τον καθορισμό αυτού που αποκαλούμε «ρομαντικό». Κάθε κουλτούρα διαθέτει τους δικούς της όρους οι οποίοι, είτε αμφισβητούμενοι είτε πλημμελώς ορισμένοι συνιστούν την αναγκαία αποδοχή του αυτό-καθορισμού της (Λαρμόρ, 1998: 31-33).
Ο Walter Lippmann επεσήμανε πως αντιλαμβανόμαστε ό,τι ο πολιτισμός, του οποίου αποτελούμε αναπόσπαστο μέρος, μας έχει κληροδοτήσει. Οι υποθέσεις κατά συνέπεια που σχηματίζουμε για πρόσωπα και πράγματα είναι σε μεγάλο βαθμό αντανάκλαση εδραιωμένων αντιλήψεων της κουλτούρας μας, οι οποίες επενδυμένες με πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές αξίες, προβάλλονται ως θέσφατα και αντικειμενικές αλήθειες. Ο βαθμός δε, επικράτησης, ανακύκλωσης και διαιώνισής τους ως τέτοιων, εξαρτάται αφενός από τη δύναμη κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών μηχανισμών και ταυτόχρονα επαφίεται στον τρόπο που το εκάστοτε υποκείμενο διαχειρίζεται τη γλώσσα, τις γνώσεις και τους μύθους (Lippmann, 1965: 3-20 & Αζίζι ― Καλατζή / Ζώνιου ― Σιδέρη / Βλάχου, 1998: 23, 26, 30, 32-33).
Τα ερωτήματα που ανακύπτουν μπορούν να αποδοθούν σχηματικά εν είδει αξόνων και αφορούν: α) τον υψηλό ρόλο που διαδραματίζει ή πρέπει να διαδραματίζει ο ποιητής στην κοινωνία και την εξιδανίκευση της ποίησης, β) τη μοναδική και ιδιαίτερη δύναμη της ποιητικής φαντασίας στην απόδοση της πραγματικότητας και τη σύνδεση της φαντασίας με τη δημιουργικότητα γ) την αποκλειστική σύνδεση της ποίησης με τα συναισθήματα και δ) την αναγνώριση της διττής αξίας της ως αισθητικού μορφώματος αλλά και ως μέσου που έχει περαιτέρω ηθικά και κοινωνικά αποτελέσματα στον αναγνώστη.

Σε ό, τι αφορά τον πρώτο άξονα πραγμάτευσης του Ρομαντισμού πρέπει να ξεκινήσουμε από το δοκίμιο Για τη γνώση και την αίσθηση της ανθρώπινης φύσης, το οποίο εκδόθηκε το 1778 και στο οποίο ο Herder εισηγήθηκε τις βασικές θέσεις της κοσμοθεωρίας του, μεταξύ των οποίων ο άνθρωπος, ως μέρος της φύσης ― η οποία λειτουργεί, όπως ένας οργανισμός ― αποτελεί μια αναπόσπαστη ενότητα σκέψης, αισθήματος και βούλησης και εμφανίζει τις ίδιες δυνάμεις και λειτουργίες, όπως και η έξω φύση. Στο πλαίσιο αυτό, ο Herder παρομοιάζει την ανάπτυξη της ανθρώπινης μεγαλοφυΐας με φυτό που αναπτύσσεται ασυνείδητα. Κάθε συγγραφέας νοείται και θεωρείται μοναδικός και διαφορετικός από όλους τους άλλους συγγραφείς, όχι μόνο ως προς το ύφος του, αλλά και ως προς το θεματικό υλικό του λογοτεχνικού έργου, το οποίο διαμορφώνεται από τις μορφοπλαστικές δυνάμεις του συγγραφέα και εκφράζει τη δυναμική της ατομικής ιδιοσυγκρασίας (Abrams, 2001: 386, 443-444).
Την ίδια περίοδο, τον 18ο αι, νευραλγικό ρόλο διαδραμάτισε η λύση του προβλήματος των ποιητικών μυθολογιών και ειδικότερα η αντικατάσταση της μεταφοράς του ποιήματος ως μίμησης, ως «καθρέφτη της φύσης», από τη μεταφορά του ποιήματος ως ετερόκοσμου, μιας «δεύτερης φύσης», η οποία ήταν αποκλειστικό δημιούργημα του ποιητή, όπως ο κόσμος είναι αντίστοιχα δημιούργημα του Θεού. Η έννοια της δημιουργίας κατά συνέπεια για τους Ρομαντικούς είχε το χαρακτήρα μιας ενέργειας της ψυχής που πλησιάζει τον Θεό. Η αντιστοιχία και ο παραλληλισμός της θεϊκής δημιουργίας του κόσμου με την ποιητική δημιουργία εξιδανίκευε τον ποιητή και το έργο του και ενθάρρυνε την αρχική εμφάνιση της θεωρίας, η οποία είναι διαδεδομένη μέχρι σήμερα, ότι η ποίηση είναι μια συγκαλυμμένη αυτοαποκάλυψη, με την οποία ο δημιουργός εκφράζεται και κρύβεται ταυτόχρονα. Η ίδια αντιστοιχία συνέδραμε στον σχηματισμό μιας έννοιας του καλλιτεχνικού έργου, η οποία εξίσου είναι ισχύουσα, ότι δηλαδή το ποίημα είναι έκφραση της προσωπικότητας και της ατομικής ποιητικής ιδιοσυγκρασίας (Abrams, 2001: 512 & Williams, 1994: 93-94).
Στο σημείο αυτό πρέπει να προσέξουμε την έμφαση στην ιδέα της «ρομαντικής» δημιουργικότητας, η οποία τέθηκε σε ευθεία συνάρτηση με τη φαντασία, σχηματίζοντας τη «δημιουργική φαντασία», η οποία ως ανθρώπινη ιδιότητα βρισκόταν στην ύψιστη μορφή της στον ποιητή (Williams, 1994: 93-94). Ο ποιητής το κατορθώνει αυτό, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα που είναι ουσιωδώς μεταφορική και νοηματοδοτεί τις έως πριν ακατανόητες σχέσεις των πραγμάτων, απαθανατίζοντας την κατανόησή τους, με αποτέλεσμα το ποίημα να μετασχηματιστεί σε «δημιουργία πράξεων», σύμφωνα με τις αναλλοίωτες μορφές της ανθρώπινης φύσης, όπως υπάρχουν στο μυαλό του ποιητή ― δημιουργού, στο οποίο αντανακλώνται όλες οι άλλες διάνοιες (Williams, 1994: 95).
Η εξιδανίκευση του ποιητή και του έργου, η εξίσωσή του έργου του με τη θεϊκή δημιουργία, οδήγησαν στον σχηματισμό της έννοιας της «ποιητικής αλήθειας», η οποία είναι κυρίαρχη στις σημερινές αντιλήψεις περί ποίησης και διαδραματίζει καίριο ρόλο, όταν καλούμαστε να την περιγράψουμε και να προσδιορίσουμε τις λειτουργίες της. Είναι ίσως χρήσιμο, να σκιαγραφήσουμε αδρομερώς την έκταση του νοήματος στις πλέον χαρακτηριστικές χρήσεις της ποιητικής αλήθειας από τους ρομαντικούς: α) η ποίηση είναι αληθής στον βαθμό που ανταποκρίνεται σε μια πραγματικότητα που υπερβαίνει τον κόσμο της αίσθησης. Ο ποιητής δηλαδή παρεισδύει στο «ιερό μυστήριο του Σύμπαντος» και έχει την αποκλειστική ιδιότητα να αποκαλύπτει την «Ιδέα κάτω από το φαινόμενο, το Άπειρο πίσω από το πεπερασμένο, την Αιωνιότητα που βλέπει μέσα από τον χρόνο». β) η ποίηση είναι αληθής, αφού τα ποιήματα είναι αποτέλεσμα και αιτία ταυτόχρονα πραγματικών, συγκινησιακών και φανταστικών εμπειριών. γ) η ποίηση είναι αληθής, όταν ανταποκρίνεται σε πράγματα που περιέχουν ή έχουν επηρεαστεί από τα αισθήματα και τη φαντασία του παρατηρητή ή αντίστροφα, όταν ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες εμπειρίες και ακέραια πράγματα από τα οποία η επιστήμη αφαιρεί τις ιδιότητες, με σκοπό την ταξινόμηση και τη γενίκευση. Διεκδικεί επομένως, η ποίηση την αλήθεια με το αποτελεσματικό τέχνασμα της αντιμετάθεσης του κριτηρίου, έτσι ώστε η «αλήθεια» να είναι για τον ποιητή ό, τι είναι η επιστημονική αλήθεια για τον υπόλοιπο κόσμο. Σ’ αυτήν την έκφραση της οικουμενικής αλήθειας βοήθησε το «σύμβολο» των Ρομαντικών καθώς, σχηματίζοντας ανάμεσα στα δύο ένα απευθείας κύκλωμα, το οποίο παρακάμπτει τη γλώσσα, την ιστορία, την κουλτούρα και τη λογική, στην πράξη σήμαινε ότι ο ποιητής διέθετε πλέον δύο τρόπους για να αποφύγει την πραγματική ιστορία: μπορούσε να κοιτάξει «κάτω» από αυτήν ή να υψωθεί από πάνω της, στις οικουμενικές αλήθειες. Κατά συνέπεια η ποίηση, μολονότι αντιδιαστέλλεται από την επιστήμη, αποτελεί η ίδια ένα είδος επιστήμης και δ) η ποίηση είναι αληθής και ειλικρινής, όταν ανταποκρίνεται στην ψυχική διάθεση του ποιητή (Abrams, 2001: 590-599 & Eagleton, 2007:σ. 81).

Με ποιο τρόπο όμως συλλαμβάνεται και νοείται η πραγματικότητα και η ποιητική της απόδοση; Ο Raymond Williams αποφαίνεται, σε μια προσπάθεια περιγραφής και προσδιορισμού του Ρομαντισμού με σκοπό την αποδόμησή του, ότι η πραγματικότητα κατανοείται με γνώμονα πως «στο κέντρο όλων βρίσκεται η κοινή υπόθεση ότι υπάρχει ένα συνηθισμένο είδος αντιληπτικότητας το οποίο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ένα ορισμένο είδος ανθρώπου ή ένα ορισμένο είδος δραστηριότητας μπορεί να το υπερβεί». Οι περισσότερες εκδοχές, στη συνέχεια, θα περιέγραφαν το προϊόν της καθημερινής αντιληπτικότητας ως ‘πραγματικότητα’ ― τα πράγματα όπως είναι αληθινά ― ενώ το προϊόν της αντιληπτικότητας του καλλιτέχνη αντιμετωπίζεται, σε πολλές παραλλαγές, ως διαφοροποίηση (οργάνωση, εξιδανίκευση, υπέρβαση), αυτής της πραγματικότητας, την οποία συμμερίζονται όλοι οι άλλοι άνθρωποι». Αυτός ο τρόπος σκέψης, καταλήγει ο Williams, σε μια προσπάθεια να ανιχνεύσει τις επιδράσεις του Ρομαντισμού στην κουλτούρα, «είναι τόσο βαθιά ριζωμένος μέσα στη γλώσσα και την πνευματική μας παράδοση, ώστε η αναγκαία επαναξιολόγηση, με τους όρους που μας προσφέρει η τωρινή μας γνώση για την αντιληπτικότητα, γίνεται εξαιρετικά δύσκολη» (Williams, 1994:104-105).
Ας σταθούμε, επί παραδείγματι, στη θέση του Harold Bloom, αναφορικά με αυτό που αποκαλεί «ισχυρό» τυπικά ρομαντικό ποιητή, του οποίου η τέχνη αποσκοπεί σε μια ύψιστη αναστροφή του χρόνου και της πραγματικότητας. Το ίδιο μπορούμε να ισχυριστούμε και για τη θέση του Paul de Man, σύμφωνα με την οποία ο Ρομαντισμός αποσκοπεί κατ’ ουσίαν στην «ποιητική υπέρβαση», στην υποκατάσταση της «εμπειρικής» από την «ποιητική» συνείδηση, καθώς θεωρεί ότι το ρομαντικό ποίημα, κατά αυτοαναφορικό τρόπο, δεν είναι παρά «μια ιδιαίτερη εκδοχή» της κατανόησης του γεγονότος και ότι η ποιητική συνείδηση έχει αυτή καθαυτήν μια «ιδιάζουσα και αυτόνομη πρόθεση» (Λαρμόρ, 1998: 42-43). Η συγκεκριμένη έννοια ανιχνεύεται και στον πυρήνα της ποιητικής θεωρίας της Νέας Κριτικής, και ειδικότερα στον ισχυρισμό ότι η ποιητική κατάθεση και η ποιητική αλήθεια, μολονότι μπορεί να διαφέρουν από την επιστημονική κατάθεση και την επιστημονική αλήθεια, εντούτοις, το ποίημα είναι ένας αυτάρκης κόσμος, από τον οποίο δεν μπορούμε αφενός να απαιτούμε να είναι αληθής απέναντι στη φύση, ωστόσο όμως είναι αληθής κόσμος σε σχέση με τον εαυτό του (Abrams, 2001: 512).
Δευτερευόντως σε ό,τι αφορά την ποιητική φαντασία, ήδη στην πραγμάτευση του άξονα του υψηλού ρόλου της ποίησης και του παρεπόμενου αληθούς λόγου της, ανέφερα τη συνάρτηση της με την έννοια της δημιουργικότητας, υπαινισσόμενη τον καταλυτικό ρόλο που διαδραμάτισε στην εγκαθίδρυση της ποιητικής πρωτοκαθεδρίας στο επίπεδο των τεχνών. Πού εδράζεται ωστόσο το ουσιώδες έργο της ποιητικής φαντασίας στην περίοδο του Ρομαντισμού, ώστε ν’ αποτελεί μέχρι και τη μετανεωτερικότητα συστατικό παράγοντα προσδιορισμού της ποίησης και κομβικό σημείο αναφοράς σε κάθε προσπάθεια περιγραφής και επανορισμού της;
Η αλλαγή στην αντίληψη της φαντασίας, που από μιμητική στο 18ο αι. γίνεται εκφραστική στον 19ο και τον 20ο, αποτελεί τη σημαντικότερη αλλαγή στον προσδιορισμό της φαντασίας. Στην εν λόγω αλλαγή, κεντρικό ρόλο διαδραμάτισε η υποκειμενική φιλοσοφία του Fichte στον βαθμό που ο φιλόσοφος υποστήριξε ότι η ίδια η ύπαρξη και η μορφή του κόσμου εξαρτώνται αποκλειστικά από τον τρόπο που η ατομική φαντασία τις αντιλαμβάνεται. Δεδομένου ότι ο κόσμος εξαρτάται από τον τρόπο που τον αντιλαμβανόμαστε, μπορούμε να τον διαμορφώσουμε και να τον «ποιητικοποιήσουμε» σ’ έναν αδιάκοπα εξελικτικό, μαγικό ιδεαλισμό, με μέσο τη δημιουργική φαντασία (Furst, 1974: 55, 57, 60).
Ωστόσο, το ουσιώδες έργο της φαντασίας εδράζεται στον εμπλουτισμό της εμπειρίας μέσω της έκφρασης. O Abrams στο έργο του Ο καθρέφτης και το φως αποφαίνεται ότι το ρομαντικό έργο τέχνης, δεν αποσκοπεί στην αντανάκλαση της πραγματικότητας αλλά στη δημιουργία της μέσω της γλώσσας (Abrams, 2001 & Λαρμόρ, 1998: 50). Αυτό σημαίνει ότι όσο περισσότερο δημιουργική είναι η φαντασία, τόσο τα συναισθήματα και οι πεποιθήσεις εκφράζονται επαρκέστερα σε σημασία και συνηχήσεις απ’ όσο η ίδια η ζωή μας. Απαύγασμα της ρομαντικής δημιουργικής φαντασίας είναι το λυρικό ποίημα, το οποίο αποτέλεσε ταυτόχρονα και το όχημα για την έκφραση των ατομικών αισθημάτων (Λαρμόρ, 1998: 58-59 & Furst, 1974: 71).
Η αποκλειστική σύνδεση του ποιητικού λόγου με τα συναισθήματα αποτελεί έναν τρίτο άξονα πραγμάτευσης του Ρομαντισμού και ένα χαρακτηριστικό, το οποίο συνδέεται με τη δημιουργική φαντασία και την «ποιητική αλήθεια» που επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας, υπό μορφή στερεοτυπικής αντίληψης. Μιλώντας για την ποίηση, οι ρομαντικοί χρησιμοποιούν μεταφορές οι οποίες, υποδηλώνουν την εξωτερίκευση του εσωτερικού κόσμου, καθώς τα συστατικά στοιχεία του ποιητικού κειμένου αναδύονται χωρίς να είναι ούτε πράξεις, ούτε πράγματα, αλλά τα ρέοντα αισθήματα του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου (Abrams, 2001: 95). Πριν από τον Ρομαντισμό, η ποίηση παρέκκλινε από την πραγματικότητα, κυρίως λόγω της απεικόνισης της φύσης, όπως είχε αναδιευθετηθεί για να παραγάγει ένα σύνθετο κάλλος ή είχε φιλτραριστεί για να αποκαλύψει μια βασική μορφή. Η συστηματική αναφορά στα αισθήματα του ποιητή ως πηγών της ποίησης, έδωσε τις λύσεις σ’ ένα βασικό πρόβλημα της αισθητικής: την ασυμφωνία μεταξύ του θεματικού υλικού της ποίησης και των δεδομένων της εμπειρίας. Η Lilian Furst αποφαίνεται ότι «οι Γάλλοι ρομαντικοί δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στο αίσθημα, που πρέπει να εκφράζεται με τρόπο όσο το δυνατό περισσότερο αυθόρμητο και παθιασμένο. Συνηγορούν ασταμάτητα για το ‘αληθινό’ και το ‘φυσικό’, τη δραματική δομή και τον δραματικό λόγο». (Abrams, 2001: 107 & Furst, 1974: 69). Διαπιστώνουμε, κατά συνέπεια, μέχρι στιγμής πως φαντασία, δημιουργικότητα, αλήθεια και αισθήματα, μολονότι διαπλέκονται μεταξύ τους με σχέσεις ώσμωσης, αιτίας και αποτελέσματος, συνιστώντας ένα βασικό τετράπτυχο δόμησης της ρομαντικής ιδεολογίας, έχουν ένα κοινό στοιχείο: όλες οι έννοιες αναφέρονται στο ποιητικό υποκείμενο και εκπορεύονται απ’ αυτό.

Στον τέταρτο και τελευταίο άξονα πραγμάτευσης του Ρομαντισμού, που αφορά την αξία της ποίησης, η ποιητική αλήθεια του λυρικού ποιήματος ως οργάνου επίτευξης αποτελεσμάτων μιας δημιουργικής φαντασίας ενός ιδιοφυούς νου, μετατίθεται βαθμιαία στο επίπεδο του αναγνωστικού υποκειμένου. Η ποίηση έχει εσωτερική αξία ― ως αυτοσκοπός ― αλλά και εξωτερική αξία ως μέσο που επιδρά ηθικά και κοινωνικά στον αναγνώστη (Abrams, 2001: 507, 616). Ειδικότερα, ο John Stewart Mill, μετέθεσε τη συζήτηση στο επίπεδο του αναγνώστη με την κρίσιμη παρατήρησή του ότι διαβάζοντας ποίηση «αποσπάς το ίδιο συναισθηματικό κέρδος που θα αποσπούσες, αν ήταν πραγματικότητα». Η ψυχολογική ερμηνεία του Mill αποδίδει επί της ουσίας στον ποιητή την «καλλιέργεια των αισθημάτων» όσο και τη συμβολή στη «διαμόρφωση του χαρακτήρα», αφού «η ικανότητα να αισθάνεται ο αναγνώστης ισχυρά αισθήματα» γίνεται η ύλη από την οποία εκπορεύονται όλα τα κίνητρα. (Abrams, 2001: 629).
Κατά συνέπεια, δεν πρόκειται για εξέταση της πρόθεσης του ποιητή αλλά για διερεύνηση της συναίνεσης του αναγνώστη κατά την αισθητική εμπειρία. Τη φιλοσοφική θεμελίωση της ηθικο-κοινωνικής επίδρασης του ποιητικού λόγου στο αναγνωστικό υποκείμενο, ακολούθησε η διατύπωση, από τους κυριότερους ποιητές και κριτικούς του Ρομαντισμού και σε διάφορους τόνους, ορισμών των επιδράσεων της ηθικοπλαστικής δύναμης και αποστολής του υψηλού πνευματικού ποιητικού προϊόντος: «Ο Άγγλος ρομαντικός μπορεί να είναι ιερέας της τέχνης, δεν παύει όμως να είναι ένας εφημέριος που φροντίζει για τα θέματα των ψυχών του ποιμνίου του», παρατήρησε ο Fairchild και ο Keats δήλωσε ότι «το ποίημα κάνει τους ανθρώπους καλύτερους,(…) με την ανάκληση εκείνων των συναισθηματικών και φαντασιακών καταστάσεων που είναι βασικές συνθήκες της ανθρώπινης ευτυχίας, της ηθικής κρίσης και συμπεριφοράς. Ο ποιητής, βάζοντας τον αναγνώστη στη δική του συναισθηματική κατάσταση, διαπλάθει άμεσα τον χαρακτήρα, χωρίς να υπαγορεύει δόγματα», ενώ ο Wordsworth, έχοντας την ίδια υψηλή ιδέα για την κοινωνική λειτουργία του ποιητή, υποστήριζε ότι η ποίηση «αντί να δείχνει ξεκάθαρα τί πρέπει να κάνουμε για να γίνουμε καλύτεροι, μας ευαισθητοποιεί, αναμορφώνει και ενδυναμώνει τα αισθήματά μας, και μας κάνει άμεσα καλύτερους. Ο μεγάλος ποιητής λέει οφείλει να εξευγενίζει τα αισθήματα των ανθρώπων (…) να τα κάνει υγιέστερα, καθαρότερα, σταθερότερα» (Abrams, 2001: 616-622).
Η ανάδειξη της ηθικο-κοινωνικής διάστασης της ποίησης και της επίδρασής της στον αναγνώστη αποτελεί το ισχυρότερο από όλα στοιχείο της ρομαντικής κληρονομιάς. Το γεγονός αυτό αποδίδεται σε μια συστοιχία παραγόντων, όπως δείξαμε, που συνηγόρησαν στη θεμελίωση των βασικών ιδεών του Ρομαντισμού ως συστατικών στοιχείων της δυτικής κουλτούρας, σκέψης και δράσης. Και, μολονότι τόσο ο Φορμαλισμός όσο και αργότερα η Νέα Κριτική και ο Δομισμός άσκησαν κριτική στον Ρομαντισμό, πολλές από τις ιδέες τους έλκουν την καταγωγή τους από αυτόν. Η πιο χαρακτηριστική από αυτές, η οποία μαρτυρεί τη ρομαντική της καταγωγή και που εμφανίζεται ισχύουσα μέχρι και σήμερα, αφορά πρώτιστα στη διάκριση της γλώσσας σε «καθημερινή» και «λογοτεχνική», ιδέα που τη συναντούμε, τόσο στον Φορμαλισμό όσο και στις βασικές θεωρήσεις της Νέας Κριτικής, και δευτερευόντως την ταύτιση της «λογοτεχνικής» γλώσσας με την ποιητική. Η κοινή γλώσσα εν προκειμένω είναι περισσότερο δηλωτική, η λογοτεχνική γλώσσα από την άλλη και ειδικότερα η ποιητική είναι περισσότερο συνδηλωτική, διαμορφώνοντας με αυτόν τον τρόπο τον φορμαλιστικό ορισμό της λογοτεχνίας (Compagnon, 2001: 48-49).
Ήδη από το 1916 του ο Ρώσος φορμαλιστής Sklovkij, στο δοκίμιό που φέρει τον τίτλο «Η τέχνη ως τεχνική», ισχυρίζεται ότι την ποίηση δε την χαρακτηρίζουν κατά κύριο λόγο οι εικόνες, αλλά η εισαγωγή «νέων τεχνημάτων για τη διευθέτηση και την επεξεργασία του λεκτικού υλικού». Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Jakobson, το 1919, έγραφε ότι στην ποίηση «η επικοινωνιακή λειτουργία μειώνεται στο ελάχιστο» και ότι «ποίηση είναι η γλώσσα στην αισθητική της λειτουργία». Κατά συνέπεια, ό,τι συνηγορεί στη λογοτεχνικότητα ενός κειμένου είναι ένα πυκνότερο δίκτυο μεταφορών, μια διαφορετική, πιο πυκνή, πιο συνεκτική, πιο σύνθετη οργάνωση των ίδιων, κοινών γλωσσικών υλικών, η οποία κάνει τις άλλες γλωσσικές λειτουργίες να περάσουν σε δεύτερο πλάνο. (Fokkema / Ibsch, 1997: 45 & Compagnon, 2001: 52-53 & Σκλόφσκι / Αϊχενμπαουμ, 2 1985: 15-22).

Όπως ο Sklovskij, έτσι και o Jakobson, έδωσε έμφαση στην τεχνική της περίπλοκης μορφής, παρατηρώντας συμπερασματικά ότι η σύγχρονη ποίηση είναι μια «λεκτική εκφορά προσανατολισμένη προς την έκφραση», με αποτέλεσμα η «επικοινωνιακή λειτουργία», η οποία στον πρακτικό και το συναισθηματικό λόγο κυριαρχεί, στην ποίηση να αμβλύνεται στο ελάχιστο. Οι φορμαλιστές, προσπαθώντας να ορίσουν τη «λογοτεχνικότητα» ως ανοικείωση, δανείζονται στοιχεία από την ποίηση ― αρχικά το στίχο και τα ρητορικά σχήματα και εν συνεχεία τον εγκιβωτισμένο ρυθμό της ― για να καταλήξουν ότι εκτός από τα διάφορα ρητορικά σχήματα, υπάρχουν ποικίλοι τρόποι για να επιτύχει κανείς το στόχο της δυσπρόσιτης μορφής και να κάνει τα πράγματα ανοίκεια. Οι Ρώσοι φορμαλιστές προτιμούσαν κείμενα, τα οποία ο δικός τους ορισμός της έννοιας της «λογοτεχνικότητας», περιέγραφε και προσδιόριζε καλύτερα, ακριβώς γιατί προέκυψε από αυτά και είχαν προνομιακή σχέση με την πρωτοπορία της φουτουριστικής ποίησης. Οι φορμαλιστές κατέληγαν ότι σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό, τι στον πεζό λόγο, η θέση της λέξης στο ποίημα μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο έναν ιδιαίτερο χρωματισμό της λέξης, αλλά ακόμη και μια αλλαγή στη σημασία της. Αργότερα οι δομιστές, εμπνευσμένοι από το φορμαλισμό, θα αναδείξουν με τον ίδιο τρόπο την απόκλιση και την αυτοαναφορικότητα της λογοτεχνίας, σε αντίθεση με τη σύμβαση και το ρεαλισμό, όπως επί παραδείγματι, η διάκριση που προτείνει ο Barthes στο S/Z, ανάμεσα στο αναγνώσιμο ή ρεαλιστικό και στο επανεγγράψιμο ή ανοικειωτικό ακόμη και ο Genette αναγνώρισε ότι η «λογοτεχνικότητα», σύμφωνα με την παραδοχή του Jakobson, κάλυπτε ένα τμήμα της λογοτεχνίας, το καθεστώς της σύστασής της, την ποίηση δηλαδή και όχι το καθεστώς των συνθηκών της, στο οποίο ανήκε η μυθοπλασία (Fokkema / Ibsch, 1997: 46-47, 51-52 & Σκλόφσκι / Αϊχενμπαουμ, 2 1985: 15-22 & Compagnon, 2001: 55-56).
Στην πραγματικότητα, οι φορμαλιστές είχαν την τάση να απορρίπτουν κάθε είδους απομάκρυνση από το κείμενο, πράγμα που φέρνει στον νου τους εκπροσώπους της Νέας Κριτικής. Η πρόταση των φορμαλιστών για διάκριση της γλώσσας σε δηλωτική και συνδηλωτική, αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της ουσιώδους διάκρισης του Ι.Α Richards, μεταξύ της «επιστημονικής γλώσσας», όπου η αλήθεια είναι επαληθεύσιμη, και της «συγκινησιακής γλώσσας» του ποιητή, η οποία συνίσταται από προτάσεις που μοιάζουν αποφαντικές, όμως στην πραγματικότητα είναι «ψευδο-προτάσεις». Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι έργο του ποιητή δεν είναι η διατύπωση «επαληθεύσιμων προτάσεων», καθώς μια «ψευδο-πρόταση» μπορεί να είναι αληθής, εφόσον ανταποκρίνεται σε μια διάθεση και την υπηρετεί. (Fokkema / Ibsch, 1997: 42 & Abrams, 2001: 610).
Σύμφωνα με τις θέσεις της Νέα Κριτικής, το ποίημα ήταν απροσπέλαστο στην ορθολογική έρευνα, υπήρχε ως αντικείμενο κλεισμένο στον εαυτό του και δεν μπορούσε να παραφραστεί ή να εκφραστεί με οποιαδήποτε άλλη γλώσσα εκτός από τη δική του. Οι «λειτουργικοί» όροι επομένως με τους οποίους αντιλαμβάνονταν και διάβαζαν την ποίηση οι εκπρόσωποι της Νέας Κριτικής και κυρίως η βασική παραδοχή τους ότι το μήνυμα των κειμένων είναι εγκλωβισμένο στις λέξεις που βρίσκονται τυπωμένες στη σελίδα, έφερνε τον αναγνώστη στη θέση του παθητικού δέκτη των μηνυμάτων που ενέχονται στα ποιήματα (Ήγκλετον, 1989: 83-84 & Matterson / Jones, 2000: 109-110).
Πιο συγκεκριμένα, ο Richards στο έργο του Science and Poetry (Επιστήμη και Ποίηση), ξεκινώντας από τη θέση ότι το νόημα ενδημεί μέσα στο ίδιο το ποίημα, συνέδεσε την ανάγνωση της ποίησης αλλά και την οντολογική της αξία, με την επίδραση που ασκεί στον αναγνώστη και με την ποιότητα της συγκίνησης που του προκαλεί. Η θεωρία του «συγκινησιακού νοήματος» της ποίησης υπολανθάνει σε ολόκληρο το συγκεκριμένο έργο του που γράφεται το 1926 και επαναλαμβάνεται από αρκετούς μελετητές μέχρι και τη δεκαετία του ’40 (Beardsley, 1989: 331). Οι προτάσεις της ποίησης δεν είναι κριτικές αποφάνσεις αντικειμενικής αλήθειας και ηθικής οντότητας, πολλώ μάλλον, δεν είναι αντιπροσωπευτικές προτάσεις των ιδεών και των πεποιθήσεων των ποιητών, αλλά σύνολα λέξεων που επιδρούν στους αναγνώστες, προκαλώντας την αναδιοργάνωση των συναισθημάτων τους και τη μετατόπιση των στάσεών τους. Αυτό συνεπάγεται πως οι προτάσεις της ποίησης δεν μεσολαβούν για την απόκτηση γνώσεων και κατ’ επέκταση η αξία τους δεν μπορεί να διαπιστωθεί με κριτήρια επαλήθευσης προς τα εμπειρικά γεγονότα αλλά από τα ψυχολογικά και τα πολιτισμικά τους αποτελέσματα (Τσιώλης, 1996: 56 & Φρυδάκη, 2003: 119).
Στο μεταγενέστερο έργο του Practical Criticism (Πρακτική Κριτική), ο Richards προτείνει μια πρακτική της ανάγνωσης, την επονομαζόμενη, «εκ του σύνεγγυς ανάγνωση», (close reading), η οποία ευαγγελίζεται την αναγνωστική ενδυνάμωση, μέσω της αναλυτικής μελέτης των λέξεων πάνω στη σελίδα. H εν λόγω αναγνωστική πρακτική μας βοηθά να αναγνωρίζουμε «τη σημασία», «το συναίσθημα», «τον τόνο» και «την πρόθεση» ενός ποιητικού κειμένου, δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, τα οποία κρίνονται απαραίτητα για τη νοηματοδότησή του και που συνήθως τα διερευνούμε έξω από το ποιητικό σώμα. Η πρόσκτηση του νοήματος επομένως από πλευράς αναγνώστη επαφίεται στην προσέγγιση τεσσάρων λειτουργικών ιδιοτήτων της γλωσσικής ― αισθητικής πράξης: α) στην κατανόηση της σημασίας, β) τη διασάφηση του συναισθήματος, γ) τη διασάφηση του τόνου, δ) την κατανόηση της πρόθεσης. Η σημασία και η πρόθεση υποδεικνύουν την αναφορική χρήση της γλώσσας με δηλώσεις γνωστικού χαρακτήρα, ενώ το συναίσθημα και ο τόνος τη συγκινησιακή χρήση της γλώσσας (Richards, 1964: 179-188 & Φρυδάκη, 2003: 120 & Σπανός, 1998: 172-176).
Γιατί, τί πιο ενοποιημένο και αρμονικό, ρωτούν οι κριτικοί, από ένα ποίημα; Δεν είναι άραγε μέρος του ορισμού της ποίησης ότι απολύτως τίποτα δεν είναι παράταιρο, ότι καμιά λέξη δεν είναι άχρηστη ή περιττή, ότι το κάθε στοιχείο συνωμοτεί με κάθε άλλο για να σχηματίσει ένα ενιαίο σύνολο; Αυτή είναι μια κοινή θεώρηση της ποίησης σε πολλούς μελετητές και κριτικούς, από τον Coleridge, τον Ι.Α Richards και τους Αμερικανούς Νέους Κριτικούς: το ποίημα αποτελεί μυστικά μια εκδοχή μιας ευνομούμενης πολιτείας, καθώς συνιστά μόνο του μια οργανική κοινωνία, υπόδειγμα ενότητας και συνάφειας (Eagleton, 2007: 88).
Βιβλιογραφία (ελληνόγλωσση)
Αζίζι – Καλατζή, Αναστασία / Ζώνιου – Σιδέρη, Αθηνά / Βλάχου, Αναστασία (1998). Προκαταλήψεις και στερεότυπα: δημιουργία και αντιμετώπιση, Αθήνα: ΥΠΕΠΘ – Γενική Γραμματεία Λαϊκής Επιμόρφωσης.
Καλασαρίδου, Σωτηρία (2011). Η διδασκαλία της ποίησης στο Γυμνάσιο: η ανταπόκριση των μαθητών και η ανάδυση της υποκειμενικότητάς τους. Θεσσαλονίκη: Α.Π.Θ. (ηλεκτρονική δημοσίευση στο: http://ikee.lib.auth.gr/record/125462/files/GRI-2011-6072.pdf ).
Καλασαρίδου, Σωτηρία (2011). «Ο Λόγος των εφήβων μαθητών για την ποίηση: η ανακύκλωση των στερεοτύπων και η αντανάκλαση της πραγματικότητας», στο περ. Επιστήμες της Αγωγής, τ. 2/2011, σ. 129-141.
Σπανός, Γεώργιος (1998). Διδακτική Μεθοδολογία: η διδασκαλία του ποιήματος. τ. Α΄, Αθήνα.
Τσιώλης, Γιάννης (1996). Θεωρία της Λογοτεχνίας. Αθήνα: Καστανιώτης.
Φρυδάκη, Ευαγγελία (2003). Η θεωρία της λογοτεχνίας στην πράξη της διδασκαλίας. Αθήνα: Κριτική.
Βιβλιογραφία (μεταφρασμένη)
Abrams, M. H (2001). Ο καθρέφτης και το φως, μτφρ. Άρης Μπερλής, Αθήνα: Κριτική.
Beardsley, Monroe C. (1989). Ιστορία των αισθητικών θεωριών. μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ ― Παύλος Χριστοδουλίδης, Αθήνα: Νεφέλη.
Compagnon, Antoine (2001). Ο Δαίμων της θεωρίας: λογοτεχνία και κοινή λογική, μτφ. Απόστολος Λαμπρόπουλος ― επιμ. Άννα Τζούμα, Αθήνα: Μεταίχμιο.
De Man, Paul (1994). «Η ρητορική του ρομαντισμού: η εμπρόθετη δομή της ρομαντικής εικόνας», μτφ. Μαρία Αθανασοπούλου, στο περ. Ποίηση, τ. 4 (Φθινόπωρο), σ. 117-136.
Eagleton, Terry (2007). «Πώς να διαβάσουμε ένα ποίημα», μτφ. Νίνα Μπούρη, στο περ. Ποίηση, τ.30 (Φθινόπωρο – Χειμώνας), σ. 67-91.
Ήγκλετον, Τέρυ (1989). Εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας, μτφ., Δ. Τζιόβας, Αθήνα.
Fokkema, Douwe / Ibsch, Elrud (1997). Θεωρίες Λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα, μτφ. Γιάννης Παρίσης ― επιμ. Ερατοσθένης Καψωμένος, Αθήνα: Πατάκης.
Furst, Lilian, R. (1974). Ρομαντισμός, μτφ. Ιουλιέττα Ράλλη / Καίτη Χατζηδήμου, Αθήνα: Ερμής.
Hazlitt, William (1998). «Περί της ποιήσεως εν γένει», μτφ. Βασίλης Μανουσάκης, στο περ. Ποίηση, τ. 11 (Άνοιξη – Καλοκαίρι), σ. 50-70.
Λαρμόρ, Τσάρλς (1998). Η Ρομαντική κληρονομιά, μτφ. – επίμ. Στέφανος Ροζάνης, πρόλογος Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, Αθήνα: Πόλις.
Σκλόφσκι, Β. / Αϊχενμπάουμ, Μπ. (2 1985). Για το φορμαλισμό: η ανάσταση της λέξης ― η θεωρία της φορμαλιστικής μεθόδου, μτφρ. Βασίλης Λαμπρόπουλος ― Νίκος Καλταμπάνος, Αθήνα: Έρασμος.
Williams, Raymond (1994). Κουλτούρα και Ιστορία, εισαγ. – μτφ. Βενετία Αποστολίδου. Αθήνα: Γνώση.
Βιβλιογραφία (Ξενόγλωσση)
Lippmann, W. (1965) Public Opinion, New York, Free Press.
Matterson, Stephen / Jones, Darryl (2000). Studying Poetry. Great Britain: Hodder Arnold.
Richards, I. A. (1964). Practical Criticism. London: Routledge.
(*) Η Σωτηρία Καλασαρίδου είναι Δρ. Διδακτικής της Λογοτεχνίας Α.Π.Θ.