Της Κατερίνας Διακουμοπούλου.
Στην αίθουσα τελετών του Πολεμικού Μουσείου Θεσσαλονίκης παρακολούθησα την δίπρακτη όπερα «Παλιάτσοι» (1892) του Ρουτζέρο Λεονκαβάλο σε συμπαραγωγή του Burlesque και του Fix in Art, με λυρικούς τραγουδιστές τον Φίλιππο Μοδινό και την Κασσάνδρα Δημοπούλου ( «Skull of Yorick Productions»), πλαισιωμένους από τους Γιάννη Νάκο, Θόδωρο Πάντσιο και τον Ιορδάνη Καρακασίδη.
Στο σύντομο οπερατικό έργο «Παλιάτσοι», ο Κάνιο, ο επικεφαλής ενός μπουλουκιού της Commedia Dell’ Arte, δολοφονεί την άπιστη γυναίκα του Νέντα. Δομικά το έργο χωρίζεται σε δύο μέρη: στο πρώτο μέρος εκτίθεται το δραματικό πλαίσιο και αποκαλύπτεται ή «άστατη» φύση της Νέντα, ενώ στο δεύτερο μέρος, η Λεονκαβάλο χρησιμοποίησε τη διαδεδομένη τεχνική του μεταθεάτρου, «θέατρο εν θεάτρω», όπου οι ηθοποιοί της Commedia παίζουν στην παράσταση του μπουλουκιού και το έργο ολοκληρώνεται με την κορυφωτική σκηνή της δολοφονίας της Νέντα και την θρυλική τελευταία ατάκα του δολοφόνου «Η κωμωδία τελείωσε».
Ανατροπές
Αρχής εξ αρχής με ξένισε η απουσία ορχήστρας και μετά την ακρόαση της πρώτης νότας αισθάνθηκα έκπληξη με την διαπίστωση ότι η ενορχήστρωση ήταν… ροκ, με κυρίαρχη την ηλεκτρική κιθάρα. Το λιμπρέτο είχε μεταγραφεί στα ελληνικά (από την Κασσάνδρα Δημοπούλου) και ο θίασος της κομέντια είχε αντικατασταθεί από καταπληκτικές φιγούρες του μπερντέ! Η συγκόλληση όλων αυτών των -φαινομενικά- αταίριαστων τρόπων συνέθεσαν ένα ενδιαφέρον, άξιο λόγου εγχείρημα.
Τα συνδυασμένα αντιφατικά στοιχεία προέταξαν έναν πειραματισμό, μια πρωτοποριακή πρόταση. Οι ετερογενείς επιλογές αποδόμησαν γόνιμα την οπερατική φόρμα ωθώντας το κοινό σε νέες εντυπώσεις πρόσληψης και αντίληψης του λυρικού θεάτρου.
Θεωρώ ότι η σύμπραξη του καραγκιοζοπαίκτη Χρήστου Στανίση, αποτελεί την ευρηματικότερη επιλογή του ελληνικού λυρικού θεάτρου των τελευταίων χρόνων. Τα κοινά στοιχεία του θεάτρου σκιών και της Κομμέντια ντελ άρτε αποτελούν μέγιστη εγγύηση γι’ αυτήν την ευφυή επιλογή: λαϊκή κωμική φόρμα, τύποι και όχι χαρακτήρες, αυτοσχεδιαστικός λόγος, οπτικά και λεκτικά χονδροειδή αστεία, σάτιρα, παραφθαρμένη εκφορά λόγου κ.α. Στην πραγματικότητα ο Καραγκιόζης, αυτός ο θυμόσοφος, καρτερικός τραγικός ήρωας της ελληνικότητας, ομοιάζει με τους υπομονετικούς και αυτοσαρκαστικούς, εξίσου τραγικούς ήρωες, της Commedia dell’ arte. Λαχταρούσα να παρακολουθήσω θέατρο σκιών ενηλίκων και αυτή η απροσδόκητη συμμετοχή του έμπειρου Χρήστου Στανίση με ξάφνιασε ευχάριστα.
Η σκηνοθεσία και οι ερμηνείες
Στην αίθουσα του Πολεμικού Μουσείου, ακατάλληλη για το οπερατικό εγχείρημα (π.χ. τα εμφανή φωτιστικά μέσα, τα πολυάριθμα μονίμως αναμμένα κίτρινα σποτάκια, η απουσία παρασκηνίου, οι παράπλευρες θύρες κ.α.), οι λυρικοί τραγουδιστές εκτέθηκαν σε μικρή απόσταση από το κοινό και ευτυχώς διασώθηκαν χάρη στην σκηνοθεσία και τις ερμηνείες. Η σκηνοθεσία (Κασσάνδρα Δημοπούλου), χωρίς κινησιολογικά πλεονάσματα υπογράμμισε με σαφήνεια τις σημασίες και οι υποκριτικές ενέργειες με εύλογη απλούστευση αποσαφήνιζαν τα καίρια σημεία, ένα απλό παράδειγμα: οι λυρικοί τραγουδιστές μπροστά από τον μπερντέ ήταν οι ηθοποιοί της κομέντα και πίσω από τον μπερντέ τα στερεότυπα πρόσωπα της κομέντια. Ο ίδιος μινιμαλισμός ίσχυσε και στην υπόκριση, πχ. ο Κάνιο (Φϊλιππος Μοδινός) δεν εκτέθηκε ως αλκοολικός ή καταθλιπτικός, όπως συνηθίζεται, όπου σε αυτήν την περίπτωση η πτώση του είναι εύκολα προβλέψιμη.
Ερμηνευτικά, η Κασσάνδρα Δημοπούλου, υπήρξε θυελλώδης με μία επιτηδευμένη φωνητική ελαφράδα που της προσδίδει την σκηνική άνεση. Ο Φίλιππος Μοδινός, συναρπαστικός, με ασφάλεια και σταθερότητα κινείται στο φωνητικό του εύρος. Υπέροχος, φωνητικά και υποκριτικά, στάθηκε και ο βαρύτονος Θόδωρος Πάντσιος, ο οποίος τραγούδησε ασύγκριτα από χαμηλά προς ψηλά. Ο εξίσου συμπαθητικός φωνητικά Γιάννης Νάκος, επικεντρώθηκε επιτυχώς στη φωνητική ακρίβεια, παραμελώντας εν μέρει την υποκριτική του έκθεση (π.χ. στο ερωτικό ενσταντανέ «Κοίτα με στα μάτια» , η Κασσάνδρα Δημοπούλου ακολουθεί την οδηγία του λιμπρέτου ενώ ο Γιάννης Νάκος αποφεύγει να απομακρύνει τα αντηχεία του από το κοινό).
Οι αντιρρήσεις μου
Η ροκ ενορχήστρωση κατέλαβε το μέγιστο χώρο του συνόλου και σε αρκετές στιγμές υπερκάλυπτε το φωνητικό έργο των συντελεστών, διαπίστωση που σχετίζεται και με την ακατάλληλη ηχητική εγκατάσταση της αίθουσας του Μουσείου. Νομίζω ότι με χαμηλότερη ένταση θα αναδειχθεί η ατμοσφαιρική και η σύνθετη ενορχήστρωση του Φίλιππου Μοδινού.
Η δεύτερη επισήμανσή μου σχετίζεται με την σκηνογραφία (Κώστας Σκιπιτάρης), η οποία αποδείχθηκε φλύαρη σε σχέση με την μινιμαλιστική σκηνοθεσία και υπόκριση. Αρκούσε η εύστοχη επιλογή του αραμπά-μπερντέ, οι υπαινικτικοί απλωμένοι κορσέδες, το τραπέζι, η καρέκλα και βεβαίως το μαχαιρωμένο μήλο…
Πληροφορήθηκα ότι η εν λόγω παραγωγή σκοπεύει να περιοδεύσει σε πόλεις της Ελλάδας κατά τη θερινή περίοδο. Προτείνω στους απανταχού ανιχνευτές των φορέων των παραστατικών τεχνών (π.χ. Ελληνική θεαμάτων, ΜΜ. Αθηνών, ΜΜ. Θεσσαλονίκης κ.α.) να σπεύσουν διότι η παράσταση δεν αποτελεί μία παρεκκλίνουσα οπτική εμποτισμένη με εφέ εντυπωσιασμού αλλά μία στέρεα πρόταση, η οποία αξίζει να επικουρηθεί.
INFO:
«Παλιάτσοι»
Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Σκηνοθεσία: Κασσάνδρα Δημοπούλου