Χρίστος Κυθρεώτης
Ήμουν για πέμπτη χρονιά στη νομική και οι δικοί μου είχαν ήδη αρχίσει να γκρινιάζουν επειδή το πτυχίο αργούσε. Η μητέρα μου είχε την άποψη πως αφού δεν έλεγα να τελειώσω με τη σχολή έπρεπε τουλάχιστον να πιάσω δουλειά. Οι συνηθισμένες δικαιολογίες για τις καταλήψεις και τη στριφνότητα των μαθημάτων δεν αντέστρεφαν το κλίμα, έτσι άρχισα να το σκέφτομαι. Η μοναδική δουλειά που είχα ζηλέψει μέχρι τότε ήταν της φίλης μου της Τέτης, που δούλευε σε ντονατσάδικο. Φυσικά η επιχείρηση πήγαινε κατά διαόλου, αφού δεν ήταν και τόσο εύκολο να πουλήσεις ντόνατς στην Αθήνα. Υπήρχε κάτι το υπερβολικά καινοτόμο πίσω από την όλη ιδέα, κάτι το τόσο αφελές που μου κέντριζε το ενδιαφέρον. «Και πού να δεις το άλλο», μου είπε η Τέτη. «Τι;». «Έχουμε και μηχανή που φτιάχνει σούπες». «Σούπες;» «Ναι. Δεν την έχουμε χρησιμοποιήσει ποτέ. Κανείς δεν ξέρει πώς λειτουργεί. Και κανείς δεν μας έχει ζητήσει ποτέ σούπα». «Και τότε γιατί την κρατάτε;». «Το αφεντικό. Νομίζω πως έδωσε κάπου τέσσερα χιλιάρικα για να την αγοράσει». Ήθελα να γνωρίσω αυτόν τον τύπο.
Εκείνη την εποχή ο υπάλληλος που έκανε τη βραδινή βάρδια έτυχε να αρρωστήσει. Δεν διευκρίνισα ακριβώς τι είχε, νομίζω πως ήταν τόσο χάλια που δεν μπορούσε καν να εξηγήσει τα συμπτώματα. Όπως και να ‘χε, η πόρτα είχε ανοίξει για μένα. Γνώρισα τα τέσσερα αφεντικά της επιχείρησης σε ένα υπόγειο κάπου στον Περισσό. Όμως, δεν ήταν τα πραγματικά αφεντικά. Το πραγματικό αφεντικό, ο άνθρωπος που είχε αγοράσει τη μηχανή για σούπες, ήταν και αυτός άρρωστος. Είχε πάθει έμφραγμα την τελευταία Κυριακή της αποκριάς, κι από τότε την επιχείρηση διηύθυναν προσωρινά τα δυο αδέρφια του με τις συζύγους τους. Προσωρινά, σήμαινε προφανώς μέχρι να τη φουντάρουν, αφού ο αδερφός τους είχε εκδηλώσει την επιθυμία να αποσυρθεί οριστικά και κανένας υποψήφιος αγοραστής δεν διαφαινόταν στον ορίζοντα.
Πρώτος μίλησε ο ένας αδερφός, που απ’ ό,τι φαίνεται είχε το γενικό πρόσταγμα. Ήταν λεπτός και καραφλός και, όπως ήξερα από την Τέτη, στα νιάτα του είχε πραγματοποιήσει κι αυτός ένα σύντομο πέρασμα από τη νομική. Τα τελευταία χρόνια δήλωνε επιχειρηματίας, έχοντας στο ενεργητικό του μόνο αποτυχίες. Φυσικά συνέβη αυτό που φοβόμουν: άρχισε να μου δίνει συμβουλές γύρω από το πώς πρέπει να ζει κανείς τη ζωή του αν ήθελε να γίνει σαν κι αυτόν – μια μακρά διάλεξη με στόχο να καταδειχθεί η υπεροχή του να πουλάς ντόνατς έναντι του να τελειώνεις τη νομική. Όταν τελείωσε, πήρε τον λόγο η σύζυγός του, μια παχουλή γυναίκα με μακριά κατσαρά μαλλιά, που για κάποιον λόγο οι υπόλοιποι αποκαλούσαν Κόμισσα. Το βασικό θέμα που την απασχόλησε ήταν τα μαλλιά μου. Πρέπει να πω ότι εκείνη την εποχή είχα αφήσει τα μαλλιά μου να μακρύνουν διότι πίστευα πως κάτι τέτοιο θα με έφερνε πιο κοντά σε κορίτσια που θαύμαζαν τον Αλκίνοο Ιωαννίδη αλλά δεν είχαν κανέναν τρόπο για να τον γνωρίσουν. Κατά κάποιον τρόπο θεωρούσα πως θα γινόμουν το νούμερο δύο στη λίστα τους. Το κόλπο δούλεψε κάπως, με αποτέλεσμα να αναρωτιέμαι τι θα γινόταν όταν θα πήγαινα στρατό ή όταν θα τελείωνα τη σχολή, οπότε θα ‘πρεπε να αποχωριστώ την κοτσίδα μου για να πιάσω δουλειά σε κάποιο δικηγορικό γραφείο. Η Τέτη πάντως με είχε προειδοποιήσει: τα αφεντικά δεν έβλεπαν με καλό μάτι τα μακριά μαλλιά, για λόγους υγιεινής. Στους χειρότερους εφιάλτες τους διάφοροι πελάτες έβγαιναν έξω από τα ρούχα τους επειδή δεν είχαν ζητήσει μπούκλες στον καφέ τους και κέρδιζαν ιλιγγιώδεις αποζημιώσεις από κοινωνικά ευαισθητοποιημένους δικαστές. Έτσι, οι κοπέλες υπάλληλοι αναγκάζονταν να πιάνουν τα μαλλιά τους κότσο, σαν τις χορεύτριες, ενώ κανείς από τους άντρες που είχαν δουλέψει ποτέ στο ντονατσάδικο δεν είχε μακριά μαλλιά. Τι θα γινόταν όμως με μένα;
«Νομίζω ότι έτσι όπως τα έχει πιασμένα, δεν θα ‘χουμε μεγάλο πρόβλημα», είπε η Κόμισσα. Ο άντρας της, στον οποίο κάθε υπόμνηση του θέματος μαλλιά πρέπει να ήταν δυσάρεστη, ένευσε αδιάφορα, ενώ οι υπόλοιποι με κοίταξαν προβληματισμένοι. Η Τέτη ξερόβηξε. Την είχα προειδοποιήσει πως οποιαδήποτε παράλογη απαίτηση γύρω από τα μαλλιά μου θα οδηγούσε τη συνέντευξη σε άδοξο τέλος. Η Κόμισσα σηκώθηκε και άρχισε να κόβει βόλτες γύρω μου. Το ύφασμα της μπλούζας της έτριξε. «Θα πρέπει πάντως να φοράς το καπέλο σου», μου είπε. Συμφώνησα γιατί ο όρος δεν ακούστηκε παράλογος αλλά και γιατί γενικά δεν φαινόταν συνετό να διαφωνεί κανείς μαζί της. Ύστερα σηκωθήκαμε όλοι μαζί και πήγαμε σε μια σκοτεινή και βρόμικη γωνία, όπου φυλούσαν τις στολές. Ναι, χρειαζόταν στολή για να δουλέψεις στα Red Donuts, σκούρο μπλε υφασμάτινο παντελόνι και πουκάμισο με κόκκινες ρίγες. Και το καπέλο. Η Κόμισσα επέμεινε να το φορέσω επιτόπου, κι ύστερα με οδήγησε μπροστά σε έναν σκονισμένο ολόσωμο καθρέφτη και με ρώτησε πώς μου φαινόταν. Είδα την Τέτη που κρατιόταν με το ζόρι και ήξερα πως σκεφτόταν ό,τι κι εγώ. Κοτσίδα και καπέλο: έμοιαζα με Αμερικανό φορτηγατζή. Μου έλειπε το μουστάκι, η αμάνικη φανέλα και τα τατουάζ, αλλά το πρώτο βήμα είχε γίνει. «Μια χαρά», είπα και είδα με ανησυχία τους υπόλοιπους να συμφωνούν. Έπειτα, δοκίμασα διάφορα πουκάμισα μέχρι να βρεθεί το πιο κοντινό στο νούμερό μου, πήρα δυο αλλαξιές σε μια πλαστική σακούλα και γύρισα πάλι στη θέση μου. Εκεί με περίμεναν οι υπόλοιποι.
Τα άλλα δύο μέλη της οικογενειακής επιχείρησης κρατούσαν σαφώς δεύτερο ρόλο. Ο άντρας ήταν κηπουρός στον δήμο και η γυναίκα του υπάλληλος σε λογιστικό γραφείο. Το γεγονός ότι είχαν κανονικές δουλειές έκανε τους άλλους δύο να τους αντιμετωπίζουν με μια ελαφρά συγκατάβαση – κάπως σαν ερασιτέχνες στον χώρο του ντόνατς. Ο άντρας ήταν ο πιο συμπαθητικός απ’ όλους. Μου είπε πως η δουλειά ήταν απλή και πως στη βραδινή βάρδια το μόνο που ζητούσαν στην ουσία από μένα ήταν να παραμείνω ξύπνιος και να μην πέσω θύμα ληστείας. Έπειτα μίλησε η γυναίκα του. Ήταν πολύ όμορφη και νέα και από το ύφος της σχημάτιζες την εντύπωση πως διοικούσε πολυεθνική. Όπως διαπίστωσα, είχε την κακή συνήθεια να εστιάζει στα ελαττώματα του συνομιλητή της. Στη δική μου περίπτωση, δεν σταμάτησε λεπτό να κοιτάζει την καφέ κηλίδα που είχα δημιουργήσει στο γόνατο του τζιν μου το πρωί ανοίγοντας άτσαλα το κουτάκι της κόκα κόλα. Ασυναίσθητα έβαλα το χέρι μου στο σημείο. «Θα σου φανεί παράξενο», μου είπε, «αλλά ξέρεις ποιος είναι ο λόγος που έχουμε διώξει τρεις υπαλλήλους τον τελευταίο χρόνο;». Κούνησα τους ώμους. «Μας κλέβουν», είπε. «Πώς σου φαίνεται;». «Μου φαίνεται παράξενο», είπα. «Κι όμως συμβαίνει». Συνέχισε λέγοντας πως κάθε υπάλληλος είχε δικαίωμα να καταναλώνει μέχρι δύο ντόνατς δωρεάν κατά τη διάρκεια της βάρδιάς του, αλλά ελάχιστοι τηρούσαν αυτό το όριο. «Όμως δεν είναι αυτό που εννοώ όταν λέω πως μας κλέβουν». Ξεφύσηξα ανακουφισμένος καθώς η εγκράτεια δεν συγκαταλέγεται στα πλεονεκτήματά μου. «Εννοώ πως βάζουν χέρι στο ταμείο. Υπάρχουν χίλιοι δυο τρόποι για να κλέψει κανείς, αλλά δεν υπάρχει κανείς για να μην τον ανακαλύψουμε», συνέχισε. «Ένα άλλο θέμα στο οποίο είμαστε αμείλικτοι είναι η καθαριότητα», είπε, και στο σημείο αυτό κοίταξε εντονότερα από ποτέ την κηλίδα στο γόνατό μου. Η απάντησή μου ήταν να ρίξω μια ματιά γύρω, στον χώρο όπου υποτίθεται ότι παρασκευάζονταν τα ντόνατς. Είδα τον ιστό μιας αράχνης να σαλεύει μπροστά από ένα παράθυρο που φώτιζε ανεπαρκώς τον χώρο. Το τέταρτο μέλος της επιχείρησης είχε αρχίσει να με κουράζει.
Για το τέλος αφήσαμε τα οικονομικά ζητήματα. Μίλησε ξανά ο πρώτος, αναπτύσσοντας ένα λογύδριο στο τέλος του οποίου έγινε φανερό πως δεν θα μου κολλούσαν ένσημα. Επειδή το ζήτημα δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα, άφησα τη συζήτηση να πάει παρακάτω. Η συμφωνία ήταν να παίρνω τριάντα ευρώ τη βραδιά και να δουλεύω για τέσσερα βράδια την εβδομάδα, κάτι που αν και καταλάβαινα πως ήταν κάτω απ’ τα συνηθισμένα δεν μου φάνηκε καθόλου άσχημα. Στο κάτω κάτω δεν σκόπευα να γεράσω στα Red Donuts.
Το πρώτο μου βράδυ πήγα δυο ώρες νωρίτερα για να εξοικειωθώ με τα κατατόπια. Η Τέτη με ξενάγησε στις ποικιλίες των ντόνατς που ήταν αραδιασμένα σε επικλινή ράφια πίσω από το ταμείο και μου εξήγησε ότι δεν μπορούσα να φτιάξω τοστ, γιατί στους ιδιοκτήτες της επιχείρησης δεν άρεσε ο εύκολος δρόμος. Το κατάστημα είχε άδεια φούρνου και μπορούσαμε να ψήνουμε τα σάντουιτς μόνο στα μικροκύματα. Τα υλικά βρίσκονταν σε έναν αλουμινένιο πάγκο, πίσω από μια βιτρίνα που έπρεπε να γυαλίζεται επιμελώς κάθε ώρα. Πιο δημοφιλής ανάμεσα στους πελάτες των Red Donuts ήταν η κοτοσός, μία αυτοσχέδια σαλάτα εκρού απόχρωσης, που έμοιαζε με κάτι που κάποιος είχε ήδη μασήσει. Δίπλα υπήρχε το φιλόδοξο «πατέ γλυκοπατάτας», και ακόμα πιο δίπλα διάφορες μαγιονιέζες και τυροσαλάτες. Διακρίνονταν ακόμα δυο τρεις μύγες, που μου φάνηκαν παράδοξα ήρεμες και αξιοπρεπείς, σαν να αποτελούσαν μέρος όσων εκτίθεντο πίσω από τη βιτρίνα. «Δεν φεύγουν με τίποτα», είπε η Τέτη. «Μπορείς να τους δώσεις ονόματα αν θέλεις, και να τους μιλάς. Έτσι περνάει πιο γρήγορα η βραδινή βάρδια». Μόλις έφυγε, έμεινα για λίγο όρθιος πίσω από το ταμείο, προσπαθώντας να τηρήσω τον κανονισμό της επιχείρησης που απαγόρευε στους πωλητές να κάθονται. Επί μισή ώρα έστεκα όρθιος σε ένα άδειο μαγαζί, χωρίς να χρειαστεί να εξυπηρετήσω κανέναν πελάτη, και σύντομα άρχισα να πιστεύω ότι συμμετείχα σε ένα μυστικό κοινωνικό πείραμα που ερευνούσε την τυφλή υπακοή σε παράλογους κανόνες. Ίσως πίσω από τον καθρέφτη να υπήρχαν ερευνητές που αξιολογούσαν τις κινήσεις μου και αναρωτιόντουσαν πού θα μπορούσα να φτάσω, θα ήμουν άραγε πρόθυμος να βασανίσω αθώους ανθρώπους αν λάμβανα την κατάλληλη εντολή; Στο τέλος βγήκα από τον πάγκο, κάθισα σε ένα από τα τραπεζάκια, και άρχισα να σκέφτομαι ονόματα για τις μύγες.
Οι πολλοί από τους πελάτες της βραδινής βάρδιας έδειχναν απλώς σαν να είχαν χαθεί στον δρόμο. Περνούσαν με αβέβαιο βήμα το κατώφλι και έμοιαζαν έτοιμοι να ζητήσουν οδηγίες, λες και το Red Donuts δεν ήταν ο αρχικός προορισμός τους αλλά ένα μέρος όπου μόνο κατά λάθος μπορούσε να βρεθεί κανείς. Γύρω στις τρεις τα ξημερώματα εμφανίστηκε ένας φαλακρός πενηντάρης, που αγόρασε μια δωδεκάδα, αξιοποιώντας τη σχετική προσφορά («Παίρνεις δώδεκα, πληρώνεις δέκα). Αναρωτήθηκα σε τι μπορεί να του χρησίμευαν, θα τα έτρωγε άραγε όλα, ή μήπως ήταν μανιώδης κυνηγός εμπορικών προσφορών; Ίσως κατανάλωνε παράνομες ουσίες και τώρα είχε λιγούρες, με τη διαφορά πως δεν έμοιαζε ικανός για καμία δραστηριότητα με αίγλη, έστω και του λάθος είδους. Φορούσε ένα παλιομοδίτικο πουκάμισο που φούσκωνε γύρω από τη μέση του σαν αντίσκηνο, ξεβαμμένο τζιν παντελόνι και χοντρά μυωπικά γυαλιά. Του πήρε περίπου δέκα λεπτά να καταλήξει στην τελική σύνθεση της δωδεκάδας του. Τα μισά είχαν γέμιση πραλίνας, και μάλιστα έφαγε τα δύο επιτόπου, καθισμένος στο τραπεζάκι δίπλα στην πόρτα. Είχε και όρεξη για κουβέντα. Αφού μου αφηγήθηκε μία αποτυχημένη απόπειρά του για φλερτ με μία κοκκινομάλλα («καταλαβαίνω να μου λέει ότι δεν θέλει εμένα ειδικά, αλλά να μη θέλει καθόλου να κάνει σχέση, αυτό δεν το καταλαβαίνω»), μου ανέλυσε τους λόγους για τους οποίους το ντονατσάδικο πήγαινε για φούντο. «Δεν είναι εύκολο να πουλήσεις ντόνατς στη Νέα Ιωνία, αν το άνοιγαν στη Γλυφάδα κάτι θα γινόταν», ήταν το τελικό του συμπέρασμα. Από εκείνον έμαθα πως τα αφεντικά της επιχείρησης είχαν εναποθέσει στους Ολυμπιακούς του επόμενου καλοκαιριού τις τελευταίες τους ελπίδες. Δεν πίστευαν απλώς ότι οι Αμερικανοί θεατές θα εκτόξευαν τις πωλήσεις τους για δεκαπέντε μέρες, άλλα ότι μέσα στο δεκαπενθήμερο αυτό θα προλάβαιναν να διδάξουν στους Έλληνες τη συνήθεια του ντόνατς. «Μάλλον θα απογοητευτούν», είπε ο πενηντάρης, με ύφος ειδικού σε θέματα απογοήτευσης, πριν επιστρέψει στο ζήτημα της κοκκινομάλλας, που τον έκαιγε. Τη χαρακτήρισε ψηλομύτα και αποπροσανατολισμένη, όπως ήταν για εκείνον το ογδόντα τοις εκατό του πλανήτη πλέον, σύμφωνα με τους πρόχειρους υπολογισμούς του. «Οι άνθρωποι σήμερα δεν ξέρουν τι θέλουν», μου είπε, πράγμα που δυστυχώς σήμαινε μάλλον πως απλώς δεν ήθελαν τον ίδιο. «Κοίτα να δεις, αγόρι μου», συνέχισε, παρατηρώντας τη δυσπιστία στο βλέμμα μου. «Θα το δεις μεγαλώνοντας. Κάποιοι άνθρωποι δυσκολεύονται να καταλάβουν πως τα πράγματα δεν έρχονται ποτέ όπως τα θέλεις. Αλλά όλοι το μαθαίνουν στο τέλος. Στη ζωή συμβιβάζεσαι με αυτό που βρίσκεις».
Το υπόλοιπο βράδυ κύλησε στον απόηχο των λόγων του. Κανονικά στις πελάτισσες της βραδινής βάρδιας περιλαμβάνονταν οι χορεύτριες ενός κοντινού στριπτιτζάδικου, που εμφανίζονταν γύρω στις πέντε τα ξημερώματα και έκαναν πρωτοφανείς για τα μέτρα του μαγαζιού τζίρους. Ήταν Αγγλίδες, μιας και το στριπτιτζάδικο έδειχνε αξιοθαύμαστο ευρωπαϊκό προσανατολισμό και προσλάμβανε μόνο «Δυτικές κοπέλες». Η Τέτη μου είχε διαφημίσει εκτενώς τα κάλλη τους ως ένα από τα πλεονεκτήματα της βραδινής βάρδιας: το να φτιάχνεις σάντουιτς για εκείνες δεν θεωρούνταν τόσο μέρος της δουλειάς όσο μέρος της αμοιβής. Μάλιστα, ο προκάτοχός μου είχε γίνει τακτικός θαμώνας του «Nude» και ισχυριζόταν πως οι κοπέλες τον κερνούσαν προσωπικούς χορούς, προνόμιο που ίσως επιφυλασσόταν και σε μένα. Δεν σκόπευα να φτάσω τόσο μακριά, ωστόσο ήμουν περίεργος να τις γνωρίσω. Όμως τις Δευτέρες το στριπτιτζάδικο ήταν κλειστό, οπότε η γνωριμία έπρεπε να περιμένει λίγο ακόμα.
Την ώρα που κανονικά θα έρχονταν, γύρω στις πέντε, επικρατούσε πια απόλυτη ησυχία στο μαγαζί και στον δρόμο, με αποτέλεσμα να με πιάσει νύστα, που καταπολέμησα πίνοντας λίγο από τον καραβίσιο ελληνικό που είχα σερβίρει μέχρι τότε σε τρεις πελάτες. Από τον επαπειλούμενο λήθαργο με έσωσε ένας ασυνήθιστος θόρυβος: ένα φορτηγάκι είχε σταματήσει έξω από την πόρτα και η μηχανή μούγκριζε ανυπόμονα, σαν δυσαρεστημένος γονιός. Τρεις τύποι εμφανίστηκαν στην είσοδο, κρατώντας δυο μεγάλες κούτες. Μπήκαν χωρίς να ρωτήσουν και χωρίς να χαιρετήσουν και τις άφησαν στη γωνία, δίπλα στη μηχανή για τις σούπες. Επέστρεψαν στην καρότσα του φορτηγού και έφεραν τρεις νάιλον σακούλες, που έμοιαζαν να περιέχουν ένα συνονθύλευμα από καλώδια. Τις άνοιξαν και άρχισαν να τοποθετούν τέσσερις σειρές από εορταστικά λαμπάκια στην πρόσοψη και πάνω στον καθρέφτη. Ύστερα έσκισαν με ένα ψαλίδι τις κούτες και έβγαλαν από μέσα τα εξαρτήματα ενός τεράστιου χριστουγεννιάτικου δέντρου. Το συναρμολόγησαν και το έστησαν στο βάθος του μαγαζιού, δίπλα ακριβώς από την πόρτα που οδηγούσε στην τουαλέτα. Όλη αυτή την ώρα δεν αντάλλαξαν κουβέντα εκτός από τις απολύτως απαραίτητες για να γίνει η δουλειά, και καμία από αυτές δεν απευθυνόταν σε μένα. Μόνο αφού τελείωσαν, βρήκα το θάρρος να τους ρωτήσω τι έκαναν. Μου εξήγησαν αυτό που είχα ήδη καταλάβει, πως είχαν έρθει από την επιχείρηση με τα εποχιακά για να κάνουν τον χριστουγεννιάτικο στολισμό. Αυτό που δεν μου εξήγησαν ήταν τι δουλειά είχαν να στολίσουν για Χριστούγεννα στις δέκα Νοεμβρίου.
Είχα όλο τον χρόνο να σκεφτώ το συγκεκριμένο ερώτημα μέχρι το τέλος της βάρδιάς μου, αφού κανείς άλλος πελάτης δεν εμφανίστηκε. Η νύστα μού επέστρεψε, και στις δύο τρεις φορές που με πήρε στιγμιαία ο ύπνος, με τα εορταστικά φωτάκια να αναβοσβήνουν ασυντόνιστα γύρω μου, πρόλαβα να δω τον εαυτό μου να μένει για χρόνια υπάλληλος στα Red Donuts: κουρεύτηκα για να μην ενοχλούνται οι πελάτες, δωδεκάδες από ντόνατς φούσκωσαν τα μάγουλά μου, έγινα φανατικός φίλος της της πραλίνας και της κρέμας Βοστόνης, κορόιδευα όσους ήθελαν να τελειώσουν τη νομική, και στα ρεπό μου ξημεροβραδιαζόμουν στο «Nude» με τις κοπέλες που δούλευαν εκεί, τις καλύτερες και μοναδικές μου φίλες. Όταν ξυπνούσα, γελούσα με αυτά που είχα ονειρευτεί, όμως μετά με ξανάπαιρνε ο ύπνος και έβλεπα τα ίδια. Έβλεπα τον εαυτό μου να παρίσταται σε αλλεπάλληλους στολισμούς Χριστουγέννων στα Red Donuts, να συζητάει με την τετράδα των αφεντικών για τις στρατηγικές πώλησης και για τη συντήρηση της μηχανής για σούπες. Ίσως γινόμουν φίλος και με τον θυμόσοφο πενηντάρη και εκμυστηρευόμασταν ο ένας στον άλλον τις ερωτικές μας αποτυχίες. Νομίζω πως είδα τον εαυτό μου να κάνει ρεβεγιόν στο Red Donuts, και οι κορδέλες του στολισμού να γράφουν 2024 – κάτι που σήμαινε πως θα πρέπει να δούλευα εκεί ήδη είκοσι χρόνια, παρά το γεγονός πως την πρώτη μου μέρα είχα αποτύχει να φέρω σε πέρας το μοναδικό καθήκον που μου είχαν αναθέσει: να μη με πάρει ο ύπνος. Δεν ήταν απλώς η πρώτη μου μέρα στο ντονατσάδικο, ήταν η πρώτη μου μέρα σε οποιαδήποτε δουλειά, και ίσως αυτό να εννοούν όσοι λένε πως αυτή η μέρα κρατάει πάρα πολύ: υπό μία έννοια, για μένα είχε κρατήσει μια ζωή.
Ξύπνησα για τα καλά γύρω στις εφτά παρά τέταρτο, όταν οι ήχοι του δρόμου έγιναν ισχυρότεροι και πιο αποφασιστικοί. Το πρώτο πράγμα που πρόσεξα ήταν το χριστουγεννιάτικο δέντρο, που έστεκε στο βάθος του μαγαζιού σαν άλυτο αίνιγμα. Ποιος στολίζει δέντρα από τις αρχές Νοεμβρίου; «Έτσι γίνεται στην Αμερική», μου είπε η Τέτη μόλις ήρθε να με αλλάξει. «Οι τύποι θεωρούν ότι είναι μπροστά από την εποχή τους και ότι έτσι θα γίνεται σε λίγα χρόνια και στην Ελλάδα». «Ίσως μετά από τους Ολυμπιακούς», της είπα κι εκείνη έσκασε στα γέλια. «Ποιος σου τα πρόφτασε;». Παρόλο που είχα σχεδόν είκοσι τέσσερις ώρες να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου, και παρόλο που προφανώς το χρειαζόμουν, δεν έφυγα αμέσως. Έκανα παρέα στην Τέτη για καμιά ώρα, μου έφτιαξε το διάσημο κοτοσάντουιτς του μαγαζιού, ήπιαμε μαζί καφέ και χαζέψαμε τις λεπτομέρειες του στολισμού. Αλλάξτε χρονιά στα Red Donuts, έγραφε μια σειρά με κόκκινα φελιζόλ πάνω στον καθρέφτη. Sweet Christmas, ήταν γραμμένο με χρυσόσκονη σε ένα άλλο χαρτόνι, στερεωμένο στο δέντρο. «Χριστούγεννα όλο τον χρόνο», συμπλήρωσε γελώντας η Τέτη. Γέλασα κι εγώ μαζί της και αναρωτιόμουν πού θα με έβρισκαν οι επόμενες Πρωτοχρονιές, σκεφτόμουν πως ο εργασιακός μου βίος είχε μόλις ξεκινήσει, πως το μέλλον ίσως ήταν πιο παράξενο απ’ ό,τι μπορούσα να φανταστώ, πως η κοτοσός δεν ήταν άσχημη τελικά και πως στη ζωή συμβιβάζεσαι με αυτό που βρίσκεις.
(*) Ο Χρίστος Κυθρεώτης είναι συγγραφέας, επιμελητής και κριτικός λογοτεχνίας. Έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων “Μια χαρά”, Πατάκης.