Του Νίκου Βλαντή.
Οι βιβλιοχονδρέμποροι την αναπολούν με νοσταλγία ως την εποχή των παχιών αγελάδων. Διήρκησε περίπου μια δεκαετία, από τα μέσα του 1990 έως τα μέσα του 2000, με αιχμή το γύρισμα της χιλιετίας. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, μπορούσες να διανείμεις εύκολα και να πουλήσεις γρήγορα έως και δύο χιλιάδες αντίτυπα, ακόμη κι από την αυτοέκδοση της αυτοβιογραφίας σου. Οι μεγαλοεκδότες ανακάλυψαν τις επιχειρηματικές προοπτικές του ελληνικού άρλεκιν. Φυσικά, ανέκαθεν υπήρχαν εκδότες που το διακινούσαν, ξενόφερτο ή και ελληνικό. Αυτό που αλλάζει, πλησιάζοντας την χιλιετία, είναι ότι ανέλαβαν εκδοτικοί οίκοι με μέχρι πρότινος σοβαρό προφίλ να το επιβάλουν. Ο αμετροεπής τους ανταγωνισμός είχε ως αποτέλεσμα η αγορά να κατακλυστεί από δεκάδες σχετικούς τίτλους.
Φυσικά, ένας εκδοτικός οίκος είναι κατ’ αρχήν μια επιχείρηση, κι ένας καλός εκδοτικός οίκος μια επιχείρηση αυτοδύναμη και κερδοφόρα. Υπάρχει όμως, στον εκδοτικό χώρο μια ευδιάκριτη (για τους καλλιεργημένους) διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο να απευθύνεσαι υπομονετικά στο σοβαρό αναγνωστικό κοινό προσμένοντας διαχρονικές πωλήσεις με βραδυφλεγείς, ποιοτικές εκδόσεις, και στο να αναζητάς το εύκολο και γρήγορο κέρδος με άρλεκιν και σκανδαλοθηρία. Την περίοδο της πλασματικής ευημερίας, την διαχωριστική αυτήν γραμμή την περάσανε πολλοί, ορισμένοι μάλιστα και συνειδητά. Η καταιγιστική επέκταση των αλυσίδων βιβλιοπωλείων νομίσανε πως δημιουργούσε τεράστιες επιχειρηματικές προοπτικές, στις οποίες έπρεπε να ανταποκριθούν, γεννούσε άλλωστε καινοφανείς για την μικρή ελληνική αγορά βιβλίου συνθήκες ενός σκληρού ανταγωνισμού, στις οποίες έκριναν ότι όφειλαν να προσαρμοστούν.
Η κριτική βρέθηκε να χάνει τον έλεγχο των ευπώλητων: έως τότε, με λιγοστές εξαιρέσεις (διόλου προσβλητικές για την μέση αισθητική στάθμη), τα βιβλία που εξυμνούσε σημείωναν σχετικά υψηλές πωλήσεις. Με την εκδοτική έκρηξη, αυτή η αντιστοιχία φάνηκε να τίθεται σε αμφισβήτηση. Αντιμέτωπη με την αποπροσανατολιστική καινούργια συνθήκη, η κριτική θωρακίστηκε στον αντίποδα του είδους που την απειλούσε. Εξύμνησε κατά κανόνα την μικρή φόρμα αντί για την μεγάλη (διήγημα αντί για μυθιστόρημα), καταξίωσε την σοβαρή και διεισδυτική ρεαλιστική πεζογραφία σε αντιδιαστολή με την αισθαντική και ατάλαντη αφήγηση-ποταμό της ροζ παραλογοτεχνίας.
Ωστόσο, σε καμία του έκφανση δεν ανέδειξε ο πεζογραφικός ρεαλισμός της περιόδου την παθογένεια της ελληνικής δανειστικής κοινωνικής ευημερίας, ούτε και αποτέλεσε κάποιου είδους προπύργιο ενάντια στην γενικότερη χαλάρωση. Ίσως φταίει το γεγονός πως υπήρξε κατά κανόνα άτολμος και απαθής, έδωσε δείγματα γραφής κατά περίπτωση προκλητικά αλλά κατά βάθος ρηχά, συχνά ξέπεσε στο αναχρονιστικό μελόδραμα και την χιλιοειπωμένη ηθογραφία, υπήρξε ουκ ολίγες φορές αυτοαναφορικός και αυτάρεσκος σε βαθμό κουραστικό, ευνόησε σε συγκεκριμένες περιπτώσεις έως και την προχειρότητα, την αστόχαστη επανάληψη, την έλλειψη πρωτοτυπίας.
Το κοινό κουράστηκε. Μέρος των σοβαρών αναγνωστών έχασε την εμπιστοσύνη του στην ελληνική λογοτεχνία (και στην κριτική που την υπερασπιζόταν) και στράφηκε στην ποιοτική ξενόγλωσση λογοτεχνία. Την θέση του πήρε ένα βραχύβιο καταναλωτικό κοινό «ακάλυπτων» νεόπλουτων που επισκέφτηκε για κάποιο διάστημα περιστασιακά τα καινούργια βιβλιοπωλεία, συνδέοντας την αγορά ποιοτικού και συζητημένου στις εφημερίδες βιβλίου με την πρόσκαιρη μεσοαστική του άνοδo.
Εν τω μεταξύ, διολισθήσαμε στο σημείο μηδέν, με τους συγγραφείς των άρλεκιν να επιζητούν κριτικές δάφνες, τους εκδότες που τα ‘κονομάνε με αρπαχτές να διεκδικούν να κυριαρχήσουν και στην ποιοτική λογοτεχνία, τους κάθε λογής μασκοφορεμένους αδικημένους ερασιτέχνες να αυτοαναγορεύονται αδιάφθοροι λογοτεχνικοί κριτικοί στο διαδίκτυο.
Ουδέν κακόν αμιγές καλού. Ίσως η κρίση πλέον, να βάλει ένα φρένο σε αυτήν την ύβρι, την καθόλα άνιση επέλαση που έχει ως αποτέλεσμα το σοβαρό κοινό να χάνει την εμπιστοσύνη στους Έλληνες συγγραφείς και κριτικούς, να εξισώνονται το επίπεδο λογοτεχνίας και (ιδιωτικής) τηλεόρασης, να σφυρηλατείται (δώρον άδωρον) ένα κοινό που του λείπει το αισθητήριο να εκτιμήσει ένα βιβλίο της Άγρας, να εκτοπίζεται από τα βιβλιοπωλεία ο,τιδήποτε δεν μοιάζει κραυγαλέο, να αυξάνεται αντί να μειώνεται η απόσταση ανάμεσα στην λογοτεχνία και τον περιστασιακό αναγνώστη. Κι ίσως να συμβαίνει ήδη η ευκταία αναχαίτιση αυτής της επέλασης, συνδεδεμένης με την πλασματική ευδαιμονία του δανεισμού και της ριάλιτι δημοσιογραφίας και τηλεόρασης, που ανέδειξε το Πρώτο Θέμα πλάι στην Καθημερινή.
Οι στοίβες με τα άρλεκιν που έχουν κατακλύσει την αγορά σε βαθμό κορεσμού είναι κοινό μυστικό πως πλέον μένουν σε μεγάλο βαθμό απούλητες, γιατί δεν μπαίνει συχνά πελάτης στα βιβλιοπωλεία. Στο νέο τοπίο της άγονης αγοράς που διαμορφώνεται, εμμένουν να αγοράζουν βιβλία καλλιεργημένοι αναγνώστες που αγαπούν βαθιά το διάβασμα, όπως οι πιστοί που μένουν στην εκκλησία μετά την Ανάσταση. Σε αυτήν την καινούρια αγορά της κρίσης, θα επιβιώσει πλέον μόνον όποιος πείσει για τις προθέσεις του το σοβαρό κοινό, τους συνειδητοποιημένους βιβλιόφιλους που δεν επιζητούν από ένα βιβλίο να «τους ταξιδέψει» (sic) εκτός πραγματικότητας, ούτε να ικανοποιήσει την αυταρέσκειά τους. Ένα κοινό που αναζητεί κάτι περισσότερο διανοητικά απαιτητικό και συναισθηματικά διεγερτικό από το άρλεκιν, αλλά και από το ρεαλιστικό πεζογράφημα που περιγράφει την οικονομική μας δυσπραγία, την κοινωνική μας εξαθλίωση ή το πολιτικό μας αδιέξοδο, ή που προκαλεί την συναισθηματική μετατόπιση από το παρόν μέσα από την εξιδανίκευση περασμένων εποχών, της ζωής του χωριού ή της επαρχίας. Αυτό το κοινό, αντιμέτωπο πλέον με την ελληνική παθογένεια, με πληγωμένη την περηφάνια του περί της ευρωπαϊκής ταυτότητας της χώρας, αναγκάζεται να βγει από το παρήγορο καβούκι τού κατά πεποίθηση κοσμοπολιτισμού και ελιτισμού του για να αναζητήσει στην εγχώρια νέα και παλαιότερη γενιά συγγραφέων έργα που θα διατυπώνουν καίριες ερωτήσεις, θα βυθομετρούν άφοβα το νεοελληνικό χάος, θα σκαρφίζονται πρώιμες απαντήσεις.
Σε αυτό το νέο πεδίο σύμπτωσης ποιοτικού και εμπορικού, επιτακτική ανάγκη μοιάζει να είναι, στις οριακές σημερινές συνθήκες, να εξερευνήσουμε εκ νέου το πολιτικό στην πεζογραφία. Ένα πολιτικό που θα φλερτάρει με το παράλογο, με στόχο την ερμηνεία μιας πραγματικότητας που διαρκώς μας ξεφεύγει. Θα αποδομεί άφοβα το εφιαλτικό σήμερα με όπλο την φαντασία, μακριά ωστόσο από δοκιμασμένες συνταγές ή εύκολες λύσεις. Θα εξερευνά μια νέα πολιτική συνείδηση με άξονα την ουτοπία, την μοναδική ιδεολογία που μοιάζει να έχει ακόμη κάποιο νόημα.
Η νέα αυτή πολιτική συνείδηση θα σφυρηλατηθεί εν ευθέτω χρόνω, καθώς ξεπερνάμε πλέον το δίλημμα μνημόνιο ή όχι στο μνημόνιο, καθώς σταματάμε να ψάχνουμε γύρω μας για φταίχτες, ενόσω παύει βαθμηδόν να μας τυφλώνει ο λαϊκισμός, ο φανατισμός και η δημαγωγία, όταν εν τέλει οι πολίτες συνειδητοποιήσουν πια πως ακροαριστερά και ακροδεξιά συνιστούν κοχλάζοντα συγκοινωνούντα δοχεία μιας καλά πλεγμένης εγελιανής σύνθεσης, ανεξάρτητες μεταβλητές μιας βαθιά θεσμισμένης διαφορικής εκλογικής εξίσωσης (1,5x=y), της οποίας νομοτελειακό αποτέλεσμα, είναι το χάος.