της Δήμητρας Ρουμπούλα
H μετανάστευση και η προσφυγιά και ό,σα τις συνοδεύουν, είτε αφορούν την πατρίδα που άφησαν οι ήρωές της, είτε τη χώρα υποδοχής τους, ήταν και παραμένει ένα από τα πλέον δημοφιλή θέματα της λογοτεχνικής αφήγησης. Ποτέ δεν μπορούν να ειπωθούν όλα. Το υλικό είναι ανεξάντλητο, όσο αστείρευτες είναι και οι ψυχικές, και όχι μόνο, οδύνες των ξεριζωμένων. Για τη διαρκή επικαιρότητα του θέματος, ας μη μιλήσουμε. Έχοντας πλήρη συναίσθηση όλων αυτών, ο Τασμανός συγγραφέας Ρίτσαρντ Φλάναγκαν γράφει κάπου προς το τέλος του σπαρακτικού μυθιστορήματός του «Ο ήχος του ενός χεριού» (εκδ. Ψυχογιός, μτφρ. Γιώργος Μπλάνας) ότι «εάν αυτή η ιστορία μπορούσε να ειπωθεί πλήρως, θα περιλάμβανε όλη τη γη. Θα υπήρχε ένας ωκεανός παρελθόντος και ονείρων για το μέλλον (…) Θα μπορούσατε να δείτε τον αφρό να ξεβράζει κοπάδια Ρέφο ….».
Ήρωες του Φλάναγκαν είναι κάποιοι Ρέφο – έτσι αποκαλούνταν ρατσιστικά στην αυστραλέζικη αργκό οι πρόσφυγες Πολωνοί, Γιουγκοσλάβοι, Ιταλοί, Τσέχοι, Γερμανοί, Λιθουανοί κ.ά. – που μαζικά άφηναν τους τόπους τους μετά τις θηριωδίες του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και έφταναν στην αφιλόξενη Τασμανία με τα άγρια ποτάμια, τα ακόμα πιο άγρια βουνά και το τροπικό δάσος, γεμάτοι ελπίδα για ελευθερία και καλύτερη ζωή. Πόσοι όμως κατάφεραν να ξεφύγουν από το φρικτό παρελθόν τους και να προσπεράσουν το αδιέξοδο μέλλον;
Το μυθιστόρημα «Ο ήχος του ενός χεριού» γράφτηκε το 1997, πριν ο 57χρονος σήμερα Ρίτσαρντ Φλάναγκαν, από τους σημαντικότερους σύγχρονους Αυστραλούς συγγραφείς, γράψει τα «Εγχειρίδιο ιχθύων» και «Η άγνωστη τρομοκράτισσα» (εκδ. Άγρα), με τα οποία έγινε γνωστός, και πριν βέβαια κερδίσει το διεθνές Man Booker το 2014 για το συγκλονιστικό «Το μονοπάτι από τα βάθη του Βορρά» (εκδ. Ψυχογιός), εμπνευσμένο από τις εμπειρίες του πατέρα του ως αιχμαλώτου των Ιαπώνων στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και επιζώντα από τα καταναγκαστικά έργα του «Σιδηροδρόμου του θανάτου». Ο Φλάναγκαν, μετά και από τις σπουδές του στην Οξφόρδη, επέστρεψε και ζει με την οικογένειά του στην Τασμανία. Γνωρίζει καλά την ιστορία της γενέτειράς του – ο ίδιος έλκει την καταγωγή του, όπως και οι περισσότεροι κάτοικοι του νησιού, από Ιρλανδούς κατάδικους που μεταφέρθηκαν εκεί κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Λιμού στα μέσα του 19ου αιώνα – και ειδικά την περίοδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι Ευρωπαίοι πρόσφυγες χρησιμοποιήθηκαν ως φτηνά εργατικά χέρια για να μετατρέψουν το νησί σε βιομηχανική ζώνη. Από τη δεκαετία του ΄50 άνθισαν οι κατασκευές υδροηλεκτρικών φραγμάτων, πληγώνοντας βέβαια τα παρθένα τροπικά δάση, για την προστασία των οποίων ο συγγραφέας είναι σήμερα φανατικός υπερασπιστής. Το σκηνικό της σκληρής δουλειάς ανέσυρε σε κάποιους οδυνηρές αναμνήσεις από στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας.
Η υπόσχεση που είχε δοθεί στους μετανάστες εργάτες, μια καλύτερη ζωή στην Αυστραλία, μακριά από τα πολεμικά ερείπια της Ευρώπης, και το απατηλό όνειρο της ευημερίας, στην Τασμανία ξεθώριαζε και ξεμάκραινε. Έτσι και για τον κεντρικό ήρωα, τον Μπόγιαν Μπίλο, πρόσφυγα από τη Σλοβενία, ο οποίος στην πατρίδα του είχε παρακολουθήσει τον κόσμο του να γίνεται κομμάτια και τώρα, στη νέα του πατρίδα, έμαθε πως κάθε προσπάθεια να τον ξανακάνει ολόκληρο ήταν χωρίς ελπίδα. Ακόμη περισσότερο από τη στιγμή που η γυναίκα του Μαρία τον εγκαταλείπει, αφήνοντάς τον με την τρίχρονη κόρη τους, Σόνια. Η Μαρία κουβαλούσε και αυτή τους δικούς της δαίμονες: δώδεκα χρονών είχε εξαναγκαστεί από τους φασίστες να παρακολουθήσει την δολοφονία του πατέρα της, τον βιασμό της μάνας και της αδελφής της, και μετά βιάστηκε η ίδια. Το ζευγάρι, με τη δεκαέξι μηνών κόρη τους, κατέπλευσαν στο λιμάνι του Χόμπαρτ, στον προορισμό που νόμιζαν πως ήταν το τέλος της φυγής τους από την Ευρώπη που «άπλωνε το θάνατο παντού»
Μια νύχτα με χιονοθύελλα, η Μαρία φορά τα καλύτερά της ρούχα, παίρνει μια μικρή βαλίτσα από χαρτόνι με πολύτιμα αναμνηστικά, φιλά την τρίχρονη πια Σόνια και κλείνει πίσω της την πόρτα της καλύβας των Μπίλο, που μοιάζει με κελί, πετώντας «σαν φάντασμα στις ερημιές των οριζόντων». Το μυστήριο της εξαφάνισής της στοιχειώνει το βιβλίο, από την αρχή ως το τέλος, όπως και τις ζωές του Μπόγιαν και της κόρης τους. Το φάντασμα της μάνας, ντυμένης με δαντέλα, μόνης και απελπισμένης, εκείνη τη διαβολεμένη νύχτα, εμφανίζεται συνέχεια στα όνειρα της Σόνιας και σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Ο αφηγηματικός χρόνος ξεκινά το 1954, όταν εξαφανίζεται η Μαρία, και εκτείνεται με συνεχή πισωγυρίσματα έως το 1989. Αυτό το σημαδιακό έτος της πτώσης του Τείχους, που αλλάζει το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο τοπίο, επιλέγει η 38χρονη πλέον Σόνια για να επιστρέψει από το Σίδνεϊ στην Τασμανία και στον πατέρα της, τον οποίο με τη σειρά της είχε εγκαταλείψει κι εκείνη. Νιώθει μέρος της Ιστορίας και ταυτόχρονα έξω από την Ιστορία, κι ωστόσο διαμορφωμένη ολοκληρωτικά απ΄ αυτήν, όπως και οι γονείς της.
Η μαεστρία του Φλάναγκαν αποδεικνύεται πολύ μεγάλη για να περιγράψει με ωμό ρεαλισμό τον παραλογισμό του πολέμου, τη ματαίωση των ονείρων, τις ακραίες καταστάσεις που βιώνουν τα δύο κεντρικά πρόσωπα, ο Μπόγιαν και η Σόνια, και τον λυτρωτικό αγώνα που δίνουν μετά από δεκαετίες για να επανασυνδεθούν μεταξύ τους. Ο Μπόγιαν, ο οποίος όταν ήταν παιδί μετέφερε μηνύματα στους παρτιζάνους και είδε το αίμα των δικών του να χύνεται γύρω του, έχει γίνει ένας σκληρός άνδρας την Ιστορία και από το μόχθο. Αντί για ένα κανονικό σπίτι που ονειρευόταν, ζει σε καλύβα του προσφυγικού καταυλισμού, σε «Γουόγκ διαμέρισμα» – «Έχουμε ένα σπίτι για Γουόγκ, Σόνια μου, καταλαβαίνεις;» Γουόγκ αποκαλούσαν επίσης στην αυστραλιανή αργκό τούς μελαμψούς πρόσφυγες από τη Νότια Ευρώπη. Πνίγει τους εφιάλτες του στο ποτό. Οι Γουόγκ «πίνουν όχι για να απολαύσουν το παρόν, αλλά για έναν πιο επιτακτικό λόγο: να ξεχάσουν το παρελθόν και ν΄ αρνηθούν το μέλλον». Δεν πιστεύει πια στην αγάπη, ξεσπά βίαια στο παιδί του, η τρυφερότητά του μετατρέπεται κάθε φορά σε κτηνωδία εναντίον του πληγωμένου κοριτσιού. Τη μια στιγμή τής αγοράζει την 24τομη Μπριτάνικα για «να μάθει να μιλά σωστά αγγλικά», σε αντίθεση με εκείνον που μιλά σπαστά τη γλώσσα, και την άλλη την χτυπά. Κι εκείνο το ισχνό και τρομαγμένο παιδί μεγαλώνει με τον παραλυτικό φόβο των απρόβλεπτων εκρήξεων του πατέρα και την ανελέητη αυτοκαταστροφή του, ώσπου στην εφηβεία παίρνει την τύχη της στα χέρια της.
Είκοσι δύο χρόνια αργότερα, η έγκυος πλέον Σόνια, που εξακολουθεί να αγνοεί τι απέγινε η μητέρα της, επιστρέφει για να ενώσει τα σπασμένα κομμάτια μιας διαλυμένης ζωής.
Πώς να χαρτογραφήσει κανείς την άγνωστη χώρα της καρδιάς, ενός πατέρα και μιας κόρης που έχουν τόσο αποξενωθεί; Του Μπόγιαν δεν του άρεσαν ποτέ οι λέξεις. Η Σόνια μεγάλωσε νιώθοντας αιωνίως τιμωρημένη. Συμβαίνουν πολλά μέχρι ο πρώτος να δει στο πρόσωπο της κόρης του ότι καλό έχει βγει από την άθλια ζωή του. Ο συγγραφέας πειστικά και δεξιοτεχνικά στήνει οριακές σκηνές για να βγάλει στην επιφάνεια την καταπλακωμένη αγάπη, να σβήσει το χάσμα του χρόνου και του συναισθήματος, να εξηγήσει τις συνέπειες αυτού του «ζήσαμε χειρότερα από σκυλιά» που εκστομίζει σαν δικαιολογία ο Μπόγιαν.
Διαβάζοντας τον «Ήχο του ενός χεριού», σχηματίζεις εικόνες τσακισμένων ζωών, νιώθεις ότι από τις σελίδες του ακούγονται ήχοι των ανθρώπων που μοχθούν, πονούν για τα ακυρωμένα όνειρα και προσπαθούν να κλείσουν τις πληγές από την βαρβαρότητα εκείνου του παλιού κόσμου. Ο συγγραφέας ξέρει να συγκινεί και να διεγείρει συναισθήματα, να εναλλάσσει τα ασφυκτικά αισθήματα της αδικίας, της οργής, του φόβου και της θλίψης με εκείνα της αγάπης και της λυτρωτικής συγχώρεσης, σε ένα καθηλωτικό μυθιστόρημα που θα μπορούσε να έχει φόντο κι άλλες περιοχές του πλανήτη και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.
info: «Ο ήχος του ενός χεριού» Ρίτσαρντ Φλάναγκαν, εκδόσεις «Ψυχογιός», μτφρ. Γιώργος Μπλάνας, σελ. 445