του Σπύρου Κακουριώτη
Η αγάπη, ο έρωτας, η στοργή, όλα αυτά τα συναισθήματα που νιώθουμε κάποτε να μας κατακλύζουν, θεωρούμε πως κατοικούν στα μύχια της ψυχής, πως αποτελούν εκφράσεις μιας ζωής εσωτερικής, που μας ανήκει εξολοκλήρου και αποκλειστικά. Γι’ αυτό και συχνά, όταν η εκρηκτικότητα των αισθημάτων καταλαγιάσει, παρατηρούμε με απορία, ίσως και με απογοήτευση, ότι αυτά τα ίδια «μοναδικά» συναισθήματα μοιράζονται χιλιάδες άλλοι –κι όχι μονάχα εκείνος ή εκείνη που αποτελεί τον παραλήπτη τους.
Κάτι τέτοιο ίσως μας αναστατώνει –κι ακόμη περισσότερο όταν συνειδητοποιούμε ότι αυτά τα συναισθήματα, που ταυτόχρονα παραδεχόμαστε ως «οικουμενικά», δεν είναι τα ίδια σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, ούτε σε όλους τους πολιτισμούς ή σε όλες τις ιστορικές περιόδους. Η ιστορικότητα των συναισθημάτων και της έκφρασής τους, δηλαδή η μεταβολή τους μέσα στον χρόνο και διαμέσου των πολιτισμών, μας υποδεικνύει ότι αποτελούν μια κοινωνική κατασκευή, ότι συγκροτούνται πολιτισμικά, με διαφορετικό, σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό και σε κάθε κουλτούρα, τρόπο.
Με αυτή τη γενική παραδοχή, η ιστορικός Δήμητρα Βασιλειάδου επιχειρεί να ανιχνεύσει τον τρόπο συγκρότησης των οικογενειακών δεσμών και των συναισθημάτων στην Ελλάδα, σε μια περίοδο διαμόρφωσης και αποκρυστάλλωσης της φυσιογνωμίας των αστικών τάξεων: από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού. Ο λόγος για την επιλογή μελέτης των αστικών στρωμάτων συνδέεται άρρηκτα με το υλικό το οποίο έχει στη διάθεσή της η ιστορικός: πρόκειται για σώματα ιδιωτικής αλληλογραφίας πέντε αστικών οικογενειών της Αθήνας και του Πειραιά, με μεγάλη χρονική διάρκεια, μέσα από τα οποία αναδύονται οι φωνές των μελών τους, ανδρών και γυναικών, νέων και μεγαλύτερων, έγγαμων και άγαμων. Πρόκειται για ένα σύνολο 1.800 επιστολών, που ανταλλάσσουν μεταξύ τους 50 πρόσωπα, κατά την ογδοηκονταετία 1850-1930.
Πρωταγωνιστής στους λόγους (αλλά και στις πρακτικές) των επιστολογράφων αναδεικνύεται το «οικιακό ιδεώδες», το αίσθημα των οικογενειακών δεσμών, που ήδη από τον 18ο αιώνα θεωρείται ύψιστο ιδανικό, αξιοδότηση που θα κορυφωθεί τον επόμενο αιώνα. Η οικογένεια την οποία φιλοτεχνεί το ιδεώδες αυτό ορίζεται, σύμφωνα με την συγγραφέα, από τρεις έμφυλες αναγνώσεις: τον διαχωρισμό δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, την αναγνώριση μιας γυναικείας ιδιοσυστασίας, που συναρτάται μονομερώς με το πεδίο του ιδιωτικού, και τον ιερό χαρακτήρα που αποδίδεται στο σπίτι και την οικογένεια, με τη νοικοκυρά, σύζυγο και μητέρα στο επίκεντρό τους.
Η μελέτη επιδιώκει να εντοπίσει τα νοήματα με τα οποία επενδύονται κάθε φορά οι συζυγικοί δεσμοί, που οργανώνονται γύρω από έμφυλες και ηλικιακές παραδοχές για το τι σημαίνει να είναι κανείς κάθε φορά άνδρας, γυναίκα, παιδί κ.λπ., αναγνωρίζοντας τους συναισθηματικούς όρους μέσα από τους οποίους συγκροτούνται και αναδιατάσσονται οι οικογενειακοί δεσμοί. Για να το επιτύχει αυτό, συγκροτεί μια «ιστορία από τα κάτω», η οποία δίνει τον λόγο στα ίδια τα υποκείμενα, και όχι στο τι λένε και γράφουν οι άλλοι γι’ αυτά. Παρακολουθεί, μέσα από τις αλληλογραφίες τους, το πώς κατασκευάζονται και ανακατασκευάζονται διαρκώς, συναισθηματικά και αξιακά, οι οικογενειακοί δεσμοί, πώς παράγονται λογοθετικά και πώς διαστρωματώνονται οι ηλικίες, τα φύλα και οι ιεραρχικές μεταξύ τους σχέσεις.
Μέσα από την πραγμάτευσή της, η Δήμητρα Βασιλειάδου εξετάζει την κομβική σημασία της αγάπης, ως συναισθήματος, πρακτικής και σχέσης, για τους οικογενειακούς δεσμούς, διερευνώντας παράλληλα τη γενεαλογία τους, αλλά και τις πηγές απ’ όπου αντλούσαν οι επιστολογράφοι. Παράλληλα, εστιάζει στα συναισθηματικά και υλικά προαπαιτούμενα της γαμήλιας ένωσης, καταδεικνύοντας ότι συναισθήματα και συμφέροντα αποτελούν ένα δίπολο όπου τα μεταξύ τους όρια μεταβάλλονται και αναδιαπραγματεύονται διαρκώς. Τέλος, μέσα από τις πηγές που εξετάζει αναδεικνύονται τα θεωρούμενα ως «κατάλληλα» συναισθήματα για τη γαμήλια ένωση, ενώ ιδιαίτερη σημασία δίνεται στη διάκριση αγάπης και σεξουαλικού πόθου, καθώς και στην πορεία αυτού του τελευταίου από την ολοκληρωτική αποσιώπηση στη βαθμιαία ανάδυσή του μέσα από τα επιστολικά τεκμήρια των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα.
Η μελέτη ολοκληρώνεται με την εξέταση της ίδιας της έγγαμης σχέσης και του περιεχομένου που της αποδίδεται μέσα από τις επιστολικές ανταλλαγές. Εδώ αναδεικνύεται το ιδεώδες της συντροφικότητας ως βασική επένδυση της σχέσης, ενώ ταυτόχρονα σκιαγραφούνται δύο κεντρικές όψεις του ανδρισμού και της θηλυκότητας μέσα στον έγγαμο βίο: ο «κουβαλητής» και η «οικοδέσποινα». Στο ίδιο πλαίσιο εξετάζονται και οι σχέσεις γονέων και παιδιών, καθώς και οι σημαντικές αλλαγές που παρατηρούνται στο γύρισμα του αιώνα, όταν από την άκαμπτη γονεϊκότητα οι σχέσεις αυτές γίνονται ελαστικότερες, με ταυτόχρονη αξιοδότηση της αυτόνομης δραστηριοποίησης των παιδιών εκτός της οικίας.
Τέλος, η ίδια η επιστολογραφική δραστηριότητα, τα μεθοδολογικά και θεωρητικά ζητήματα που θέτει η μελέτη της, οι υλικοί όροι συνδιαλλαγής με τέτοιου είδους πηγές εξετάζονται στο εκτενές και ιδιαίτερα χρήσιμο επίμετρο της μελέτης από την συγγραφέα.
Το έργο της Δήμητρας Βασιλειάδου έρχεται να εμπλουτίσει μια εξαιρετικά ισχνή ελληνόφωνη βιβλιογραφία, τόσο σε ό,τι αφορά την πολιτισμική συγκρότηση των αστικών στρωμάτων –και μάλιστα στο πεδίο του «ιδιωτικού»– όσο και της ιστορίας των συναισθημάτων, συνομιλώντας με μια εκτεταμένη διεθνή ιστοριογραφική και θεωρητική παραγωγή. Αποτελεί έτσι την κατάλληλη «πρεμιέρα» για τη σειρά «Ιστορία του φύλου» των εκδόσεων Gutenberg, την οποία επιμελούνται οι ιστορικοί Έφη Αβδελά, Κατερίνα Δαλακούρα και Ελένη Φουρναράκη.
info: Δήμητρα Βασιλειάδου, Στον τροπικό της γραφής, Οικογενειακοί δεσμοί και συναισθήματα στην αστική Ελλάδα, 1850-1930, Gutenberg, 2018