Της Βενετίας Αποστολίδου.
Όταν ολοκληρώνουμε την ανάγνωση ενός λογοτεχνικού βιβλίου, λέμε στον εαυτό μας ή/και στους άλλους αν μας άρεσε. Η απόφαση αυτή δεν είναι εύκολη και δε μπορεί πάντα να απαντηθεί με ένα ναι ή όχι. Από το «μου άρεσε πολύ» ή «με ενθουσίασε» μέχρι το «δεν μου άρεσε καθόλου» ή «το αντιπάθησα» υπάρχει μεγάλη απόσταση και πολλές άλλες δυνατές απαντήσεις: «καταλαβαίνω την αξία του αλλά προσωπικά δε μου είπε τίποτε», «δεν το κατάλαβα καθόλου», «έχω διαβάσει πολλά παρόμοια, δεν μου είπε τίποτε καινούριο», «το διάβασα με ενδιαφέρον αλλά τελικά δεν μου άρεσε και πολύ», «καλό είναι αλλά πολύ κουραστικός ο τρόπος που είναι γραμμένο» κ.ο.κ.
Ποιο είναι το ειδικό βάρος κάθε μιας απάντησης; Τι υπονοεί ο αναγνώστης για τη σχέση που ανέπτυξε ή δεν ανέπτυξε με το βιβλίο που μόλις διάβασε; Τι είναι αυτό που ονομάζεται «προσωπικό γούστο» στην ανάγνωση και από τι εξαρτάται; Έχει καμιά σημασία να θέτουμε τέτοιες ερωτήσεις ή καλύτερα να αφεθούμε στο μυστήριο της τέχνης, να περιπλανηθούμε στον κόσμο των βιβλίων με βάση το ένστικτό μας, να απολαύσουμε ό,τι μας αρέσει χωρίς να το ψάχνουμε και να πετάξουμε ό,τι δεν μας αρέσει;
Δεν θα είχα κανέναν ενδοιασμό να διαλέξω το δεύτερο δρόμο, αν δεν είχε δύο σοβαρές συνέπειες: η πρώτη είναι ότι δε μπορώ να διορθώσω τις επιλογές μου. Όταν δηλαδή δεν αναρωτιέμαι για τους λόγους για τους οποίους μου αρέσει ή όχι ένα βιβλίο είναι πολύ πιθανό είτε να κολλήσω σε ένα είδος ή συγγραφέα για να επαναλαμβάνω την απόλαυση είτε να πέφτω διαρκώς σε βιβλία που δεν μου αρέσουν. Και οι δύο καταστάσεις συναντώνται συχνά στους νεαρούς αναγνώστες, ακριβώς επειδή είναι άπειροι. Η δεύτερη συνέπεια έχει να κάνει με την επικοινωνία ανάμεσα στους αναγνώστες· όταν δεν γνωρίζουν οι ίδιοι γιατί τους άρεσε ένα βιβλίο, δε μπορούν να το εξηγήσουν στους άλλους αλλά και δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τις διαφορετικές αντιδράσεις απέναντι στο βιβλίο. Πολύ συνηθισμένο φαινόμενο στις παρέες, η συζήτηση για ένα βιβλίο να εξαντλείται σε αποφθέγματα του τύπου «μεγάλος συγγραφέας ο τάδε!» ή «μα είναι αριστούργημα, πώς δεν το βλέπεις;»
Είναι πολλοί οι παράγοντες που μας επηρεάζουν ώστε να καταλήξουμε στο αν μας άρεσε ένα βιβλίο. Μάλιστα οι παράγοντες αυτοί ενεργούν πριν ακόμα ξεκινήσει η ανάγνωση: λ.χ. το ποιος μας σύστησε το βιβλίο, αν είναι ένα αγαπημένο πρόσωπο ή όχι, ένα πρόσωπο που εμπιστευόμαστε και το οποίο μας μίλησε θετικά δημιουργεί μια ευνοϊκή προδιάθεση. Από κει και πέρα, ο ορίζοντας προσδοκιών μας, όπως λέγεται, επηρεάζεται από το αν γνωρίζουμε τον συγγραφέα, αν είμαστε εξοικειωμένοι με το είδος στο οποίο ανήκει το βιβλίο, αν μας ενδιαφέρει το θέμα και αν σχετίζεται με εμπειρίες της ζωής μας, αν μας είναι οικείο το ύφος και οι αφηγηματικές τεχνικές, αν ταυτιζόμαστε ή όχι με τους ήρωες, αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με τα μηνύματα και τις θέσεις που νομίζουμε ότι βγαίνουν από το κείμενο.
Θα ήθελα να μείνω λίγο στον τελευταίο παράγοντα· οι περισσότεροι αναγνώστες όταν διαφωνούν – ας το πούμε συντομογραφικά – με την ιδεολογία του κειμένου αποφαίνονται ότι δεν τους άρεσε, χωρίς να συνειδητοποιούν πως η ιδεολογική τους διαφωνία τους δημιούργησε τέτοια ενόχληση που επηρέασε την πρόσληψη των υπολοίπων στοιχείων του. Μπορεί όμως να συμβεί και το αντίθετο: κάποιος να απορρίψει ένα βιβλίο λόγω του ότι η μορφή του είναι εντελώς ανοίκεια. Άρα λοιπόν φτάνουμε σε ένα μεγάλο ζήτημα που δεν είναι δυνατόν να συζητήσουμε τώρα: τη σχέση αισθητικής και ιδεολογίας. Πόσοι αναγνώστες αντιμετωπίζουν το λογοτεχνικό βιβλίο αισθητικά, πόσοι ιδεολογικά και πόσοι μπορούν να ξεχωρίσουν ανάμεσα στα δύο;
Το αλάνθαστο κριτήριο γοητείας είναι (ή μάλλον θα ήταν) να διαβάζεις ένα κείμενο χωρίς να γνωρίζεις τα εξω-κειμενικά στοιχεία του (ποιος το έγραψε, πότε το έγραψε, πού ανήκει ιδεολογικά-ταξικά-πολιτικά αυτός που το έγραψε κ.λπ.). (Όταν π.χ. μια ιστορικός εισέρχεται στην πολιτική υπό τη σημαία ενός κόμματος, κερδίζει ή χάνει το κοινό της;) Δυστυχώς, όμως, οι συγγραφείς δεν είναι ανώνυμοι και τα βιβλία έχουν “προσωπικότητα”, δημόσια ταυτότητα. Ως γνωστόν, κάποτε δόθηκαν σε φοιτητές αμερικανικού πανεπιστημίου λογοτεχνήματα χωρίς να αναφέρονται τα παραπάνω ”εξωτερικά” στοιχεία – οι φοιτητές λοιπόν επέλεξαν αυτό που ”τους άρεσε” χωρίς το βάρος-κύρος του ονόματος, κλείνοντας το αισθητήριό τους αποκλειστικά εντός του ”κάδρου” των τυπωμένων σελίδων. (Σκεφθείτε π.χ. πώς θα ακουγόταν μια καβαφική πεζολογία σε κάποιον που δεν θα γνώριζε ότι ακούει Καβάφη.)
Μιλώντας με τους άλλους για βιβλία, ποτέ δεν είμαστε τόσο ειλικρινείς όσο όταν μιλάμε με τον εαυτό μας. Οι αρχικές – αυθεντικές κρίσεις μας “εξωραϊζονται”, “διαστρέφονται”, “μεταμφιέ-ζονται”. Συνήθως ντρεπόμαστε να πούμε έχοντας ενώπιόν μας τον συγγραφέα ότι “το βιβλίο σου δεν κατάφερα να το διαβάσω, με κούρασε κ.λπ.”. Μάχη προθέσεων και αποτελέσματος ή κοινωνική διαγωγή;
Πραγματικά ουδέτερος δεν είναι κανείς καθώς ο ”καιρός” επιδρά ασυνείδητα στον τρόπο διαμόρφωσης των κρίσεών μας.
Εάν για παράδειγμα αυτή την εποχή (της κρίσης, της έντασης, της οξυθυμίας) σου προτείνουν ορισμένα βιβλία προς ανάγνωση, ίσως προτιμήσεις ”τα αγωνιστικά” που εναντιώνονται στα συμφέροντα και στους ”ισχυρούς” (θες να βρεις επιχειρήματα κατά του κατεστημένου), ίσως απορρίψεις τις πολιτικές βιογραφίες και τις αναμνήσεις των μεγάλων ανδρών (π.χ. Οι αναμνήσεις του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου από τα Ιουλιανά), ίσως στραφείς προς τον δύσκολο ρεαλισμό των ημερών μας παρά προς έναν άγονο ρομαντισμό του 19ου αιώνα.
Υπάρχει και η τύφλα του εγωισμού, που υποδουλώνει τους αναγνώστες ώστε ή να μην παραδέχονται τον έναν ή να αποθεώνουν τον άλλον.
Όσο για τη σχέση αισθητικής και ιδεολογίας… ε, η αλήθεια είναι ότι το πολύ κόκκινο ή το πολύ μαύρο του εξωφύλλου ή η απολυτότητα ορισμένων τίτλων γέρνουν προς την πλευρά του ολοκληρωτισμού. Π.χ.: ”Γιατί υπερέχουμε εμείς οι Έλληνες” ή ”Πώς οι Εβραίοι είναι οι καταστροφείς της ανθρωπότητος”.
(Το άρθρο της Αποστολίδου ανοίγει την όρεξη για κουβέντα… και κρίσεις πολλές.)