Πόλυ Μαμακάκη, 5 ποιήματα

0
335

 

Ο άνθρωπος που έχασε την ηλικία του

 

Δεν μένει αλώβητος κι ο μεθεόρτιος χαλκάς της ζωής

που λέγεται κουρασμένο σώμα

αναρρώνει το θύμα του κάποιο πρωί

φορά τις ρυτίδες στο μέτωπο

με μια καραμέλα αβρότητας

που σκαλώνει σε μάγουλα δαγκωμένα –

ίσως βρει την παιδική ειρωνεία ξανά

την ώρα που θεριεύουν οι λέξεις στην πολυθρόνα

στην αδυναμία τού να περπατήσει ή να σηκωθεί

ή τέλος πάντων να φύγει

τώρα που μέσα στον ίδιο καθρέφτη κοιτά

κι εκείνος του απευθύνεται σε πληθυντικό αριθμό (με

περιττή διευκρίνιση:) όχι πλησμονής αλλά ευγενείας

 

Ας ακούσουμε τι έχει να πει

 

 

Ο άνθρωπος που έμεινε μόνος

 

Κάποτε είχε μια φωνή διαπεραστική

τώρα μάλλον ηχεί ηττημένη∙

επιστρέφει με τη συνέπεια του χειμώνα

μετά τις αιθρίες της μίξης των εποχών

μ’ έναν σελιδοδείκτη μπηγμένο στη γλώσσα

να κρατάει στην άκρη πρώιμες συλλαβές

κούτσουρα που κάηκαν, ρίζες που τραβήχτηκαν

αφήνοντας έρημο το χώμα

πόση άρνηση και πόσος δισταγμός μέσα στο

μή-νυ-μα της αγάπης των Χριστουγέννων

τι ατέλειωτη κάθε βράδυ η ίδια σιωπή

όταν δεν μένει άλλη φωτιά να σκαλίσει

 

 

Ο άνθρωπος που είδε τη θάλασσα

 

Τι πάει να πει πλησμονή;

Τι πάει να πει μεθεόρτιος χαλκάς της ύλης;

Τι θέλουν και ζητούν τέτοιες λέξεις

στα στόματα των εισέτι ζωντανών;

Εγώ κι εσύ που βρισκόμαστε τώρα εδώ

και δεν είμαστε το απόλυτο τίποτα

που έχουμε τόσο χώρο ελεύθερο

να γεμίσουμε μέχρι πάνω τη μέρα∙

δεν λέγεται τέρμα ούτε κενό όλο αυτό

ίσως μονάχα κόπωση ή είδος μελαγχολίας,

 

όπως το κύμα θυμάται την πρώτη ακτή

κι όμως τραβιέται ξανά και ξανά μακριά

προτού βυθιστεί τελικά προς τα μέσα

 

 

Ο άνθρωπος που έπληξε

 

Άλλαζε ανά τακτά διαστήματα μπαταρίες στο τηλεκοντρόλ

που ελάχιστα χρησιμοποιούσε

όχι γιατί του ήταν όλα κοντά

αλλά επειδή του φαίνονταν άχρηστα

δεν συντηρούσε κανένα κίνητρο το άμεσο περιβάλλον του

ούτε η πολιτική κατάσταση των κατ’ ευφημισμό ημερών

(δηλαδή αορίστου διαρκείας ετών)

ενώ και η εργασία του περιοριζόταν στα προς το δεν και μην

οπότε άρχισε να στοχάζεται διαφυγές από τη στασιμότητα

και τότε αποφάσισε να κάνει κάτι βαρετό, όπως να γράψει

μια ιστορία για κάποιον που θα πέθαινε από το κάπνισμα

 

 

Ο άνθρωπος χωρίς αποτέλεσμα

 

Πήδηξε ένα πρωί από το παράθυρο

προσγειώθηκε στο στέγαστρο βαριά

– ποιος ξέρει τι ονειρεύτηκε να βρει

τρία – τέσσερα μέτρα πιο κάτω –

έμεινε πεινασμένη και έκθετη για μέρες

 

η γάτα

 

που δεν εμπιστεύτηκε κανέναν άνθρωπο

για να την κατεβάσει από εκεί

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΣκέψεις πάνω στο άρθρο του «Μονόχειρα μασέρ»
Επόμενο άρθροΑνθρωπογεωγραφία 2

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ