ΠΩΣ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ;

0
1609

Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.

Χριστόφορος ΛιοντάκηςΣυγγραφέας: Χριστόφορος Λιοντάκης

Εικόνες που επιμένουν

Εκδόσεις: Γαβρηλίδης

Σελίδες 128

 

 

 

Πώς γεννιέται ένας ποιητής; Τι συμβαίνει όταν καλούμαστε να παρακολουθήσουμε ένα μεστό και από καιρό κατασταλαγμένο έργο στα αρχικά του βήματα και στα πρώτα, δοκιμαστικά του (αν είναι όντως δοκιμαστικά) πετάγματα; Με το βιβλίο του Εικόνες που επιμένουν ο Χριστόφορος Λιοντάκης επανέρχεται στις τρεις συλλογές με τις οποίες ξεκίνησε την πορεία του στα γράμματα: Το τέλος του τοπίου (1973), Μετάθεση (1976) και Υπόγειο γκαράζ (1978). Αρκεί να ξεφυλλίσει κανείς τις σελίδες της συγκεντρωτικής αυτής έκδοσης για να διαπιστώσει πως ο Λιοντάκης έχει εξασφαλίσει από πολύ νωρίς την τέχνη του και πως ο κεντρικός ήρωας και των τριών συλλογών, που δεν είναι άλλος από το ποιητικό του εγώ (άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο μεταμφιεσμένο), κινείται ανάμεσα στην καθημερινή διάψευση και απόγνωση και στο ακατάλυτο πάθος για ζωή, που θα καταφέρει να φρενάρει έστω και την τελευταία στιγμή την τάση του για ελεύθερη περιδίνηση στο κενό. Η μόνιμη αυτή αμφιθυμία συνόδεψε, βεβαίως, τον Λιοντάκη σε όλο το μήκος της πορείας του και αποτελεί αναφαίρετο χαρακτηριστικό της ποιητικής του. Αλλά να, ακριβώς, πώς γεννιέται ένας ποιητής: με αισθηματικές εμμονές που θα αφήσουν απαραγνώριστο το στίγμα τους στη στάση του και με καλλιτεχνικές ιδέες που θα προσδιορίσουν σε όλα τα επίπεδα τον λόγο του.

Η σύγκρουση του ποιητικού εγώ με την ενδιάθετη λυρική ροπή του είναι, όπως προκύπτει από τις Εικόνες που επιμένουν, η γραμμή την οποία έχει χαράξει από τη δεκαετία του 1970 για την ποίησή του ο Λιοντάκης, εξιστορώντας ένα διηνεκές τραύμα: το πώς η λατρεία για την ομορφιά της φύσης (ας δούμε επ’ αυτού και τον εισαγωγικό απόλογο στις Εικόνες που επιμένουν) και η σωματική αίσθηση του κόσμου (μια αίσθηση με μονίμως ανεβασμένη θερμοκρασία) θα προσκρούσουν κάποια στιγμή, με έναν σχεδόν μοιραίο τρόπο, στις συνθήκες αφόρητης υπαρξιακής στέρησης που επιβάλλει η πραγματικότητα, για να προκαλέσουν μιαν αθεράπευτη κατάσταση εκκρεμότητας και αιώρησης:

 

Το χιόνι μετατοπίζεται μέσα μας

Ο ήλιος την προαιώνια ακινησία ταράσσοντας

Ό,τι νεκρό ζωντανεύει

Επιστρέφουν οι πεθαμένοι παντοδύναμοι

Ο χώρος όλο και στενεύει

Αργές κινήσεις κρύβουν τον χείμαρρο

 

(…)

 

Στις συλλογές της ωριμότητάς του ο Λιοντάκης θα περιγράψει μια τέτοια κατάσταση όχι μόνο ως υπαρξιακή αλλά και ως εδραία ερωτική στέρηση, δείχνοντας πως η ποίηση που έχει έντονα βιωματική βάση μπορεί να ανυψωθεί στους ουρανούς μόνον όταν έχει προηγουμένως κυλιστεί στο χώμα: μια ιδεώδης σύμπλεξη του υψηλού με το χαμηλό. Στις Εικόνες που επιμένουν το χαμηλό θα μείνει κάπως απέξω ή (για να το πω με μεγαλύτερη ακρίβεια) θα κρυφτεί πίσω από μια μυθολογική, παραμυθητική και συμβολική λειτουργία, ξεπερνώντας σπανίως τα όρια του υπαινιγμού. Τίποτε το επιλήψιμο από την ώρα που ο λυρισμός του Λιοντάκη θα εξακολουθήσει την επουράνια πτήση του χωρίς να χάσει ούτε μία φορά το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Ίσως κάποιον ρόλο να έχει παίξει εν προκειμένω και το γεγονός πως η επανέκδοση έδωσε την ευκαιρία στον ποιητή να περικόψει ή και να αφαιρέσει διά παντός κάποιους στίχους που θα μπορούσε να προκαλέσουν περίσσια έξαρση. Όπως κι αν το δούμε, το αποτέλεσμα είναι τώρα εκ βάθρων εγγυημένο.

Προηγούμενο άρθροΟι πολλές ταυτότητες του Πέρσιβαλ Έβερετ
Επόμενο άρθροΣαλόνι Βιβλίου 2013 – 23-25 Μαΐου, Porte de Versailles, Paris

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ