“Γκόλεμ, πτυχές της μνήμης” (ιστορία, μύθος και τεχνολογία) της Δήμητρας Ρουμπούλα

0
1271

 

της Δήμητρας Ρουμπούλα

 

«Η μνήμη είναι το θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου στη συνέχειά του. Δεν μπορούμε να εμποδίσουμε τον κόσμο να θυμάται εις το διηνεκές», μας λέει ο Πιέρ Ασουλίν. Όμως το θέμα της μνήμης έχει πολλές πτυχές στο πλαίσιο του σύγχρονου στοχαστικού προβληματισμού. Κάποιες έχουν ηθικές διαστάσεις και απορρέουν από τη σχέση ανάμεσα στις νέες τεχνολογίες και την επιστήμη κι άλλες προκύπτουν από τις χειρότερες πράξεις της ανθρωπότητας, όπως τον αφανισμό του ευρωπαϊκού εβραϊκού πολιτισμού που επήλθε από τους ναζί και όχι μόνο, κατά τον «αιώνα του Σκότους, τον εικοστό, που πνίγεται από ένοχες σιωπές».

Με αυτές τις πτυχές καταπιάνεται ο σπουδαίος Γάλλος συγγραφέας, εβραϊκής καταγωγής και γεννημένος στο Μαρόκο, Πιέρ Ασουλίν, στο τελευταίο βιβλίο του «Γκόλεμ», από τις εκδόσεις «Πόλις» όπως και τα υπόλοιπα πέντε βιβλία του που κυκλοφορούν στα ελληνικά. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που έχει χαρακτηριστικά θρίλερ, διαποτισμένο ωστόσο από δοκιμιακού τύπου ιδέες και θέσεις. Σε κάθε περίπτωση είναι ένα βιβλίο απολαυστικό και μαζί απαιτητικό, καθώς προκαλεί τον αναγνώστη να ανατρέξει στις πλούσιες σημειώσεις των τελευταίων σελίδων και κυρίως να στοχαστεί πάνω σε καίρια ζητήματα.

Το «Γκόλεμ» δείχνει να αρχίζει κάπως ρομαντικά: «Όταν λιώνει το χιόνι, πού πάει το λευκό;», αναρωτιέται ο ήρωας με τους αγκώνες στο περβάζι του παραθύρου ενός νοσοκομείου στο Παρίσι, και τελειώνει καταφατικά: «Έπειτα, έψαξε στον ουρανό για να βρει πού πάει το λευκό όταν λιώνει το χιόνι». Ενδιαμέσως, ο συγγραφέας οδηγεί τον ήρωα του σε μια φρενήρη αναζήτηση της αλήθειας, σαν να γράφει στο μέτωπό του στα εβραϊκά τη λέξη «εμέτ», δηλαδή «αλήθεια», που μόνο ένα γράμμα την ξεχωρίζει από τη λέξη «θάνατος».

Ο πρωταγωνιστής Γκυστάβ Μεγέρ είναι ένας διάσημος διεθνής γκραν μετρ στο σκάκι. Ένας μοναχικός, ονειροπόλος, καλοσυνάτος και σιωπηλός τύπος, ικανός να παίζει σκάκι μέσα στο κεφάλι του μέχρι που ξεχνάει να φάει. Πάσχει όμως από επιληψία και για να αντιμετωπίσει τις κρίσεις έχει υποβληθεί σε επέμβαση από τον στενό του φίλο νευροχειρούργο Ρομπέρ Κλάπμαν. Ο τελευταίος, παρά την απαγόρευση του νόμου και την ιατρική δεοντολογία, και εν αγνοία του ασθενούς, εφήρμοσε πάνω του ένα πείραμα: εμφύτευσε στον εγκέφαλό του ένα ηλεκτρόδιο, ικανό να μεγιστοποιήσει υπερφυσικά την έτσι και αλλιώς ισχυρή μνήμη του. Μετά το χειρουργείο, ο Γκυστάβ ψάχνει κρυφά τον ιατρικό του φάκελο και ανακαλύπτει τη φρικτή παράνομη πράξη του Ρομπέρ εις βάρος του. Ξαφνικά η πρώην σύζυγός του, γιατρός στο επάγγελμα και ακτιβίστρια μέσω του μπλογκ της εναντίον της διαφθοράς στα ιατρικά εργαστήρια, των διοικητικών αυθαιρεσιών σε νοσοκομεία και των ηθικών παραστρατημάτων ορισμένων συναδέλφων της – τελευταία ερευνούσε «κάτι που καίει» – βρίσκεται δολοφονημένη. Και να που αυτός ο χαρισματικός, ταπεινός και διακριτικός Γκυστάβ, άνθρωπος που «θέλει να είναι κάτοικος και όχι καταναλωτής» και «ονειρεύεται έναν κόσμο δίχως χρήμα», θεωρείται από την αστυνομία βασικός ύποπτος. Η νεαρή, κομψή, αλλά μεθοδική και μανιακή με τη δουλειά της αστυνομικίνα Νίνα, επιφορτισμένη με τη σύλληψή του, προσπαθεί να ανακαλύψει τα ίχνη του, με τη βοήθεια της κόρης του καταζητούμενου, Έμμας, η οποία επίσης αναζητά τον πατέρα της και ανησυχεί για αυτόν.

Ο ίδιος ο Γκυστάβ νιώθει ότι δεν είναι πλέον ο εαυτός του, λόγω των υπερφυσικών διανοητικών ικανοτήτων του. Ένα τέρας στα μάτια του κόσμου. Έτσι αποφασίζει, κρυμμένος πίσω από μια ψεύτικη ταυτότητα, να μετατραπεί σε ένα διαρκή φυγά, όχι πάντως από ενοχή. Μόνο που δραπετεύει προς το εβραϊκό παρελθόν του, στις ρίζες της  εβραϊκής του ταυτότητας, στις απόκρυφες παραδόσεις της φυλής, στα τελετουργικά και στους θρύλους των προγόνων, ακόμα και στις γενετικές ασθένειες των πληθυσμών Ασκενάζι. «Θα βίωνε πλήρως την κατάστασή του ως εξόριστος μέσα στις πτυχές του παρελθόντος». Που; Στην καρδιά της Ευρώπης για να απελευθερωθεί από τις εμμονές του. Σε τόπους, συναγωγές και γκέτο της κεντρικής Ευρώπης, εκεί που άλλοτε άνθισε η εβραϊκή κουλτούρα. Κυρίως στην Πράγα, στον πυρήνα της ιστορίας του, όπου «κατοικεί» ο μύθος του γκόλεμ – ήδη ο Γκυστάβ αισθάνεται ότι έχει γκολεμοποιηθεί, ότι αποτελεί ενσάρκωση αυτής της μυστικής εβραϊκής παράδοσης.

Τι είναι όμως το γκόλεμ, το οποίο δίνει και τον τίτλο στο μυθιστόρημα του Ασουλίν; Προέρχεται από την απόκρυφη Καμπάλα, που περιλαμβάνει προφορικές παραδόσεις πολλών αιώνων. Σύμφωνα με το μύθο, ένας καμπαλιστής ραβίνος του 16ου αιώνα στην Πράγα, προκειμένου να προστατεύσει τους Εβραίους από τα πογκρόμ, έδωσε ζωή σε ένα πλάσμα από πηλό, εμφυσώντας του ανθρώπινη μορφή και χαράζοντας στο μέτωπό του τη λέξη εμέτ . Το γκόλεμ, όμως, ξέφυγε προξενώντας μεγάλες καταστροφές, γεγονός που ανάγκασε το δημιουργό του να το ακινητοποιήσει για πάντα. Αλλά ο μύθος επιμένει ότι το γκόλεμ φωλιάζει  στις κατακόμβες της Παλιάς-Νέας Συναγωγής, απ΄όπου ξεφεύγει κάποια βράδια για να στοιχειώσει τους δρόμους της πόλης.

Ο Ασουλίν γνωρίζει πολύ καλά τη φιλολογία γύρω από αυτόν τον θρύλο, ο οποίος έχει διασκευαστεί και αναμορφωθεί από συγγραφείς, ποιητές και κινηματογραφιστές. Έχει εμπνεύσει μυθιστορήματα, με πρώτο το ομότιτλο του Αυστριακού συγγραφέα Γκούσταβ Μέιρινκ (παραπλήσιο και το όνομα του κεντρικού ήρωα), στις αρχές της δεκαετίας του ΄30, κι αυτό με τη σειρά του τον Γάλλο σκηνοθέτη Ζυλιέν Ντιβιβιέ. Ο Μπόρχες επίσης αφιέρωσε ένα ποίημά του στο γκόλεμ.

Ο φιλοσοφικός μύθος του γκόλεμ, που θέτει υπό αμφισβήτηση την ανθρώπινη υπόσταση του ανθρώπου, με άλλα λόγια υποδηλώνει την ανάγκη του ανθρώπου να αποκτήσει θεϊκές δυνάμεις, εμπνέει και το Γάλλο συγγραφέα με σκοπό να αναπτύξει θέματα που τον απασχολούν. Ο Πιέρ Ασουλίν μιλά ξεκάθαρα για τον κίνδυνο που εκπηγάζει από την ανεξέλεγκτη και ασυνείδητη χρήση των απεριόριστων δυνατοτήτων των νέων τεχνολογιών από την επιστήμη. Κάτι τέτοιο δεν ανήκει πλέον στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας, αφού από τη μια η ανάπτυξη της νευρολογίας, λόγω της τεχνολογίας, είναι τέτοια που της επιτρέπεται να επεμβαίνει βελτιωτικά στον εγκέφαλο και από την άλλη υπάρχει το κίνημα του «τρανσουμανισμού» που πιστεύει στον «αυξημένο» άνθρωπο με τη χρήση της βιοτεχνολογίας, ενισχύοντας δηλαδή τις φυσικές και διανοητικές του ικανότητες.  Μας περιμένει άραγε ένα τέτοιο ανατριχιαστικό μέλλον με προγραμματισμένους υπερανθρώπους; «Θα΄ θαρθει άραγε μια μέρα που η μνήμη της ανθρωπότητας θα διατηρείται περισσότερο μέσα στο πυρίτιο παρά στους νευρώνες;», ονειρεύεται ο γιατρός του Γκυστάβ.

Το «Γκόλεμ» του Ασουλίν ξεκινά σαν ένα τυπικό αστυνομικό θρίλερ, αλλά εξελίσσεται εν πολλοίς σε ένα δοκιμιακού τύπου ανάγνωσμα. Το ταξίδι του Γκυστάβ Μεγέρ στα ίχνη των προγόνων του στη Βαρσοβία, στη Βιέννη, στην Κρακοβία, στο Λοτζ, στο Βουκουρέστι, στην Πράγα, καταλήγει σε ένα ανάθεμα για τον «αιώνα του σκότους». Η ατομική μνήμη, υπερφυσική στην προκειμένη περίπτωση, μετατρέπεται σε συλλογική για έναν κόσμο που έχει χαθεί, μια γλώσσα και έναν πολιτισμό που είχε αναπτυχθεί στη Μιτελεουρόπα και έχει αφανιστεί. Προχωρώντας κόντρα στην αμνησία της Ευρώπης και κυνηγώντας τους δαίμονές του, ο Γκυστάβ θεωρεί ότι η συμμετοχή του στη μνήμη, στο πένθος, ήταν «ο τρόπος του να δηλώνει ότι δεν έφτανε να γεννηθεί Εβραίος, αλλά έπρεπε και να διατηρεί αυτή του την ιδιότητα». Αυτός, ο οποίος ήλπιζε να ξαναβρεί μέσα του την Ευρώπη, δεν είχε ανακαλύψει παρά ένα πεδίο γεμάτο ερείπια. «Μόνο τα νεκροταφεία, λέει, κράτησαν το ίχνος από αυτό το κακοθαμμένο παρελθόν. Όμως οι πλάκες αρκετών νεκροταφείων είχαν ξηλωθεί για να στρωθούν δρόμοι. Πουθενά αλλού εκτός από την Ευρώπη δεν είχε την αίσθηση ότι ανήκε στο παρελθόν της ίδιας του της εποχής».

Με το τέλος του γύρου κι ενώ διαπιστώνει ότι το γκέτο της Πράγας είναι πια μια τουριστική ατραξιόν ανάμεσα σε πολλές άλλες και το μυστήριο της δολοφονίας της  συζύγου του έχει ήδη λυθεί, καταλήγει αισιόδοξα, βλέποντας προς το μέλλον: «Φτάνει κάποια στιγμή που πρέπει να σταματήσεις να σέρνεις μαζί σου ένα ολόκληρο νεκροταφείο, να πάρεις απόσταση από το δικό σου δάσος με τις ταφόπλακες, αρνούμενος ταυτόχρονα να σε σκοτώσουν οι νεκροί σου, να ξεμπερδέψεις με τους δαίμονες και να επιστρέψεις στους ζωντανούς».

Ο συγγραφέας του σύγχρονου «Γκόλεμ» είναι εξαιρετικά καλλιεργημένος. Το ίδιο και ο ήρωάς του, ο οποίος πιστεύει ότι «όλα υπάρχουν στη Βίβλο και πως ό,τι δεν υπάρχει το βρίσκεις στον Σαίξπηρ», όπως έχει τρέλα και με τον Ρόθκο. Είναι εκπληκτική η σκηνή, μπροστά σε έναν πίνακα του ζωγράφου στην Τέιτ Μόντερν του Λονδίνου. Εκτός από τον κορυφαίο ζωγράφο, συναντούμε μια πλειάδα αναφορών σε συγγραφείς, καλλιτέχνες και ταινίες – Μπέκετ, Πρίμο Λέβι, Ναμπόκοφ, Τσέλαν, Προυστ, Τσβάιχ, Όλιβερ Σακς κ.ά. κλείνουν το μάτι στον αναγνώστη.

Με τη μετάφραση της Μαρίζας Ντεκάστρο, που διατηρεί τον ρυθμό της αφήγησης και το ύφος του συγγραφέα, το «Γκόλεμ» είναι ένα βιβλίο συγκινητικό, με ιστορικό βάθος και φιλοσοφικό υπόβαθρο. Ο συγγραφέας του, γνωστός αρθρογράφος, κριτικός βιβλίου, μέλος της κριτικής επιτροπής του βραβείου Γκονκούρ, διδάσκων στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού, είναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά στοχαστικός, πάνω στην απειλή της λήθης, στην επιστημονική πρόοδο, την ηθική της επιστήμης και τις ανθρωπιστικές αξίες.

 

 

info: «Γκόλεμ» Pierre Assouline, εκδόσεις «Πόλις», μετάφραση Μαρίζα Ντεκάστο, σελ. 247

 

 

Προηγούμενο άρθρο«Γέφυρες ζωής μέσα από την τέχνη του λόγου» (της Νίνας Χαριτάτου)
Επόμενο άρθροGayle Ε. Woloschak: Πίστη, επιστήμη και μυστήριο (συνομιλία με τηνΤζίνα Γκότση)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ