Πρόσκληση σε διάλογο (της Κατερίνας Σχοινά)

0
433

 

 

Της Κατερίνας Δ. Σχοινά.

Η ενασχόληση της Σταυρούλας Τσούπρου με τις διακειμενικές σχέσεις είναι παλιά και ξεκινά από την διδακτορική της διατριβή για το έργο του Τάσου Αθανασιάδη (που εκδόθηκε υπό τον τίτλο Το Παρακείμενο και η…-(Δια)κειμενικότητα ως Σχόλιο στο πεζογραφικό έργο του Τάσου Αθανασιάδη (και στα 21 εγκιβωτισμένα ποιήματα του πεζογράφου) από το Ίδρυμα Ουράνη) και συνεχίζεται με τις ερευνητικές της εργασίες και μελέτες, που ανευρίσκονται σε πρακτικά επιστημονικών συνεδρίων, καθώς και στα θεωρητικά της βιβλία περί τη λογοτεχνία και τη θεωρία της. Τέτοιες  γοητευτικές διασταυρώσεις και διαπλοκές λόγων η Τσούπρου ερευνά διεισδυτικά και στο πρόσφατο βιβλίο της Μεταφραστές και διακείμενα (εκδ. Μελάνι, 2016), όπου μάλιστα σημαντικό ρόλο κατέχει μια κύρια εκδοχή διακειμενικότητας, αυτή της μετάφρασης, απτής αποτύπωσης της ανθρώπινης πληθυντικότητας. «Κατοικημένες» (κατά τον Μ. Μπαχτίν) ούτως ή άλλως οι λέξεις από ποικίλες φωνές που τις έχουν εκφέρει, δεν είναι ποτέ αθώες και ουδέτερες, αλλά φέρουν διακειμενικά σημασιολογικά φορτία που αναπαράγονται, μετασχηματίζονται ή και υπερβαίνονται, μαρτυρώντας κάθε φορά νέες υποκειμενικές επιλογές του εκάστοτε χρήστη τους και νέες θεάσεις του κόσμου. Ο μεταφραστής-πρώτος ουσιαστικά αναγνώστης ενός κειμένου που παραδίδεται στο αναγνωστικό κοινό- προτείνει μέσω του μεταφράσματος τη δική του πρόσληψη, τη δική του αντίληψη εν τέλει για τον κόσμο.

Κάτι ανάλογο φαίνεται να συμβαίνει, για παράδειγμα, με μια παλαμική μετάφραση στην ποίηση του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, μυστικό νήμα που συνδέει κατ’αρχάς τον Παλαμά με τον Μίλτο Σαχτούρη, καθώς από τη μετάφραση/ερμηνευτική εκδοχή του Παλαμά εκπηγάζει Η λησμονημένη του Σαχτούρη. Στο σχετικό μελέτημα της Τσούπρου η διαμεσολαβημένη από Παλαμά και Σαχτούρη ανάγνωση της ριλκεϊκής ποίησης συνομιλεί διακειμενικά με την Αίθουσα του Θρόνου του Αθανασιάδη, ενώ κάθε μέλος του διυποκειμενικού αναγνωστικού και συγγραφικού αυτού δικτύου αναδεικνύει με τις επιλογές του τόσο τη δική του πρόσληψη της ριλκεϊκής φιλοσοφίας όσο και (εξ αυτής) την αντίληψή του για τον κόσμο.

Και άλλα ενδιαφέροντα αινίγματα προ-τείνονται στον αναγνώστη του βιβλίου, που καλείται να ιχνηλατήσει άδηλες διαδρομές, αποτυπωμένες σε θαυμαστά «υφαντά από σημεία» (σ. 54), προσεκτικά φιλοτεχνημένα από τη συγγραφέα. Πώς ο Παπαδιαμάντης και το έργο του διαχέονται σε άλλα «κείμενα», αφήνοντας διακειμενικά, διαμεσικά και διακαλλιτεχνικά τα ίχνη τους σε αυτά; Πώς ειδολογικά και υφολογικά ίχνη της Ιστορίας ενός Αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα λανθάνουν στο έργο Η Κάθοδος των Εννιά του Θανάση Βαλτινού και πώς τα αφηγηματικά τους αρχέτυπα οδηγούν τα δύο κείμενα στο «στοιχειωδέστερο στάδιο» (σ. 85) της αφήγησης, στον πρωτογενή, απέριττο λόγο; Πώς προσλαμβάνει και αποδίδει ο ποιητικός Κοσμάς Πολίτης τη δύσκολη πεζογραφία του Χέρμαν Μέλβιλ ή τον σαιξπηρικό Βασιλιά Ληρ και πώς αποτιμώνται οι μεταφραστικές του επιλογές σε μια διακειμενική συνεξέτασή τους με άλλες μεταφραστικές εκδοχές των ίδιων έργων; Πώς ο «εμβληματικός πεζογράφος της Γενιάς του 30» Κοσμάς Πολίτης μετακλιμάτισε τη διηγηματογραφία του Λουί Αραγκόν στην Ελλάδα και ποια υπήρξε γενικώς η (σε μεγάλο βαθμό άγνωστη) αξία του ως μεταφραστή και αναγνώστη-μεταγραφέα της ευρωπαϊκής γραμματείας στην ελληνική;

Η σοφή γεωμετρία του βιβλίου ενισχύει την αναγνωστική απόλαυση: η δομή των 6 ευσύνοπτων (παρά την εμπεριστατωμένη επιστημονική τεκμηρίωση) κεφαλαίων του με τους κατατοπιστικούς προλόγους και τους ανακεφαλαιωτικούς επιλόγους είναι αληθινός θησαυρός για τον αναγνώστη. Ειδικά οι καταληκτικές παράγραφοι αφενός συνοψίζουν την πραγμάτευση του εκάστοτε θέματος και αφετέρου ενισχύουν τη διανοητική όρεξη για περαιτέρω διερεύνησή του με ερευνητικά ερωτήματα που θέτουν∙ σε αυτό βέβαια συντελούν σημαντικά τόσο η θεωρητική υποστήριξη του κειμένου και τα εύστοχα παραθέματα που το πλαισιώνουν, όσο και οι εξαντλητικές σημειώσεις με τις πλούσιες βιβλιογραφικές παραπομπές που έπονται του κειμένου (και έτσι δεν διαταράσσουν την εντυπωσιακά ρέουσα ανάπτυξή του).

Με άλλα λόγια, η πρωτοτυπία και εν πολλοίς η κύρια αξία του κειμένου έγκειται, κατά την άποψή μου, στη διπλή του αναγνωστική στόχευση: τα καλογραμμένα μελετήματα της Τσούπρου, δοκιμασμένης με επιτυχία και στη λογοτεχνική γραφή (Σε κοιτούν, Οι αντίχειρες των παλαιών θεών), διαβάζονται σχεδόν απνευστί από τον αναγνώστη που δεν διαθέτει απαραίτητα επιστημονικές γνώσεις φιλολογίας και συγκριτικής γραμματολογίας, αλλά που ενδιαφέρεται για τη γοητευτική συνομιλία αγαπημένων έργων της ελληνικής και παγκόσμιας τέχνης και λογοτεχνίας, τη ρητή ή και υπόρρητη αλληλενέργεια των κειμένων μέσω της διαμεσολαβημένης μεταβίβασής τους από τη μια αναγνωστική κοινότητα στην άλλη, την (με μπαχτινικούς όρους) διαλογοποίηση ή μονολογικοποίησή τους, τον μετακλιματισμό τους σε άλλους τόπους αλλά και καιρούς. Επιπλέον, τα επαρκέστατα επιστημονικώς κείμενα της Τσούπρου εμπλουτίζουν τη βιβλιογραφία στον ευρύτερο επιστημολογικό χώρο της συγκριτικής γραμματολογίας και των μεταφραστικών σπουδών, διαλεγόμενα με το πλούσιο βιβλιογραφικό τους υπόστρωμα, αλλά και, στο αναγνωστικό επίπεδο, με τον αναγνώστη ερευνητή και τις (πιθανές και ευκταίες) αντιδράσεις του σε αυτά.

info: Μεταφραστές και διακείμενα, Σταυρούλα Τσούπρου, Μελάνι, Αθήνα 2016

Προηγούμενο άρθροΑΦΙΕΡΩΜΑ – ΤΟΛΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ 1. Εισαγωγικό
Επόμενο άρθροΚορνηλία Πρεβεζιώτου«Υποθέσατε γυναίκα δημοσιογραφούσαν»: (της Πέρσας Αποστολή)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ