Της Έλενας Χουζούρη.
Πώς μπορεί η λογοτεχνία να διαχειριστεί με τους δικούς της τρόπους φλέγοντα θέματα της επικαιρότητας και να μην παγιδευτεί σε εύκολες επιφανειακές, προσχηματικές, ή και φωτογραφικές αναπαραστάσεις, οι οποίες δεν διαφέρουν πολύ από τα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ που ακούγονται, βλέπονται ή διαβάζονται; Απαιτείται χρόνος- και πόσος άραγε- για να μετατραπεί το βίωμα σε δημιουργική λογοτεχνική πράξη; Χρειάζεται μήπως μια πιο λοξή ματιά για να μπορέσει ο συγγραφέας να μην παγιδευτεί σ’ έναν φωτογραφικό ρεαλισμό; Μια κριτική αποστασιοποίηση; Ή μήπως μια πιο τολμηρή κατάδυση στους δυσδιάκριτους ή και σκοτεινούς τόπους της επικαιρότητας, αυτούς στους οποίους δεν φτάνει η δημοσιογραφική ματιά ή έρευνα, ακόμα και η πληρέστερη; Ερωτήματα προφανώς όχι καινοφανή. Ερωτήματα που απασχολούν τον απανταχού λογοτεχνικό κόσμο, συγγραφείς και θεωρητικούς ήδη από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όταν άρχισαν να πέφτουν στο τραπέζι οι πρώτες θεωρίες περί λογοτεχνίας και λογοτεχνικότητας. Όταν ο μοντερνισμός ήρθε να σαρώσει ρεαλισμό και νατουραλισμό. Προς τι λοιπόν, εκ νέου τα ίδια ερωτήματα; Ο λόγος έχει όνομα και αιτία: Πρόσφυγες, προσφυγικό. Θα μπορούσε να ονομάζεται και Κρίση, αλλά αυτή μοιάζει να υπερφαλαγγίστηκε από το νεώτερο αφήγημα του προσφυγικού. Αφήγημα το οποίο εμφανίζεται πλέον, ως μια σκληρότατη μεν, καθημερινή δε πραγματικότητα, καθώς σ’ αυτό καταγράφεται και περιγράφεται κάθε νεώτερη λεπτομέρεια, όσο άγρια και ανοίκεια κι αν είναι. Έτσι ώστε, τελικά, το ίδιο αυτό αφήγημα να απενεργοποιεί και να απονευρώνει όσα υποτίθεται ότι επιχειρεί να αναδείξει. Και η λογοτεχνία; Πως εγκολπώνεται το αφήγημα του προσφυγικού; Πώς καταφέρνει να διαφοροποιηθεί από τις τρέχουσες μορφές του, τον περιγραφικό, και σε πρώτο επίπεδο, λόγο του;
Δύο μυθιστορήματα έρχονται να καταθέσουν την δική τους λογοτεχνική πρόταση. Ενός Έλληνα και ενός Τούρκου συγγραφέα. Και ανάμεσά τους, θα πρόσθετα, το Αιγαίο. Όχι σαν την ειδυλλιακή, αγαπημένη των ποιητών, θάλασσα, αλλά σαν ένας υγρός και σκοτεινός καιάδας. Δύο συγγραφείς της ίδιας γενιάς, σχεδόν συνομήλικοι. Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης με «Το πέρασμα» και ο Χακάν Γκιουντάι με το «Κι άλλο».
Στο «Πέρασμα», ένα καράβι γεμάτο πρόσφυγες τσακίζεται, κυριολεκτικά, στη βραχώδη ακτή ενός μικρού, αιγειοπελαγίτικου, νησιού, μια άγρια, θυελλώδη, χειμωνιάτικη νύχτα. Όσοι από τους πρόσφυγες καταφέρνουν να σωθούν βγαίνουν, σε άθλια κατάσταση, στη στεριά, ενώ οι σοροί όσων στάθηκαν άτυχοι, ξεβράζονται η μία μετά την άλλη. Οι γεμάτες ένταση και εικαστική δύναμη εικόνες του ναυαγίου και της διάσωσης των προσφύγων, στις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος, είναι αρκετά οικείες και αναγνωρίσιμες πλέον στον αναγνώστη αφού, τα τελευταία χρόνια συγκροτούν μέρος μιας θεαματικής αφήγησης, στην οποία, δυστυχώς, τείνει να μετατραπεί η συνεχιζόμενη τραγωδία του προσφυγικού. Ωστόσο, το συγγραφικό σχέδιο του Κ. Τζαμιώτη δεν είναι στο να αρκεστεί στην ρεαλιστική – ίσως και νατουραλιστική- περιγραφή του ναυαγίου και των όσων έπονται αυτού. Ο συγγραφικός φακός του εστιάζει στις ανατροπές που επιφέρει η αιφνίδια έλευση τόσου μεγάλου αριθμού προσφύγων, από κόσμους, εν πολλοίς, ανοίκειους, και η άμεση κάλυψη στοιχειωδών επιβιωτικών αναγκών τους, στην μικρή τοπική κοινωνία, η οποία βεβαίως μπορεί να εκληφθεί συμβολικά ως μικρογραφία ολόκληρης της χώρας. Διότι, στην μικρή, μυθιστορηματική, κοινωνία που στήνει ο συγγραφέας, εκπροσωπούνται σχεδόν όλες οι θεσμικές δομές καθώς και οι διάφορες κοινωνικές κατηγορίες που συγκροτούν μια ευρύτερη συλλογικότητα. Έτσι στο μυθιστόρημα συναντούμε: Τον Δήμαρχο, τον αγροτικό γιατρό, την δασκάλα, τον υπαστυνόμο, τον ανθυπολοχαγό, τους αξιωματικούς του Λιμενικού, τον υπαρχιφύλακα, τον αποκομμένο, έως τότε, από τον έξω κόσμο, συγγραφέα, τον φιλέλληνα Γερμανό, την βορειοευρωπαία σύζυγο του Δημάρχου, τον κακό Βασίλη Τσαπλέ, έως την «ελευθεριάζουσα» χήρα. Δεν λείπουν αντιπροσωπευτικοί τύποι και από την άλλη πλευρά, των προσφύγων, με πρώτο, τον γιατρό Ρασίντ που μιλάει και ελληνικά καθότι είχε σπουδάσει στην Ελλάδα. Πρόκειται δηλαδή για ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα στο οποίο ο κάθε τύπος/χαρακτήρας, μέσα από τις πάντα τριτοπρόσωπες αφηγήσεις εμφανίζεται να αντιδρά με τον δικό του τρόπο, σύμφωνα με την κοινωνική του θέση και τις πεποιθήσεις του. Ό συγγραφέας ανοίγει συνεχώς το σκηνικό και τοποθετεί σ’ αυτό και άλλα πρόσωπα έως να ολοκληρώσει την κοινωνική και θεσμική αντιπροσώπευση της μικρής κοινωνίας του νησιού ή εκείνης που, εκ των πραγμάτων, δημιουργείται από τους πρόσφυγες. Το ερώτημα λοιπόν που θέτει το μυθιστόρημα του Τζαμιώτη είναι το πώς τοποθετείται/ υποδέχεται/ αποδέχεται ο καθείς τον ανοίκειο μεν, σε πλήρη απόγνωση και ένδεια δε, Άλλον, σε ακραίες περιπτώσεις, οι οποίες υπερβαίνουν τις όποιες, έως τότε, κατακτημένες ασφάλειες, υλικές και συναισθηματικές, σ’ ένα περιβάλλον όπου οι αναποτελεσματικές, αργόσυρτες, επίσημες, γραφειοκρατικές δομές περιπλέκουν τις καταστάσεις και οδηγούν τις εντάσεις στα άκρα. Και τελικά; Οι πρόσφυγες, κάποτε, φεύγουν. Βάρκες με νέους πρόσφυγες πλησιάζουν στο νησί και ο φαύλος κύκλος μοιάζει να συνεχίζεται, ενώ το βασικό ερώτημα παραμένει αναπάντητο. Δυστυχώς όμως και η λογοτεχνική «απάντηση» την οποία φιλόδοξα επιχειρεί να δώσει ο συγγραφέας είναι, εν πολλοίς, αδύναμη λογοτεχνικά διότι δεν κατορθώνει να υπερβεί τα ήδη αναγνωρίσιμα, από την καθημερινή πλέον επικαιρότητα του προσφυγικού, περιγράμματα. Παραμένει έτσι στην περιγραφή, και την σχηματοποίηση των καταστάσεων αλλά και των χαρακτήρων, αρκετοί από τους οποίους είναι προσχηματικοί. Προβλέψιμες, σε πολλές περιπτώσεις, και οι αντιδράσεις τους. Απλοικοί κάποτε και οι διάλογοι μεταξύ τους. Εν κατακλείδει, το μυθιστόρημα, περιορίζεται στην επιφάνεια των πραγμάτων και δεν σκάβει βαθύτερα ώστε να αναδειχθούν πλευρές άγνωστες και μη προσεγγίσιμες από την καθημερινή επικαιροποιημένη αφήγηση περί προσφυγικού και προσφύγων.
Αντίθετα, από την απέναντι πλευρά του Αιγαίου ο σαραντάρης Τούρκος συγγραφέας Χακάν Γκιουντάι έρχεται να δώσει μια εντελώς διαφορετική και σαφώς πιο ρηξικέλευθη απάντηση στο μυθιστόρημα του «Κι άλλο». Ο Γκιουντάι επιχειρεί να διεισδύσει στον απεχθή κόσμο των δουλεμπόρων και των διακινητών, όχι για να τον περιγράψει, αφηγούμενος απλώς κάποιες ιστορίες σχετικές με αυτόν, αλλά για να φωτίσει τις σκοτεινές πλευρές του, εστιάζοντας στα άδυτα της ψυχοσύνθεσής των εκφραστών του. Τα βασικά ερωτήματα που απασχολούν τον Τούρκο συγγραφέα είναι: Μέσα από ποιες διαδικασίες ένας άνθρωπος, νεαρής ιδιαίτερα ηλικίας, μπορεί να φτάσει να μεταλλαχθεί σε δουλέμπορο; Ποια είναι τα γνωρίσματα της ψυχοσύνθεσης του και πώς εκφράζονται; Τι είδους εξουσία έχει έναντι των ανθρώπων που διακινεί και έως πού μπορεί να φτάσουν τα όριά της; Και ακόμα πιο πέρα, μπορούν αυτές οι σχέσεις να αναπαραχθούν από τους ίδιους τους πρόσφυγες, μέσα στην ομάδα τους, προκειμένου να επιβιώσουν; Εξάλλου, η απαίτηση «Κι άλλο» ισοδυναμεί με αίτημα ζωής.
Ο βασικός πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος είναι ο έφηβος Γκαζά, που ζει σε μια μικρή κωμόπολη, της Τουρκίας, ένα πανέξυπνο αγόρι, με ιδιαίτερες μαθησιακές ικανότητες, λάτρης της γνώσης και των βιβλίων, όταν και όπου μπορεί να τα προμηθευτεί. Ένας μαθητής που κατορθώνει να κερδίσει μια από τις πρώτες θέσεις, σε μαθητικό διαγωνισμό, σε ολόκληρη την Τουρκία. Ωστόσο ο Γκαζά δεν θα μπορέσει να ανοίξει τα φτερά του, όπως του αξίζει, αλλά θα μεταλλαχθεί σ’ έναν κυνικό μικρό δυνάστη, κάτω από τον απόλυτο έλεγχο, την αφόρητη καταπίεση και χειραγώγηση του αδίστακτου δουλέμπορου-διακινητή πατέρα του, προς τον οποίο τρέφει αισθήματα αγάπης και μίσους. Δεν είναι τυχαία η πρώτη πρόταση με την οποία αρχίζει το μυθιστόρημα: «Αν ο πατέρας μου δεν ήταν δολοφόνος δεν θα είχα γεννηθεί ούτε εγώ» ή λίγες γραμμές παρακάτω διαβάζουμε «Αν ο πατέρας μου δεν ήταν δολοφόνος δεν θα γινόμουν ούτε εγώ». Του τι σημαίνουν αυτές οι πρώτες «δηλώσεις» του αφηγητή –ακούμε πάντα, την, σε πρώτο πρόσωπο, αφηγηματική φωνή του Γκαζά- αποκαλύπτεται στις επόμενες σελίδες. Από τα εννιά του μόλις χρόνια ο Γκαζά υποχρεώνεται από τον πατέρα του να τον βοηθάει στην διαδικασία απόκρυψης των παράνομων προσφύγων, με κάθε μέσον, αλλοιώνοντας σταδιακά και δηλητηριάζοντας την παιδική του ψυχοσύνθεση. Αποτέλεσμα είναι ότι το παιδί αρχικά, ο έφηβος λίγο αργότερα Γκαζά να εμποτιστεί με τα πιο κακά και αδίστακτα συναισθήματα, με την πεποίθηση ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να επιβιώσει κανείς μέσα στον σκληρό κόσμο με τον οποίο αναγκάζεται να έρχεται σε καθημερινή επαφή. Διότι στην βρώμικη υπόθεση της διακίνησης των παράνομων μεταναστών από την Τουρκία στα ελληνικά νησιά, απέναντι, μπλέκονται μια σειρά θεσμικοί παράγοντες της μικρής κωμόπολης, από τον δήμαρχο ως τον διοικητή της Χωροφυλακής που λαδώνεται χοντρά για να κάνει τα στραβά μάτια. Ώσπου μια μέρα, άθελά του, ο Γκαζά προκαλεί τον θάνατο ενός Αφγανού, του Τζουμά, του μόνου με τον οποίο είχε καταφέρει να αναπτύξει μια πιο ανθρώπινη σχέση. Αυτός ο θάνατος σημαδεύει συνειδησιακά τον νεαρό πρωταγωνιστή, και ο Τζουμά μετατρέπεται σε φωνή της συνείδησής του. Καθώς ο Γκαζά βουλιάζει όλο και περισσότερο στο κακό, αυτή η φωνή δυναμώνει, εντείνοντας τον διχασμό του ανάμεσα σε ό,τι πράττει και σε ό,τι σκέφτεται. Ταυτόχρονα ενεργοποιούνται περισσότερο τα συναισθήματα μίσους και εκδίκησης απέναντι στον πατέρα του, όταν σταδιακά και χωρίς την ελάχιστη ωραιοποίηση, αντιλαμβάνεται, σε όλη της την έκταση, την κακότητα του γεννήτορά του, καθώς και τις ευθύνες του για τον θάνατο της μητέρας του. Σαν αποκορύφωμα αυτής της ακραίας κατάστασης, όταν ο πατέρας του Γκαζά, του αναθέτει να κρύψει μια ομάδα προσφύγων, εκείνος τους φυλακίζει σε μια αποθήκη και αρχίζει να τους επιβάλλει μια σειρά ψυχολογικών βασανιστηρίων για να διαπιστώσει τις αντιδράσεις τους, ουσιαστικά εκμεταλλευόμενος τις στοιχειώδεις ανάγκες επιβίωσής τους, που εκφράζονται με το απελπισμένο αίτημα «Κι άλλο», και προπαντός με το αγωνιώδες ερώτημα «Πότε φεύγουμε». Μέσα στην αποθήκη παίζεται ένα απάνθρωπο παιχνίδι εξουσίας από τον καταπιεσμένο Γκαζά προς τους ανυπεράσπιστους πρόσφυγες που όμως, με τη σειρά τους, αναπαράγουν αυτό το παιχνίδι και μεταξύ τους, προκειμένου να κερδίσουν την εύνοια του καταπιεστή τους. Θεωρώ ότι οι σελίδες αυτές είναι από τις πιο δυνατές και πιο σκληρές ταυτόχρονα του μυθιστορήματος. Κάποτε η ομάδα παίρνει το πράσινο φως για να φύγει, κρυμμένη στο φορτηγό του πατέρα του. Σε κάποιο κακοτράχαλο δρόμο όμως, το φορτηγό παρεκκλίνει από την πορεία του και πέφτει σ’ έναν γκρεμό. Όλοι οι πρόσφυγες σκοτώνονται εκτός από τον Γκαζά που τραυματισμένος κατορθώνει να επιβιώσει ανάμεσα στα πτώματα των προσφύγων. Το ατύχημα φέρνει στο φως ολόκληρο το κύκλωμα των διακινητών και των συνεργατών τους στη γενέτειρα του Γκαζά, από τον πατέρα του έφηβου έως τον δήμαρχο της κωμόπολης. Από δω και πέρα για τον Γκαζά, ο οποίος με την κατάθεσή του συντελεί στην εξάρθρωση του δικτύου, ανοίγει ένα άλλο κεφάλαιο, κι έτσι μπαίνουμε στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος. Ο Γκαζά οδηγείται στην Άγκυρα σ’ ένα οικοτροφείο και συνεχίζει τις σπουδές του, φτάνοντας με εξαιρετική επιτυχία έως το Πανεπιστήμιο. Η αγάπη του για διάβασμα και γνώση εκπληρώνεται πλήρως. Ωστόσο το σκοτεινό παρελθόν του τον κυνηγάει σε κάθε του βήμα. Η φωνή του Τζουμά, οι εικόνες από την αποθήκη, ο συγχρωτισμός του με τα πτώματα των προσφύγων, όλα όσα έζησε στην παιδική και εφηβική του ηλικία έρχονται και επανέρχονται ως συχνοί εφιάλτες στη ζωή του και σταδιακά τον αποδιοργανώνουν εντελώς. «Το παρελθόν μου που στεκόταν στο σκοτάδι. Είχε στηθεί μπροστά μου σαν ζώο χωρίς συγκεκριμένο σχήμα και με κοιτούσε. …». Ο Γκαζά αναζητά την εξιλέωση, κυρίως, για τον θάνατο που ακούσια προκάλεσε στον νεαρό Αφγανό πρόσφυγα και αποφασίζει να ξεκινήσει το αντίστροφο από εκείνον ταξίδι. Να γίνει πρόσφυγας στην πατρίδα του πρόσφυγα. Να ακολουθήσει τις διαδρομές που εκείνος και οι άλλοι πρόσφυγες έκαναν, από τις πατρογονικές τους εστίες έως το Κάνταλι, όπου φορτώνονταν στο φορτηγό του πατέρα του για να φτάσουν στα παράλια και από κει με βάρκες να διασχίσουν το Αιγαίο μέχρι τα ελληνικά νησιά. Η πρώτη στάση γίνεται στη γενέτειρά του. Ο Γκαζά πηγαίνει στην Οδό Σκόνης όπου ήταν το πατρικό του και το βρίσκει καμένο. Έχει μείνει μόνον η αποθήκη στην οποία αναγκάζεται να μείνει όπως ακριβώς οι πρόσφυγες. Οι επόμενοι τόποι εναλλάσσονται, ο ένας μετά τον άλλον. Σ’ αυτούς, ο Γκαζά έρχεται σ’ επαφή με άγνωστές του συμπεριφορές και νοοτροπίες, εχθρικές και σκληρές σε κάποιες περιπτώσεις, ότι, εξ αντιθέτου, συνέβαινε και με τους πρόσφυγες. Το μυθιστόρημα κλείνει με τον Γκαζά να φτάνει στο σπαρασσόμενο από τους πολέμους Αφγανιστάν, και να πλησιάζει στο χωριό από όπου είχε φύγει ο Τζουμά, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Και τότε; Ο συγγραφέας δίνει μια εξαιρετική λύση, την οποία αφήνω στην δικαιοδοσία του αναγνώστη.
Ότι συμβαίνει στο μυθιστόρημα το παρακολουθούμε μέσα από την ασθματική, παραληρηματική, αρκετές φορές, πρωτοπρόσωπη αφήγηση του ίδιου του νεαρού ήρωα. Κάποιες φορές παρεμβάλλονται οι υποτιθέμενοι διάλογοι ανάμεσα στον ήρωα και στην φωνή του νεκρού Τζουμά, την φωνή δηλαδή της συνείδησής του που τον καθοδηγεί. Ο Γκιουντάι καταφέρνει όχι μόνον να διεισδύσει και να φωτίσει τις πιο σκοτεινές πτυχές της ψυχοσύνθεσης των διακινητών-δουλεμπόρων, αλλά να αναδείξει, αφενός πως λειτουργούν αυτά τα κυκλώματα και αφετέρου την εμπλοκή των εκπροσώπων της επίσημης Πολιτείας, δηλαδή της χώρας του. Ωστόσο, το μυθιστόρημα του Γκιουντάι, έχει κατά την γνώμη μου, ένα μείον: Ότι βάζει τον ήρωά του, από τα δεκαπέντε του ακόμα, να προχωρεί σε σύνθετες πολιτικές και κοινωνικές αναλύσεις, οι οποίες, όσο κι αν προέρχονται από έναν πανέξυπνο και φιλοαναγνώστη έφηβο δεν δικαιολογούνται. Σαφώς πρόκειται για σκέψεις και απόψεις του συγγραφέα οι οποίες βαραίνουν το μυθιστόρημα και το εμφανίζουν έως και να πολυλογεί. Θεωρώ ότι χωρίς αυτές τις σελίδες ή έστω λιγότερες, ο Γκιουντάι θα είχε γράψει ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα για το προσφυγικό. Ακόμα όμως κι έτσι το μυθιστόρημα του Τούρκου συγγραφέα ξεχωρίζει για την ευρηματικότητά του, την αφηγηματική του δύναμη και τέλος την τόλμη του να μην χαιδέψει συνειδήσεις αλλά να τις προκαλέσει και να τις διεγείρει σε όποια πλευρά κι αν ανήκουν, είτε στους θύτες είτε στα θύματα και τούμπαλιν. Η χειμαρρώδης γλώσσα του μυθιστορήματος αναδεικνύεται στο ακέραιο χάρη στην μετάφραση της Στέλλας Βρεττού, καθόλα έμπειρης μεταφράστριας από τα τουρκικά στα ελληνικά. Υπενθυμίζω ότι η Στέλλα Βρεττού είναι η μεταφράστρια ολόκληρου του έργου του Ορχάν Παμούκ. Να προσθέσω, τέλος, ότι το «Κι άλλο» βραβεύτηκε με το Le Pris Medicis, ένα από τα πιο σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία παγκοσμίως, που δίνεται στην Γαλλία σε μυθιστόρημα ξένου συγγραφέα. Γενικότερα, ο Χακάν Γκιουντάι θεωρείται από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς της νεώτερης γενιάς των συγγραφέων της Τουρκίας.
info: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΖΑΜΙΩΤΗ: ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ [ΕΚΔ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ]
ΧΑΚΑΝ ΓΚΙΟΥΝΤΑΙ: ΚΙ ΑΛΛΟ [ΕΚΔ. ΩΚΕΑΝΙΔΑ]