“Προδότες παντού” (διήγημα του Πολυχρόνη Κουτσάκη)    

0
122
Pietro Caruso exits police van, helped out by police / Caruso is on crutches, limps with assistance, guarded by police on either side / tied to a chair, given last rites by priest / police point guns at Caruso, shoot him / priest comes up to body and says prayer / Caruso's body is untied from chair.

Πολυχρόνης Κουτσάκης

Τη μέρα που μας πήγαν για εκτέλεση είχα ξυπνήσει πιο ευτυχισμένη από ποτέ. Όχι επειδή ο Ρίκι μου είχε χαρίσει το μεγαλύτερο διαμάντι στον κόσμο, σιγά, διαμάντια είχα πολλά. Ήμουν ευτυχισμένη επειδή το προηγούμενο βράδυ είχαμε κάνει έρωτα όπως τις πρώτες μέρες της σχέσης μας, τότε που με είχε πρωτοδεί στην παρέλαση με το σχολείο και είχε ζητήσει να είμαι στο μέγαρό του το ίδιο βράδυ. Από τότε, το μέγαρο έγινε το σπίτι μου κι όταν τον έβλεπα να επιστρέφει σπίτι, με τη στολή, έλιωνα. Ακόμα και η παραξενιά του στο σεξ μου άρεσε, κι ας πονούσα μερικές φορές λίγο παραπάνω όταν τα χαστούκια του ξέφευγαν. Ότι κι αν μου έκανε με έκανε ευτυχισμένη, γιατί ήμουν ευτυχισμένη με το να τον ικανοποιώ. Ήταν πολύ καλύτερα να ικανοποιώ τον Ρίκι, που μου έλεγε στο τέλος ότι με αγαπούσε. Πολύ καλύτερα απ’ το να κάνω την υπηρέτρια του πατέρα μου και της μητριάς μου. Πολύ καλύτερα από το να με μαστιγώνουν και οι δυο τους στα πόδια και στην πλάτη με τις ζώνες τους, μέσα στο σπίτι που μεγάλωσα, επειδή ότι κι αν έκανα τσατίζονταν μαζί μου.

Μετά τον πρώτο καιρό, οι επαφές μας με τον Ρίκι είχαν αραιώσει, παρόλο που με διαβεβαίωνε ότι με αγαπούσε το ίδιο. Δεν είχε ελεύθερο χρόνο, ήταν διαρκώς πιεσμένος, τον έπνιγαν οι ευθύνες του. Δεν είναι εύκολο να είσαι ένας μεγάλος ήρωας πατριώτης.

Ξύπνησα από τη φασαρία. Είχαν μπει στο παλάτι, μάλλον από τη μυστική είσοδο. Κάποιος τους είχε ανοίξει. Βρομεροί, άθλιοι άνθρωποι. Προδότες, προδότες παντού. Σκότωσαν τους φρουρούς μας, πυροβολούσαν ότι έβρισκαν, ακόμα και τον πολυέλαιο που είχα φέρει από το Παρίσι και την διπλή ντουλάπα με την συλλογή μου από τα Maison Margiela και τα Rene Caovilla. Αγροίκοι.

Μας πήραν όπως ήμασταν, με τα εσώρουχα, μας έσερναν στα δωμάτια του παλατιού και κάτω στις σκάλες. Φοβόμουν, αλλά έβλεπα τον Ρίκι δίπλα μου ατάραχο, να δηλώνει τον στρατιωτικό βαθμό του και να απαιτεί να μας αφήσουν ελεύθερους, και φούσκωνα από περηφάνια. Ο άντρας μου, που τόσο είχε συκοφαντηθεί στην προσπάθειά του να φέρει την ευημερία στη χώρα, που οι πολιτικοί την είχαν βουλιάξει επί δεκαετίες. Δεν μ’ ένοιαζαν οι συκοφαντίες, που έρχονταν κυρίως από τα sites του εξωτερικού – είχα σταματήσει πια να τα διαβάζω, τα σιχαμένα και συμφωνούσα απολύτως με το μέτρο που είχε πάρει ο Ρίκι, να μην επιτρέπεται η πρόσβαση στα περισσότερα. Όλες οι εικόνες που έδειχναν ήταν κατασκευασμένες, όπως τα λόγια τους, για να δημιουργούν μια λάθος εικόνα στον έξω κόσμο. Αλλά εγώ ήξερα πως ο Ρίκι είχε βαθιά μέσα του την αίσθηση του δικαίου. Αρκεί ο απέναντί του να αγαπούσε την πατρίδα και να καταλάβαινε την προσπάθεια που έκανε ο Ρίκι για να την στήσει ξανά στα πόδια της.

Ειδικά αυτά που έγραφαν, ότι τάχα ο λαός πεινούσε κι ο Ρίκι ζούσε σαν άρχοντας με την μικρή τσουλίτσα του… Άθλιοι. Ο λαός πεινούσε επειδή οι μεγάλες δυνάμεις ήθελαν να μας ελέγχουν και μας έκαναν εμπάργκο για να ρίξουν τον Ρίκι. Ναι, εμείς ζούσαμε πιο καλά από τους περισσότερους, αλλά αυτό δεν συμβαίνει με όλους τους αρχηγούς κρατών; Και τι νόημα θα είχαν οι εκλογές, αφού ξέραμε ότι ο λαός αγαπάει πολύ τον Ρίκι και ότι οι εχθροί μας χρηματοδοτούσαν διεφθαρμένους πολιτικούς για να μας ανατρέψουν σε πρώτη ευκαιρία; Πόλεμο ζούσαμε, και στον πόλεμο όπως μου είχε εξηγήσει ο Ρίκι δεν κάνεις εκλογές, γιατί οποιαδήποτε αναταραχή θα οδηγήσει στην ήττα της χώρας.

Μας πήγαν σ’ ένα χωριό, κάπου έξω απ’ την πρωτεύουσα. Άπλωσα τα δεμένα χέρια μου και ακουμπούσα τα χέρια του Ρίκι μέσα στην καρότσα που μας μετέφερε. Είχε φοβερή ζέστη και η καρότσα μύριζε, σαν να την χρησιμοποιούσαν συνήθως για να μεταφέρουν ζώα, σκέτη αηδία. Μας έσερναν από σπίτι σε σπίτι, δεν καταλάβαινα στην αρχή γιατί, αφού τα σπίτια ήταν άδεια. Άρχισαν να μας δείχνουν φωτογραφίες των ανθρώπων που ζούσαν εκεί – τότε κατάλαβα, ήταν ένα από τα χωριά των προδοτών, που ο Ρίκι είχε στείλει τον στρατό για να τα απολυμάνει. Αυτή ήταν η αγαπημένη του λέξη.

Μας έδειξαν φωτογραφίες μωρών και μικρών παιδιών, ούρλιαζαν στην μούρη μας πως δεν νιώθαμε τίποτα, πως ήμασταν δολοφόνοι. Ψέματα, όλα. Φυσικά μ’ ένοιαζε να είναι καλά τα παιδιά της πατρίδας. Αλλά όχι τα παιδιά των προδοτών, δεν είχε νόημα αυτά τα παιδιά να μεγαλώσουν, αφού ήταν άτυχα και γεννήθηκαν σε τέτοια σπίτια. Να μεγαλώσουν να κάνουν τι, να προδώσουν κι αυτά την πατρίδα;

Εκτέλεσαν τον Ρίκι με τα χέρια δεμένα, τέτοιοι δειλοί ήταν, τόσο πολύ τον φοβόντουσαν μέχρι την τελευταία στιγμή. Στο απόσπασμα, πριν ρίξουν, μας ζήτησαν να πούμε αν μετανιώνουμε για κάτι.

«Έκανα πάντα το καθήκον μου για να γίνει η πατρίδα μεγάλη» είπε ο Ρίκι. Εγώ δεν μίλησα.

Τον κοιτούσα, εκεί με τα εσώρουχα, με το τέλειο αθλητικό του παράστημα, να είναι τόσο μεγαλύτερος απ’ όλα τα τίποτα απέναντί μας που τον κοιτούσαν με μίσος. Και ήμουν τόσο περήφανη, που θα πέθαινα μαζί του. Περήφανη και ερωτευμένη, πάντα με ξετρέλαινε όταν έπαιρνε το αγέρωχο ύφος του.

Εμένα την τελευταία στιγμή δεν με σκότωσαν, ήρθε, λέει, χάρη από την επαναστατική κυβέρνηση και με καταδίκασαν σε ισόβια.

Δεν μπορούν να φανταστούν πόσο μεγάλο λάθος έκαναν. Μέχρι την τελευταία μου ανάσα θα τους πολεμάω.

 

Προηγούμενο άρθρο15+1 νέα βιβλία ελληνικής ιστορίας, από το ’21 μέχρι τις μέρες μας (του Σπύρου Κακουριώτη)
Επόμενο άρθροΔανειστική βιβλιοθήκη με άποψη; O Θεόδωρος Γρηγοριάδης συζητά την εμπειρία του με τον Γιάννη Ν. Μπασκόζο

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ