του Ευριπίδη Γαραντούδη [1]
Η απολύτως επαινετή πρωτοβουλία των Κοσμητόρων της Φιλοσοφικής Σχολής και της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Ε.Κ.Π.Α. να διοργανώσουν αυτή τη διημερίδα, αρχίζει με αυτή την πρώτη συνεδρία το θέμα της οποίας είναι «Προγράμματα σπουδών και εκδοτική παραγωγή: Η διαλεκτική της συνδυαμόρφωσης;». Θέτω, λοιπόν, κατευθείαν το ερώτημα του τίτλου της συνεδρίας: υπάρχει, άραγε, σήμερα διαλεκτική συνδιαμόρφωσης ανάμεσα στα προγράμματα σπουδών των ελληνικών δημόσιων Πανεπιστημίων και την εκδοτική παραγωγή που συνδέεται με αυτά; Προφανώς ο βασικός κρίκος της σύνδεσης είναι το δωρεάν διανεμόμενο στους φοιτητές και τις φοιτήτριες (και πληρωμένο από το ελληνικό κράτος σε εκδοτικές εταιρείες-επιχειρήσεις) διδακτικό σύγγραμμα. Προκειμένου λοιπόν να θέσω ένα πλαίσιο διαλόγου, θα διατυπώσω μια σειρά από διαπιστώσεις και σκέψεις βασισμένες στην εμπειρία της περίπου εικοσιπεντάχρονης διδακτικής και εν γένει ακαδημαϊκής θητείας μου σε Τμήματα Φιλολογίας ελληνικών Πανεπιστημίων. Ο στόχος των διαπιστώσεων και σκέψεών μου είναι –οφείλω να το πω εξαρχής– να περιγράψω μια κατάσταση συνδιαμόρφωσης που μου φαίνεται από προβληματική έως σπασμωδική.
Ένα πρώτο κρίσιμο ζήτημα είναι η στάση του ίδιου του διδακτικού προσωπικού των ελληνικών Πανεπιστημίων έναντι του διδακτικού συγγράμματος. Υπάρχουν, λοιπόν, δύο εκ διαμέτρου αντίθετες στάσεις που παρατηρούνται σε διαφορετικά ακαδημαϊκά περιβάλλοντα: η πρώτη στάση είναι ότι το να διανέμουμε οι Πανεπιστημιακοί στο πλαίσιο μαθήματός μας γραμμένο από εμάς τους ίδιους διδακτικό σύγγραμμα συνιστά απαράδεκτη ενέργεια επειδή μια τέτοια πράξη εξισώνεται με αθέμιτο πλουτισμό. Η άλλη στάση είναι να διαθέτουμε τα βιβλία μας ως διδακτικά συγγράμματα των μαθημάτων μας, χωρίς να υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα. Απόρροια μάλιστα αυτής της δεύτερης στάσης, που ομολογουμένως οδηγεί μέχρι στο σημείο να γράφονται και να εκδίδονται βιβλία με αποκλειστικό γνώμονα τη διάθεσή-πώλησή τους ως διδακτικών συγγραμμάτων, είναι η αρκετά γενικευμένη, τα τελευταία χρόνια, στον Τύπο διαμαρτυρία ότι το ελληνικό κράτος σπαταλά οικονομικούς πόρους προς όφελος πρωτίστως των εκδοτών και δευτερευόντως του διδακτικού προσωπικού των Πανεπιστημίων. Επιπλέον τα τελευταία χρόνια, όπως είναι γνωστό, θεσμικά πρόσωπα ή συλλογικότητες που συνδέονται και με ακαδημαϊκά περιβάλλοντα πρότειναν και προτείνουν την υιοθέτηση ηλεκτρονικών βιβλίων ως διδακτικών συγγραμμάτων.
Ποια είναι η προσωπική γνώμη μου για την παραπάνω κατάσταση; Θεωρώ φανερή ή λανθάνουσα ιδεοληψία την άποψη ότι ο πανεπιστημιακός δάσκαλος πρέπει να είναι ένας πτωχοπρόδρομος ή ένας ενανθρωπισμένος άγγελος λυτρωμένος από τις γήινες και υλικές μέριμνες. Όπως, επίσης, πιστεύω ότι είναι γενική και αδιάκριτη, και γι’ αυτό ισοπεδωτική, η μομφή προς τους ιδιοτελείς κρατικοδίαιτους δημόσιους λειτουργούς που όμως τα «παίρνουν» και από όπου αλλού τους δίνεται η ευκαιρία. Ας μου επιτραπεί να το πω λίγο εμφατικά – για κάθε σοβαρό επιστήμονα και πανεπιστημιακό δάσκαλο η παραγωγή συναρτημένου με την επιστήμη του έργου που προορίζεται (και σωστά προορίζεται) για τον εκδοτικό χώρο δεν υπαγορεύεται από την προοπτική του οικονομικού κέρδους, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι αποκλείεται δευτερογενώς η πιθανότητα της οικονομικής ωφέλειας. Εξάλλου η πραγματικότητα των τελευταίων ετών, εκείνων της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, είναι τόσο αναντίρρητη, που οφείλουμε να είμαστε ειλικρινείς. Σε ό,τι, λοιπόν, αφορά εμένα δεν διστάζω διόλου να ομολογήσω ότι κρίνω και επιλέγω τη διάθεση βιβλίων μου ως διδακτικών συγγραμμάτων, χωρίς να τα γράφω αποκλειστικά ή κυρίως ως τέτοια, ως έναν έντιμο τρόπο να εξοφλήσω τους εκδότες μου για το γεγονός ότι δέχονται να εκδώσουν τα βιβλία μου, χρηματοδοτώντας τα με δικούς τους πόρους. Αν μάλιστα εξετάσουμε την εκδοτική παραγωγή των φιλολογικών μελετών στα χρόνια της κρίσης, θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχει πολύ μεγάλη μείωση, λόγω της πολύ περιορισμένης εμπορικής ζήτησης αυτής της κατηγορίας. Με άλλα λόγια, για να μπορέσει κάποιος σήμερα να εκδώσει φιλολογική μελέτη, χωρίς να πληρώσει τον εκδότη, κατά κανόνα είναι πανεπιστημιακός και διαθέτει τα βιβλία του ως διδακτικά συγγράμματα.
Βεβαίως λοιπόν –για να επανέλθω στο ερώτημα που θέτει ο τίτλος της συνεδρίας– θα έπρεπε να υπάρχει μια δυναμική διαλεκτική λειτουργικής και αμοιβαία επωφελούς συνδιαμόρφωσης ανάμεσα στα προγράμματα σπουδών των ελληνικών δημόσιων Πανεπιστημίων και την εκδοτική παραγωγή. Αλλά πώς είναι δυνατό αυτή η διαλεκτική να αναπτυχθεί στην παρούσα προβληματική κατάσταση; Δεν είναι δυνατόν επειδή ο βασικότερος πόλος ή άξονας της συνδιαμόρφωσης, το δωρεάν διανεμόμενο διδακτικό σύγγραμμα, κινείται τα τελευταία χρόνια επάνω σε ένα πεδίο κινούμενης άμμου. Αυτή την κινούμενη άμμο συνθέτουν οι κατά καιρούς προστριβές και οι δημόσιες αντεγκλήσεις μεταξύ του Υπουργείου Παιδείας και των εκδοτών επιστημονικού βιβλίου, η εισαγωγή ολοένα και περισσότερο περιοριστικών όρων στη χρηματοδότηση από το κράτος των βιβλίων ως διδακτικών συγγραμμάτων, το υποστηριζόμενο από ορισμένους κύκλους σχέδιο για την προώθηση του ηλεκτρονικού βιβλίου ως διδακτικού συγγράμματος. Αλλά ό,τι κυρίως κάνει την κινούμενη άμμο πιο επισφαλή είναι αυτό που όλοι ξέρουμε, ότι το κύριο διακύβευμα της όλης ιστορίας γύρω από τα διδακτικά συγγράμματα, το μήλο της έριδος ή του πόθου, όπως θα έλεγαν οι φιλόλογοι, είναι τα χρήματα, η οικονομική δαπάνη: η μείωσή της ή η διατήρησή της. Έτσι, όμως, επιπρόσθετα, το δωρεάν διανεμόμενο και, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, έντυπο διδακτικό σύγγραμμα απαξιώνεται ολοένα και περισσότερο όχι μόνο ως υλικό-εμπορικό προϊόν, αλλά και ως συμβολική αξία, κληροδοτημένη από το βάθος του ανθρώπινου πολιτισμού: εννοώ την αξία του έγκυρου στο περιεχόμενό του, λειτουργικού κατά την ανάγνωσή του και επίσης καλαίσθητου βιβλίου. Πρόσφατα πληροφορήθηκα από εκδότη ανθολογίας μου της ποίησης του 20ού αιώνα, που διανέμεται ως διδακτικό σύγγραμμα, ότι της επιβάλλεται χρηματική μείωση, επειδή το βιβλίο έχει μεγάλο ποσοστό λευκής σελίδας. Στη λογική, λοιπόν, του ελληνικού κράτους τα βιβλία με ποιήματα, τουλάχιστον εκείνα που προορίζονται για τους φοιτητές, δεν πρέπει να τυπώνονται σε στίχους.
Για να κλείσω το ζήτημα των διδακτικών συγγραμμάτων, θα σχολιάσω το ερώτημα αν αποτελεί θετική προοπτική η εισαγωγή των ηλεκτρονικών βιβλίων ως διδακτικών βοηθημάτων. Το παράδειγμα του «Κάλλιπου», που όλοι γνωρίζουμε, της πρώτης διαδικτυακής βάσης με ανοιχτά πανεπιστημιακά συγγράμματα, όπου πλέον διατίθενται σήμερα εκατοντάδες βιβλία, ενώ έχουν συμμετάσχει ως συγγραφείς και κριτές χιλιάδες πανεπιστημιακοί καθηγητές,[2] είναι μάλλον θετικό. Προφανώς το συνολικό αποτέλεσμα, στον βαθμό που εγώ μπορώ να το κρίνω από τη σκοπιά της ειδικότητάς μου, του φιλόλογου νεοελληνιστή, είναι άνισο: στον «Κάλλιπο» υπάρχουν καλά και μέτρια βιβλία. Κάποια από αυτά θα μπορούσαν να εκδοθούν και από το ελεύθερο εμπόριο του βιβλίου, κάποια άλλα μάλλον όχι. Τα καλά ανάμεσά τους όντως μπορούν και συμβάλλουν θετικά στη συνδιαμόρφωση προγραμμάτων σπουδών και παραγωγής ηλεκτρονικών βιβλίων. Αν κάτι, πάντως, προσωπικά ως βιβλιόφιλο με ενοχλεί σε εγχειρήματα τύπου «Κάλλιπου» είναι, θα το πω ρητά, η τσαπατσουλιά και η μορφική αυθαιρεσία· εννοώ την ισοπεδωτική παραχώρηση των δικαιωμάτων, των ελευθεριών και των υποχρεώσεων του εκδότη, του ανθρώπου που ξέρει να παράγει σωστά βιβλία, στις ιδιωτικές πρωτοβουλίες του κάθε συγγραφέα-χειριστή ηλεκτρονικών προγραμμάτων παραγωγής κειμένου, τύπου word. Ας συγκρίνει κανείς μερικά από τα βιβλία της πλατφόρμας του «Κάλλιπου» και θα καταλάβει καλύτερα τι εννοώ. Αν πάντως σκεφτούμε τον ορίζοντα της γενικευμένης, κατά τη γνώμη μου απευκταίας, καθιέρωσης των ηλεκτρονικών βιβλίων ως διδακτικών συγγραμμάτων, το μέλλον είναι διαφαινόμενο: το κράτος θα απαλλαγεί (όπως επιθυμεί) από τη χρηματοδότηση των διδακτικών συγγραμμάτων, οι εκδότες επιστημονικών βιβλίων θα στερηθούν (όπως δεν επιθυμούν) μια βασική πηγή εσόδων ή και το μέσο της επιβίωσής τους και οι συγγραφείς πανεπιστημιακοί πολύ γρήγορα δεν θα μπορούν να εκδίδουν έντυπα βιβλία, ενώ θα δουν τα ηλεκτρονικά βιβλία και συγγράμματά τους να διατίθενται δωρεάν από ρωσικές ιστοσελίδες τύπου Library genesis. Το επιχείρημα ορισμένων ότι το ηλεκτρονικό βιβλίο συγχρονίζεται με τις τεχνολογικές εξελίξεις και είναι περισσότερο λειτουργικό ή οικείο στους φοιτητές έχει μια κάποια βάση. Η γνώμη μου είναι ότι η αξιοποίηση ηλεκτρονικών βιβλίων για τις διδακτικές ανάγκες πρέπει να συνδυαστεί με την παράλληλη χρήση έντυπων βιβλίων, και για έναν επιπρόσθετο λόγο: τα θεσμικά περιβάλλοντα, όπως είναι και το Πανεπιστήμιο, οφείλουν να λειτουργούν ως μηχανισμός ανάσχεσης απέναντι στην πολιτισμική καταιγίδα συρρίκνωσης της ανάγνωσης στην οθόνη του κινητού τηλεφώνου – σύμπτωμα έξης που πλέον παρατηρείται ολοένα και συχνότερα στο φοιτητικό ακροατήριο των πανεπιστημιακών μαθημάτων.
Αν αυτή είναι η παρούσα κατάσταση, όψεις της οποίας προσπάθησα να περιγράψω και να κρίνω, θα μιλήσω εν συντομία στη συνέχεια για το δέον γενέσθαι. Προφανώς τα πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών, σε όλα τα γνωστικά πεδία, στον βαθμό που αυτά τα προγράμματα συνδέονται στενά και ακολουθούν την πρόοδο της επιστήμης, μέσω της αναθεώρησης του παρελθόντος της και της εκλαϊκευτικής προβολής της γνώσης, πρέπει να συνδιαμορφώνονται με την εκδοτική παραγωγή, όπως είπα νωρίτερα, μέσα από μια δυναμική σχέση αμφίπλευρης ωφέλειας. Οι κατά το δυνατόν καλύτερες ακαδημαϊκές μελέτες, στην αιχμή της επιστημονικής γνώσης, τόσο στο επίπεδο της πρωτογενούς έρευνας όσο και σε εκείνο της εκλαΐκευσης της επιστήμης, μπορούν να τροφοδοτήσουν μια εκδοτική παραγωγή που αφενός να επιστρέφει στο ίδιο το Πανεπιστήμιο, υποστηρίζοντας καίρια τις σπουδές των φοιτητών και εξοπλίζοντας τις ακαδημαϊκές αλλά και τις δημόσιες βιβλιοθήκες, και αφετέρου να διαχέεται στο γενικό εμπόριο του βιβλίου και να προσφέρει σε αυτό ποιοτικές τόσο ως προς το περιεχόμενό τους όσο και ως προς τη μορφή τους επιστημονικές εκδόσεις.
Αυτό που περιγράφω ως στόχο στην ελληνική περίπτωση μάς είναι γνωστό από πολλές εκδοτικές σειρές ή εκδοτικά προγράμματα συνδεδεμένα με πολλά μεγάλα Πανεπιστήμια του δυτικού κόσμου. Στην Ελλάδα, αντιθέτως, οι έντυπες εκδόσεις που συνδέονται με ελληνικά Πανεπιστημιακά Ιδρύματα είναι λίγες, κατά κανόνα δεν διατίθενται στο εμπόριο και δεν γνωρίζουν ιδιαίτερη απήχηση – κυρίως διακινούνται στο εσωτερικό του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος. Τέτοια ήταν και παραμένει η περίπτωση του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου: παρήγαγε μια μεγάλη σειρά έντυπων εγχειριδίων διδασκαλίας, προσαρμοσμένων στη μεθοδολογία της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, που τροφοδότησαν τα προγράμματα σπουδών του, σε μεγάλο βαθμό διαφορετικής σύλληψης από εκείνα των δημοσίων Πανεπιστημίων κλειστού τύπου. Αλλά όλα αυτά τα βιβλία του Ε.Α.Π., ανεξάρτητα από την ποικίλη επιστημονική ποιότητά τους, αφενός παρέμειναν στο εσωτερικό της ακαδημαϊκής κοινότητάς του και αφετέρου εμφανίζουν τα προβλήματα των ηλεκτρονικών εκδόσεων του «Κάλλιπου»: μόνο καταχρηστικά μπορείς να τα πεις βιβλία από την άποψη της μορφής και της αισθητικής τους. Το παράδειγμα, πάλι, των (κατ’ όνομα τουλάχιστον) Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης (ουσιαστικά λειτουργούν από το 1984 ως ξεχωριστή δομή στο πλαίσιο του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας, ως μη κερδοσκοπικός, αυτόνομος και αυτοχρηματοδοτούμενος εκδοτικός και μορφωτικός οργανισμός) είναι πολύ ενδιαφέρον ως μεμονωμένη περίπτωση: πολλά και καλά από κάθε άποψη βιβλία, διαχεόμενα τόσο στα πανεπιστημιακά ιδρύματα όσο και στο γενικό εμπόριο του βιβλίου. Αν ανέτρεξα στις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης είναι κυρίως για να επισημάνω ότι το εκδοτικό πρόγραμμά τους συνδέθηκε όχι μόνο και όχι τόσο με τα προγράμματα σπουδών αλλά με την παραγωγή και διάχυση της έρευνας.
Αυτός, η έρευνα, είναι σήμερα, δυστυχώς, ο ελλείπων κρίκος στη σχέση των προγραμμάτων σπουδών των ελληνικών Πανεπιστημίων και της εκδοτικής παραγωγής. Με άλλα λόγια, για να συνδιαμορφωθούν και να αλληλεπιδράσουν επωφελώς προγράμματα σπουδών και εκδοτική παραγωγή χρειάζεται η βάση της έρευνας, της χρηματοδοτούμενης κυρίως από το κράτος, σε ό,τι αφορά βέβαια τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Και κάνοντας λόγο για χρηματοδότηση έρευνας, εννοώ πρωτίστως τη χρηματοδότηση νέων επιστημόνων που μέσω ερευνητικών προγραμμάτων θα παρήγαγαν τα ερευνητικά προϊόντα που στη συνέχεια ως συγγραφική ύλη θα διοχετεύονταν στην εκδοτική παραγωγή και μέσω αυτής θα διαχέονταν στα Πανεπιστήμια και στην κοινωνία γενικότερα. Υπενθυμίζω ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης το ποσοστό δαπανών Έρευνας και Ανάπτυξης επί του ελληνικού ΑΕΠ διαμορφώθηκε το 2016 στο 1,01%, όταν ο μέσος όρος στις χώρες της ευρωζώνης ήταν στο 2,12%.
Εν κατακλείδι, το βασικό, κατά τη γνώμη μου, πρόβλημα είναι ότι στην Ελλάδα σήμερα το δέον γενέσθαι γύρω από τη συνδιαμόρφωση ανάμεσα στα προγράμματα σπουδών των ελληνικών δημόσιων Πανεπιστημίων και την εκδοτική παραγωγή προσκρούει σε όλα όσα συνθέτουν την αρνητική ή και ζοφερή πραγματικότητά μας, τη μικροσκοπική και τη μακροσκοπική: από τη μια το ασταθές και επισφαλές πεδίο των διδακτικών συγγραμμάτων, από την άλλη η υποχρηματοδότηση της έρευνας αλλά και η γενικευμένη κοινωνική απαξίωση των φορέων της, μεταξύ των οποίων και των πανεπιστημιακών, απαξίωση που επίσης πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη ως συντελεστή της όλης προβληματικής κατάστασης. Κλείνοντας αυτό το κείμενο, ανακαλώ με λύπη την αρχή μιας πρόσφατης διάλεξης του Γιάννη Π.Α. Ιωαννίδη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και έναν από τους περισσότερο καταξιωμένους έλληνες επιστήμονες σε παγκόσμια κλίμακα, επειδή συμφωνώ πλήρως με όσα είπε.[3] Ο Ιωαννίδης είπε ότι όποτε έρχεται στην Ελλάδα νιώθει ένα πρόσωπο εντελώς ανυπόληπτο, επειδή συνδυάζει σωρευτικά τρεις ιδιότητες: είναι επιστήμονας-ερευνητής, είναι και γιατρός και είναι και ποιητής!
[1] Το κείμενο αυτό αναγνώστηκε στη διημερίδα «Από το τυπογραφείο στα έδρανα και… Το βιβλίο στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες», Αθήνα, Μέγαρο Θεωρητικών Επιστημών, 30-31 Μαΐου 2018, που διοργανώθηκε από την Κοσμητεία της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Ε.Κ.Π.Α., την Κοσμητεία της Φιλοσοφικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α. και τον Σύλλογο Εκδοτών Βιβλίου Αθηνών.
[2] Βλ. https://repository.kallipos.gr/.
[3] Βλ. https://www.youtube.com/watch?v=KQtpEoS6W44. Το βίντεο αναρτήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2015.