Πριν από πολλά καλοκαίρια

0
143

 

Γεωργία Συλλαίου.

 

1.Η Αντιγόνη  μάζευε τα παιχνίδια της με περίσκεψη. Ήταν ένα δειλινό δυσοίωνο και το πρόσωπό της ήταν συνοφρυωμένο.

Θυμόταν μια μέρα που ο Τάσος την πρόλαβε πριν τα μαζέψει. Τα έπαιρνε από τα χέρια της και τα πετούσε μακριά. Η Αντιγόνη έτρεχε και τα μάζευε, κατάφερε να μη χάσει ούτε ένα. Θυμόταν ακόμη και μια φορά που ο Τάσος τη φώναξε με γλυκιά φωνή και απλωμένη τη χούφτα του. Κρατούσε ένα πουλί που δεν μπορούσε ακόμη να πετάξει. Η Αντιγόνη άπλωσε προσεκτικά το χέρι της να αγγίξει το πουλί, αλλά το αγόρι έσφιξε τη χούφτα του και ξέσπασε σε δυνατά γέλια.

Η μαμά της ήρθε αμέσως, μάλωσε τον έφηβο και πήρε την απαρηγόρητη κόρη της στο σπίτι μουρμουρίζοντας.

Η Αντιγόνη κοίταξε τον ορίζοντα που κοκκίνιζε και έριξε γρήγορα τα τελευταία παιχνίδια στην κούτα.

Η νεαρή γειτόνισσά  της  ερχόταν με γρήγορα βήματα προς το μέρος της. Ήταν συνομήλικες. Η Αντιγόνη φορούσε ένα γαλάζιο φόρεμα που της έπεφτε κοντό, η Άννα πράσινο παντελόνι, λουλουδάτη μπλούζα και τα χείλη της ήταν βαμμένα. Τα δύο κορίτσια κοιτάχτηκαν αβέβαια μέσα στο φως που εγκατέλειπε. «Βρέθηκε το σκυλί;» ρώτησε η Άννα. Η Αντιγόνη σκούπιζε τα χώματα στη φούστα της. «Ναι, το πλένει τώρα η μαμά, γιατί κυλίστηκε..ε…λερώθηκε». Η Αντιγόνη δεν μιλούσε πολύ, και σπανίως ολοκλήρωνε μια πρόταση γιατί φοβόταν τη γλώσσα της. Τραύλιζε και το τραύλισμα τής έκοβε την αναπνοή και το μέτωπό της ίδρωνε. Η Άννα ήταν υπομονετική. «Ωραία, μάζεψέ τα και πάμε βόλτα». Η Αντιγόνη πήγε να αρνηθεί αλλά το βλέμμα της έπεσε στο φεγγάρι που ανέτελλε εκείνη τη στιγμή. Τεράστιο, κατακόκκινο, μια ολοστρόγγυλη επίπεδη επιφάνεια στον ακόμη φωτεινό ουρανό. Η Αντιγόνη ξέχασε τις αντιρρήσεις της και άπλωσε το χέρι: «Δες», είπε στη φίλη της.

Η Άννα κοίταξε και ξαναγύρισε πιάνοντας την Αντιγόνη από τους ώμους: «Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;» είπε ψιθυριστά. « Θα βρέξει πρώτα άγρια θηρία, μετά θα γίνει ένας μεγάλος σεισμός και στο τέλος θα βρέξει αίμα, θα σκεπάσει όλη τη γη κι όλη τη θάλασσα». Η Αντιγόνη άρπαξε την κούτα και άρχισε να τρέχει προς το σπίτι. Πίσω της η φίλη της γελούσε, αλλά δεν την άκουγε. «Πώ πω κάτι ψέμματα που ξέρω να λέω!» φώναζε η Άννα, αλλά η Αντιγόνη ήταν ήδη μακριά. Μπήκε στον αχυρώνα και φώναξε το σκυλί. «έλα Σόνια, έλα, πού είσαι αγάπη μου;» Η άσπρη σκυλίτσα έτρεξε κοντά της. Η Αντιγόνη ένιωσε μιαν αθυμία, μια ζάλη που όμοιά της δεν είχε νιώσει ποτέ και κάθισε στα άχυρα. Αίμα κυλούσε από το σώμα της και τα άχυρα βάφονταν κόκκινα. Έσφιξε δυνατά τα πόδια της. «Μη, μη, σταμάτα. Δεν σε θέλω. Σταμάτα».

Το πρωί η άγρυπνη μαμά βρήκε την κόρη της και το σκυλί να κοιμούνται αγκαλιά.

 

 

2. Ο πόνος ήταν αφόρητος. Όχι από το χτύπημα, αλλά από τον πάγο. Βγήκε μπουρίνι και έκλεισαν τις τζαμόπορτες. Πάντα άνοιγαν τις τζαμόπορτες τον Ιούλιο, οπότε η Αντιγόνη βάδισε με σταθερό βήμα προς την εκτυφλωτική ομορφιά του ουρανού και των κυμάτων που την καλούσαν σαν παλαιοί αγαπημένοι συγγενείς. Λίγο αργότερα έβαλε πάγο χωρίς πετσέτα στο μέτωπο και στο αριστερό ζυγωματικό. Ξέχασε το φρύδι. Άρχισε να κλαίει, στην αρχή από τον σωματικό πόνο και μετά έσπασε το φράγμα. Επιτέλους έκλαιγε, έκλαιγε εφ’ όλης της ύλης, ένα απερίγραπτο παράπονο. Έκλαιγε για το παρελθόν, το παρόν και το ανύπαρκτο (φιλοσοφικώς και επί της ουσίας εν τέλει) μέλλον. Έκλαιγε για τη νεότητα και το γήρας. Έκλαιγε για την ομορφιά που κάθε χιλιοστό του δευτερολέπτου μας αποχαιρετά. Για την απουσία των φίλων, για την γοητευτική και ακατάβλητα επαναλαμβανόμενη προδοσία. Έκλαιγε για τον αμείλικτο και πανταχού παρόντα πόνο. Η Άννα ήρθε έντρομη, «έχεις βιτάμ;» τη ρώτησε εντελώς πρακτικά και η Αντιγόνη της απάντησε στο ίδιο πνεύμα «όχι, αλλά έχω βούτυρο». Της έβαλε βούτυρο στο φρύδι και στο ήδη βυσσινί βλέφαρο. Την κοίταξε: ήταν η Άννα, μία στοργική θολή ακουαρέλα πίσω από το ρεσιτάλ των δακρύων. «Είναι Lurpak”, της είπε και έβαλαν τα γέλια. Το μάτι έγινε βιολετί αργότερα θα γινόταν πρασινωπό, μετά κίτρινο. Ωραία χρώματα. Λίγο αργότερα άρχισε ο νοτιάς, τα πήρε όλα και τα σήκωσε, λουλουδάκια και χώματα και αμμούδα. Τίποτε δεν είχε την σημασία που είχε πριν.

 

3. Ατένιζε με την Μαριάν τον ορίζοντα. Μέσα από τις ορτανσίες και τους όψιμους βασιλικούς, ο ήλιος ήταν χλομός. Ακριβώς την στιγμή που χανόταν μέσα στη λεύκα, η Μαριάν τής άφησε στα γόνατα ένα πιάτο. Το πιάτο περιείχε ένα γλύκισμα απροσδιορίστου μορφής. Μέσα από το σοκολατένιο περίβλημα μια αραιή κιτρινωπή κρέμα ξεχείλιζε και σκέπαζε σταθερά την πορσελάνη. «να..νά…» μουρμούριζε η Μαριάν βάζοντας κι άλλη ποσότητα γλυκού στο πιάτο. Μετά πήρε το τσαντάκι τής Αντιγόνης στα χέρια της.  Μέσα από τις χάντρες και τις πούλιες ξεχώριζαν ξηλωμένες κλωστές. «Τι όμορφο», είπε και η Αντιγόνη έγνεψε καταφατικά και έκλεισε τα μάτια ελπίζοντας ταυτοχρόνως ότι θα επερχόταν επιτέλους σιωπή. Ο Κάιλ και η Άννα, τα δύο παιδιά της Μαριάν, είχαν τελειώσει το φαγητό. Ο Κάιλ στρώθηκε μπροστά στον υπολογιστή και η Άννα αποσύρθηκε με ένα χαμόγελο. Ήθελε να κοιμηθεί.

«Φταίνε τα φάρμακα» είπε η Μαριάν πασπατεύοντας πάντα το τσαντάκι. «Κοιμάται συνέχεια, δεν την ξυπνάει τίποτε. Θυμάσαι πότε χειροτέρεψε; Όταν ο Αργύρης τα έβαζε μαζί της. Την χτυπούσε κι αυτή φοβόταν να γυρίσει το βράδυ. Μετά δεν την έπιανε ο ύπνος και αρχίσαμε τα χάπια».

Πριν από πολλά καλοκαίρια, η Αντιγόνη είχε ξυπνήσει στις τρεις το πρωί από ένα παράξενο μουρμουρητό. Ερχόταν από την αυλή, ένα μονότονο παράπονο, ένας μονόλογος χωρίς λέξεις. Η μητέρα της ήταν ξύπνια και ντυμένη. Την είδε να κατεβαίνει τις σκάλες. Το μουρμουρητό δυνάμωσε, μετά σταμάτησε. Μετά από λίγο η μητέρα της ανέβηκε μαζί με την Μαριάν. Η Μαριάν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ στο σπίτι τους. Το πρωί όλη η οικοδομή μιλούσε για το συμβάν. Ο Αργύρης γύρισε αργά, έδειρε την Μαριάν, την έβγαλε στο δρόμο και κλείδωσε την πόρτα.

Η Αντιγόνη κοίταξε την άκαμπτη πλάτη του Κάιλ. Ήταν σαν να έγραφε πάνω της «μην ενοχλείτε». Οι εικόνες εναλλάσσονταν στον υπολογιστή με την ίδια ταχύτητα που ο Κάιλ άδειαζε το κουτί με τα σιροπιαστά δίπλα του. Έσπρωξε το πιάτο της και ζήτησε κάτι να πιεί. Δεν είχαν τίποτε, από τότε που ο Αργύρης έφυγε ή τον έδιωξαν, στο σπίτι δεν έμπαινε φανερά αλκοόλ, μόνο καμιά μπίρα πού και πού. Η Αντιγόνη, πάντοτε προνοητική, έβγαλε το μπουκαλάκι με το τζιν από την άλλη τσάντα της, την μεγάλη, ζήτησε σόδα, λεμόνι και πάγο και έφτιαξε στα γρήγορα ένα ποτό. Η θλίψη ερχόταν καλπάζοντας, ένα πελώριο μαύρο ουράνιο τόξο σάρωνε το μυαλό της. Ήπιε γρήγορα το πρώτο ποτό και αμέσως έφτιαξε δεύτερο.

Η Μαριάν άφησε το τσαντάκι και της έφερε τυροπιτάκια. Τα έβαλε στο ίδιο πιάτο με το γλυκό, έφερε και φιστίκια. «Τρώγε κιόλας, μην πίνεις μόνο, αλλά κρύψε το ποτό, θαρθεί ο Αργύρης σε λίγο». Το χέρι της Αντιγόνης έμεινε μετέωρο. «Θαρθεί τώρα; Εδώ;» Η Μαριάν ξανάπιασε το τσαντάκι. «Ναι, είναι μόνος του και του είπα ναρθεί εδώ για τον Δεκαπενταύγουστο». Η Αντιγόνη σηκώθηκε και άρχισε να μαζεύει τα ποτήρια και τα πιάτα. Από τον υπολογιστή ακουγόταν ένας παράξενος σκοπός, ένα μονότονο μουρμουρητό. «Τι ακούς Κάιλ»; Ο Κάιλ σήκωσε τους ώμους. «Το παράπονο της γοργόνας».

Πήγε να πάρει το τσαντάκι της, αλλά η Μαριάν το κράτησε σφιχτά. «Είναι γεμάτο ξηλωμένες κλωστές», είπε συνοφρυωμένη «τι έκανα και το χάλασα;»

 

 

Προηγούμενο άρθροΗ μεγάλη λίστα υποψηφίων του Booker
Επόμενο άρθροΗ Νίκη του Χωμενίδη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ