To πορτραίτο του συγγραφέα ως ναυαγού (Της Θάλειας Ιερωνυμάκη)

0
718
Ροβινσών Κρούσος από τον N.C. Wyeth

Θάλεια Ιερωνυμάκη(*)

Το μυθιστόρημα του Δημήτρη Σωτάκη Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ δεν είναι απλώς η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ, ούτε μόνο η ιστορία του απομονωμένου σε ένα ερημονήσι του Ειρηνικού ναυαγού δημιουργού του. Το μυθιστόρημα αναφέρεται στην επιθυμία του κεντρικού ήρωα να πραγματοποιήσει το όνειρό του και παρακολουθεί όλα τα στάδια της πραγμάτωσης αυτού του ονείρου, τον ενθουσιασμό, τις απογοητεύσεις, την επίμονη προσήλωση στον στόχο.[1]

Ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας, ο Ροβήρος Άνθρωπος, είναι ένας σύγχρονος Ροβινσώνας Κρούσος σε μια ροβινσωνιάδα που μοιάζει να “ξαναγράφει” το μυθιστόρημα του Daniel Defoe.[2] Πρόκειται, για την ακρίβεια, για μία μετάθεση (transposition) χωροχρονική (από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό, από τον 18ο αιώνα στο σήμερα) και θεματική (όχι πια η επιβίωση του ναυαγού, αλλά η δημιουργικότητα και η καταξίωσή του). Όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, η αφήγηση, ο στόχος και οι ιδεολογικές παράμετροί της κάνουν να ξεχαστεί σχεδόν η υπερκειμενική συγκρότηση του κειμένου.[3] Ωστόσο, το ναυάγιο σε ένα ερημονήσι ως λογοτεχνικό θέμα αναπόφευκτα καθορίζει την ανάγνωση του μυθιστορήματος του Σωτάκη ως κειμένου που επαναξιολογεί τις ιδεολογικές, κοινωνικές, ακόμη και αισθητικές αξίες του Ροβινσώνα Κρούσου, ως ανατρεπτικής μεταγραφής του στο παρόν. Η ανατρεπτική, και σε ορισμένα σημεία κωμική, συγκρότηση του μυθιστορήματος, οφειλόμενη σε μεγάλο βαθμό στην υπερβολικά σοβαρή ιδέα του ήρωα για τον εαυτό του και τους μεγαλεπήβολους στόχους του, διαρρηγνύει την αμιγώς σοβαρή μετασχηματιστική σχέση με το υπο-κείμενο του Defoe, προσδίδοντας συγχρόνως παιγνιώδη λειτουργία και σχεδόν παρωδιακό χαρακτήρα.[4]

η ιστορία της κατασκευής του σούπερ μάρκετ θα ήταν δυνατόν να παραλληλιστεί με την ιστορία της δημιουργίας ενός λογοτεχνικού κειμένου

Έτσι, στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται η φαινομενικά παράδοξη κατασκευή σούπερ μάρκετ σε ένα ερημονήσι· στην ουσία όμως δεν απέχει από την δραστηριότητα του Ροβινσώνα Κρούσου, ή μάλλον από την ερμηνεία αυτής με οικονομικούς όρους. Ο homo economicus του Defoe, στη δραστηριότητα του οποίου από το στάδιο του τροφοσυλλέκτη σε εκείνο του παραγωγού έχει θεωρηθεί ότι αντικατοπτρίζονται τα στάδια εξέλιξης της ανθρώπινης ιστορίας,[5] δίνει τη θέση του στον homo consumptor της σύγχρονης ανθρώπινης ιστορίας. Ο Ροβινσώνας αποτέλεσε για τον Μαρξ το χαρακτηριστικό παράδειγμα απομονωμένου παραγωγού, ως ιστορικό ατύχημα, σε ένα πλαίσιο σκέψης κατά το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει η εργασία ως ατομική δράση ανεξάρτητα από το κοινωνικό πλαίσιο και την κοινωνική οργάνωση. Έτσι, ακόμη και στην περίπτωση του Ροβινσώνα, η εργασία δεν ήταν ατομική, αλλά κοινωνική, καθώς αν και μόνος εξακολουθούσε να είναι φορέας της παραγωγικής κουλτούρας της κοινωνίας από την οποία προερχόταν.[6] Η δημιουργία του σούπερ μάρκετ και η επιθυμία για κοινωνική καταξίωση στο μυθιστόρημα του Σωτάκη είναι επίσης ετεροκαθοριζόμενη από την ίδια την καταναλωτική κοινωνία στην οποία ζούσε ο ήρωας.[7] Το σούπερ μάρκετ, «γέφυρα για την επιτυχία» (σ. 93), είναι το πιο αντιπροσωπευτικό σύμβολο του καταναλωτισμού και η ιδιοκτησία του τρόπος κοινωνικής ανέλιξης και επιτυχίας του πρώην μικροαστού αρθρογράφου. Μπορεί να μην φέρει μαζί του τεχνολογικά εργαλεία της κοινωνίας από όπου εκπορεύεται, όπως ο Ροβινσώνας, κουβαλάει όμως τη νοοτροπία, τις αντιλήψεις και τα πρότυπα κοινωνικής καταξίωσης.

Μαζί με τα απαραίτητα για τη χειρωνακτική εργασία εργαλεία, ο Ροβινσώνας έχει μαζί του τη Βίβλο. Η ανάγνωσή της τον μεταμορφώνει, σύμφωνα με ορισμένες αναγνωστικές προσεγγίσεις, σε φορέα του Προτεσταντισμού: η ατομικιστική θρησκεία του επικεντρώνεται στην ανακάλυψη των προθέσεων του Θεού, στην προσπάθειά του να δει πώς το πιο ανεπαίσθητο και ασήμαντο γεγονός της καθημερινότητας μπορεί να συμβάλλει στη θέση του πιστού στο θεϊκό σχέδιο της καταστροφής ή της σωτηρίας, ενώ η καθολικότητα και η μυστηριακή πλευρά της εκκλησίας απουσιάζουν.[8] Ο Ροβήρος αντίθετα δεν είναι εφοδιασμένος με καμία Βίβλο και όποια αναφορά γίνεται σε ανώτερη απροσδιόριστη δύναμη δεν είναι ανεξάρτητη από την ιερότητα του ατόμου («το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει από την ιερή υποχρέωση προς τον εαυτό μου και προς έναν άγνωστο Θεό που κινούσε τα νήματα», σ. 143). Εφοδιασμένος όμως με τις πεποιθήσεις της κοινωνίας του γίνεται ο φορέας της σύγχρονης ανθρωποκεντρικής αντίληψης του κόσμου, ο Άνθρωπος παντοδύναμος δημιουργός. Το όνομά του λειτουργεί ως σύμβολο της ιδέας του σύγχρονου Ανθρώπου,[9] του απόλυτου Εγώ ευρισκόμενου στο επίκεντρο του κόσμου, χωρίς την εμφανή ανάγκη κοινωνικής συναναστροφής (όπως συμβαίνει με την περίπτωση του Ροβινσώνα και του Παρασκευά), ικανοποιούμενο με την αυθυπαρξία του και ικανό, ως άλλη υπέρτατη μυθολογική δύναμη, να ζευγαρώνει και να γονιμοποιεί μη ανθρώπινα, φυσικά, όντα (όπως συμβαίνει και στο Παρασκευάς ή στις μονιές του Ειρηνικού του Tournier). Δεν είναι άνθρωπος αδύναμος εξαρτώμενος από τη φύση, αλλά το ον που επιβάλλεται και κυριαρχεί στη φύση και τους νόμους της. Το ναυάγιό του, επομένως, δεν αντιμετωπίζεται, όπως στην περίπτωση του Ροβινσώνα Κρούσου ως ένα είδος δοκιμασίας από ηθική άποψη, για να ανακαλύψει τη χαρά της καθημερινότητας και την αξία της εργασίας,[10] αλλά ως μια ευκαιρία να ξεφύγει από τη μετριότητα του κοινωνικού περιβάλλοντος και την ασημαντότητα της μικροαστικής ζωής, να μεγαλουργήσει και να απλώσει το χέρι στην αθανασία:

Πάντως ένας υγιής διανοητικά άνθρωπος δεν θα μπορούσε να έχει μεγάλη νοσταλγία για τη ζωή στο Χάμιλτον. Δεν θέλω να παρεξηγηθώ, δεν λέω ότι επρόκειτο για μια πόλη αφιλόξενη, σκοτεινή και καταθλιπτική, θα ήταν άδικο να εκφραζόμουν με τέτοιους χαρακτηρισμούς για έναν τόπο που με έκλεισε με χαρά στην αγκαλιά του, όμως η ζωή εκεί είχε ταξινομημένους κανόνες, όλα ήταν υπολογισμένα με μια λανθάνουσα μαθηματική ακρίβεια –η εφημερίδα, οι μπίρες, το ποδόσφαιρο, τα ατίθασα κορίτσια, οι τεμπέλικες Κυριακές κάτω από τον αγνό ουρανό της Ωκεανίας. Όλα αυτά, αν και ποτισμένα με μια δόση τρυφερότητας, δεν εξασφάλιζαν κανέναν εσωτερικό οργασμό, δεν περιείχαν σκέψη, δεν άπλωναν το χέρι στην αθανασία. Ήμουν εντάξει εκεί. Ήμουν ζωντανός, ένας πολίτης σε μια πόλη του πλανήτη Γη, ένας άντρας που μετά το θάνατό του θα διαλυόταν σαν ζωική σκόνη στη χοάνη του σύμπαντος (σ. 35).

Ο άλλοτε ασήμαντος άνθρωπος γίνεται ο εκλεκτός της μοίρας, ο δημιουργός ενός κόσμου που απολαμβάνει την ευδαιμονία της δημιουργικότητας, αλλά και έχει συναίσθηση της ευθύνης του:

Θα έλεγα ότι τελικός στόχος θα ήταν η δημιουργία ενός κόσμου· η ευθύνη μου ήταν μεγάλη, αφού στην πραγματικότητα δεν ήμουν μόνο ο ιδρυτής ενός σούπερ μάρκετ, αλλά και ο υπεύθυνος για την ύπαρξη μιας νέας κοινότητας στην ευρύτερη περιοχή. Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι η ζωή θα μου επιφύλασσε ένα τέτοιο μέλλον, ήταν τόσο μεγάλη τιμή αυτή η μοίρα, που απορούσα αν πραγματικά την άξιζα (σ. 109).

Η εκτόξευση της αυτοπεποίθησης και το αίσθημα υπεροχής εγγίζουν τον παραλογισμό («Ανυπομονούσα να ξεκινήσω τη νέα μου ζωή, να ανέβω τα κοινωνικά σκαλοπάτια ένα ένα, μέχρι να στρογγυλοκαθίσω στο θρόνο μου δικαιωμένος και ευτυχής. Ένας βασιλιάς του εμπορίου, μεγαλοπρεπής αλλά πάνω απ’ όλα δίκαιος και ανθρώπινος», σ. 147). Με δεδομένο ότι το εγχείρημα, η κατασκευή ενός σούπερ μάρκετ στη μέση του πουθενά, εκτρέπεται εξαρχής από ένα αυστηρό πλαίσιο λογικής, ό,τι σχετίζεται με την πραγμάτωση αυτού του εγχειρήματος, από την κατασκευή και τον εφοδιασμό με προϊόντα έως τις οικονομικές διευθετήσεις και τη διαφημιστική προβολή, αλλά και επιμέρους περιστατικά όπως ο έρωτας του ήρωα με μια θαλάσσια αρκούδα, εντάσσεται στο κλίμα του παράλογου, δίδεται όμως απολύτως ρεαλιστικά με αποτέλεσμα η αρχική αίσθηση του αλλόκοτου να υποχωρεί. Στην υποχώρησή της συμβάλλει και η επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, που ενισχύει την αληθοφάνεια της ιστορίας καθώς την παρουσιάζει ως βιωμένη εμπειρία, η ίδια όμως αυτή αφηγηματική επιλογή διασαλεύει τη βεβαιότητα του αναγνώστη σχετικά με την ψυχολογική, ως ένα βαθμό και τη νοητική, “κανονικότητα” του αφηγητή, τοποθετώντας τον στο μεταίχμιο μεταξύ δημιουργικού οίστρου και κωμικής παραφροσύνης.

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση αναδεικνύει την υποκειμενική εμπειρία του ήρωα. Ναυαγός από τύχη, γίνεται συνειδητά, από μια προϋπάρχουσα παρόρμηση, ένα είδος αναχωρητή που για να έρθει κοντά στον εαυτό του πρέπει να απομακρυνθεί από τον κόσμο και τη ρουτίνα της καθημερινότητας στη Νέα Ζηλανδία:

Καταλαβαίνει κανείς λοιπόν ότι δεν θα μπορούσα να αντέξω για πολύ αυτή την κατάσταση, είχα την ανάγκη να ανακτήσω τον έλεγχο της ζωής μου, ο οποίος είχε αλεστεί στο περίεργο μείγμα μιας αστικής συμπαθούς αποχαύνωσης, που με υπνώτιζε κρατώντας με κολλημένο εκεί (σ. 13).

Αποξενωμένος από τους ανθρώπους, ο Ροβήρος Άνθρωπος αυτοπαρατηρείται και έπειτα απομακρύνεται και από τον εαυτό του αναπαριστώντας, με την αφήγηση, και επικυρώνοντας, με την επιλογή του πρώτου ενικού προσώπου, την αυθεντικότητα της αυτοπαρακολούθησής του:

Κάθισα στη μεγάλη πέτρα του κόλπου και έκλαψα με αναφιλητά για πολλές ώρες. Τα είχα καταφέρει, τα είχα καταφέρει, ήμουν τόσο περήφανος για τον εαυτό μου, είχα ξεκινήσει από το τίποτα και είχα φτάσει στην κορυφή του βουνού μόνος μου, χωρίς τη βοήθεια κανενός. Όταν πάτησα το πόδι μου πρώτη φορά στο νησί, ήμουν ένας απλός ναυαγός, με σκισμένα ρούχα και καμία υποψία μέλλοντος, γυμνός και χαμένος σε ένα ερημονήσι, στο έλεος του απέραντου Ειρηνικού, μια ασήμαντη κουκκίδα στον θαλάσσιο χάρτη. Δεν ήμουν τίποτα παρά ένας πρώην κάτοικος μιας αδιάφορης πόλης της Νέας Ζηλανδίας, ένας άγνωστος δημοσιογράφος κάποιου φοιτητικού περιοδικού, ένας ημιαλκοολικός, οπαδός του κακού ποδοσφαίρου, ορφανός και μόνος, χωρίς τη χαρά του έρωτα, μακριά από τη συγκίνηση και τη ζεστασιά μιας ανθρώπινης αγκαλιάς. Και κάπως έτσι θα έφτανα μέχρι το τέλος της ζωής μου, μιας ζωής που δεν απόλαυσα ούτε μία στιγμή όπως πραγματικά ήθελα. Κι όμως η μοίρα μού επιφύλασσε αυτή τη μεγάλη έκπληξη. Το ναυάγιο του πλοίου προς τη Νέα Γουινέα. Ήταν απίστευτο. Αμέσως μετακινήθηκε το μέλλον. Στο χρόνο που μεσολάβησε αναγεννήθηκα (σ. 163-164).

Ανακαλώντας τη ζωή του με πρόθεση απολογισμού και επανεκτίμησης, ο “αναγεννημένος” ήρωας γίνεται ο αφηγητής της εμπειρίας του, αποτιμώντας αναδρομικά, ως αφηγητής πια, όλα τα στάδια της, από τη στιγμή του ναυαγίου, την έκπληξη και την αρχική απογοήτευση έως την ευδαιμονία της επιτυχίας. Ταυτόχρονα όμως γίνεται ο αφηγητής και της ιστορίας του σούπερ μάρκετ· αφηγητής της ιστορίας του δημιουργήματός του, ο δημιουργός του σούπερ μάρκετ θα μπορούσε να θεωρηθεί αλληγορικά ως η ενσάρκωση του δημιουργικού πνεύματος· όχι κάθε δημιουργικού πνεύματος, αλλά του κατεξοχήν δημιουργικού, του συγγραφικού. Ως εκ τούτου, η ιστορία της κατασκευής του σούπερ μάρκετ θα ήταν δυνατόν να παραλληλιστεί με την ιστορία της δημιουργίας ενός λογοτεχνικού κειμένου.

Σε μια τέτοια αλληγορική ανάγνωση προσανατολίζουν ορισμένα σημεία του μυθιστορήματος. Ο ίδιος ο ήρωας δεν είναι συγγραφικά αδαής, αφού πριν από το ναυάγιο εργαζόταν «ως μέλος της συντακτικής ομάδας του περίφημου φοιτητικού περιοδικού Νέξους» (σ. 10). Ως εμπνευσμένος δημιουργός ωστόσο απομακρύνεται από τον παρελθοντικό τρόπο εργασίας του, εφόσον το έργο είναι πια ολόκληρο στο μυαλό του:

Όλες αυτές οι σκέψεις έρχονταν τόσο διαυγείς και τεκμηριωμένες στο μυαλό μου, που σε εκείνο το σημείο αποφάσισα ότι δεν υπήρχε λόγος να χαράσσω τις αποφάσεις μου στο φλοιό, πέταξα το αυτοσχέδιο ραβδί και σηκώθηκα να περπατήσω. Αυτή ήταν μια εκπληκτική διαπίστωση, ποτέ στο παρελθόν δεν είχα καταφέρει να σκέφτομαι τόσο γρήγορα και να τακτοποιώ στο κεφάλι μου κάθε λεπτομέρεια με ακρίβεια. Όταν δούλευα στο περιοδικό, έπρεπε να κρατάω συνεχώς σημειώσεις σε μικροσκοπικά χαρτάκια ή να επινοώ κρυφούς κωδικούς που συνέδεαν το ένα γεγονός με το επόμενο, με τέτοιο τρόπο που στο τέλος αντί να δημιουργείται μια λογική συνέχεια, με κάποια έστω συνοχή, η παρέλαση των παράλογων συνειρμών μου σχημάτιζε ένα λαβύρινθο, από τον οποίο δεν κατάφερνα να βγω ποτέ. Κατά συνέπεια η εργασία μου εντέλει γινόταν ψυχαναγκαστική, αγχωτική, ενώ στην πραγματικότητα η ίδια η φύση της δουλειάς, η συγγραφή άρθρων και το ρεπορτάζ, ήταν κάτι που γενικά απολάμβανα (σ. 51-52).

Ως αφηγητής ο ήρωας έχει επίγνωση της αφηγηματικής του ταυτότητας, δεν γράφει για τον εαυτό του, δεν κρατάει ημερολόγιο και το κείμενό του δεν ανακαλύπτεται τυχαία (όπως συμβαίνει συνήθως στις ροβινσωνιάδες). Γράφει με τη φιλοδοξία να διαβαστεί και μεταχειρίζεται αφηγηματικά τεχνάσματα εισάγοντας στο κείμενο την αναγνωστική αντίδραση: «ας μη βιαστούμε όμως, μια περιπέτεια που ξεδιπλώνεται μπροστά στους αναγνώστες με περιττή βιασύνη αδειάζει από τους χυμούς της, χάνει τέλος πάντων την ουσία της, και δεν θα ’θελα σε καμία περίπτωση να συμβεί αυτό με τη δική μου ιστορία» (σ. 11).

Η οργάνωση της αφήγησης, ακολουθώντας τα στάδια κατασκευής του σούπερ μάρκετ, ανταποκρίνεται εξίσου και στη διαδικασία έμπνευσης και γραφής του λογοτεχνικού έργου (γεγονός που ενισχύεται και από τους τίτλους των επιμέρους κεφαλαίων)· ναυαγός και απομονωμένος σε ένα ανεξιχνίαστο έδαφος, ο συγγραφέας, όπως και ο δημιουργός του σούπερ μάρκετ, συλλαμβάνει την ιδέα, οργανώνει το υλικό, χαλιναγωγεί σκέψεις και υλοποιεί. Δομεί το έργο βαθμηδόν και προσεκτικά, υφαίνοντας με «χιλιάδες ίνες», υψώνει κατακόρυφα την κατασκευή στοχεύοντας στο επιβλητικό ύφος, διασχίζει και εξερευνά οάσεις-πηγές έμπνευσης και ξέφωτα, δοκιμάζει διαδρομές, χάνεται στο δάσος (της αφήγησης). Επιπλέον, επινοεί ταμπέλες-τίτλους, επιμελείται συσκευασίες-εξώφυλλα και εκτός από το “φρέσκο” περιεχόμενο, προμηθεύει και πολύτιμα καλλωπιστικά αντικείμενα, «διαμαντάκια άμμου» για να θέλξει τον υποψήφιο αγοραστή. Αναμετράται διαρκώς με τις δυνάμεις του και τις εξωτερικές συνθήκες, άλλοτε κάμπτεται από την αποτυχία και άλλοτε εμμένει στην εσωτερική του παρόρμηση με τολμηρές επιλογές και αμφίβολα ενίοτε αποτελέσματα.

Η δημιουργία γίνεται η αφορμή για να κατανοήσει το παρελθόν, τον εαυτό του και τον κόσμο, τη σχέση του με τους άλλους και τη θέση του στον κόσμο (και να τη διατυπώσει μεταφορικά): «Αυτός ήμουν, ένα μεγάλο ψάρι που έτυχε να βρίσκεται έξω απ’ τα νερά του, στα τεχνητά γεωγραφικά όρια ενός ορατού κόσμου, και να που τώρα δραπέτευσα από τα σύνορα και ξεγλίστρησα σε μια θάλασσα όπως την ήθελα εγώ» (σ. 87). Προπάντων όμως συνειδητοποιεί την ίδια του τη μεταμόρφωση μέσα από την έμπνευση και τη διαδικασία πραγμάτωσης του έργου: «Ήμουν πια ένας άλλος άνθρωπος, μια καινούργια προσωπικότητα, που γεννήθηκε μέσα από τις δραματικές εξελίξεις και την έμπνευση που έφεραν οι συγκυρίες» (σ. 114).

Εκτός από τη διαδικασία του εγχειρήματος, προβληματίζεται επίσης για την απήχησή του, από την (κριτική) υποδοχή έως την (αναγνωστική) πρόσληψη και την προσέλκυση κοινού:

Στην αρχή οι επισκέψεις θα γίνονταν κάπως διστακτικά, η επιστημονική ομάδα θα είχε επισημάνει την παρουσία του καταστήματος· αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον αλλά και την περαιτέρω διάδοση της είδησης από στόμα σε στόμα. Οι πρώτοι πελάτες θα έφταναν από περιέργεια. Θα ήταν εύποροι πολίτες, οι οποίοι με ιδιωτικά, ακριβά σκάφη θα γίνονταν οι πρώτοι μάρτυρες, θα επαλήθευαν τη φήμη που θα είχε διασπαρθεί στις μεγάλες πόλεις. Όμως αυτή θα ήταν μια ιστορική στιγμή. Ο δρόμος θα ήταν ανοιχτός για τον απλό κόσμο (σ. 107).

 

Η αλληγορική γραφή του Σωτάκη, με τη χιουμοριστική διάσταση του παράλογου και την ευτράπελη πλευρά του ρεαλιστικού, μάλλον προς την εκδοχή της σατιρικής υπονόμευσης των συγγραφικών μεγαλεπήβολων στόχων και της ματαιοδοξίας των συγγραφέων προσανατολίζει

Εφοριακοί, υγειονομικό, αγορανομία, ελεγκτές ποιότητας (όλο το κύκλωμα της κριτικής, από τη δημοσιογραφία έως την επιστημονική προσέγγιση) αναμένεται να ελέγξουν, να ταξινομήσουν, να αναγνωρίσουν την πρωτοτυπία, να αποτιμήσουν το έργο. Υποψήφιοι αγοραστές-αναγνώστες (πνευματική ελίτ και απλός κόσμος) προσδοκάται να απολαύσουν τα προσφερόμενα (όχι όμως απεριόριστα) αγαθά, αλλά και τη διαδικασία της αγοράς-ανάγνωσης στα ράφια, ενώ ενδεχόμενοι ανταγωνιστές, λειτουργώντας μιμητικά, απλώς θα επικυρώσουν την αδιαμφισβήτητη υπεροχή του έργου («Καταρχάς αν κάποιος έφτανε στο σημείο να ανοίξει ένα σούπερ μάρκετ κάπου κοντά μου, αυτό αυτόματα σήμαινε ότι το δικό μου θα ήταν ήδη χρυσωρυχείο. Για να με μιμηθεί, αυτός θα ήταν ο λόγος», σ. 169).

Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πτυχές του έργου, από τη σύλληψη της ιδέας έως την πρόσληψή της, ο δημιουργός οραματίζεται τέλος το δημιούργημα στην ολότητά του, και απολαμβάνει τον θρίαμβο του κατορθωμένου έργου με τη συναίσθηση της επερχόμενης ευθύνης:

Το σούπερ μάρκετ ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμά μου εν ζωή, ένας μοναδικός άθλος, που με γέμιζε όνειρα αλλά και υποχρεώσεις. Μόλις είχε τελειώσει μια μεγάλη περίοδος, η περίοδος της γέννησης, της δημιουργίας, αισθανόμουν σαν να είχα βγει από μια μεταφυσική κάψουλα, από ένα διαστημόπλοιο που είχε ξαναβρεί την τροχιά του έπειτα από το ταξίδι του σε μια επικίνδυνη τροχιά, στα όρια μιας μαύρης τρύπας. Η ιστορία είχε πια γραφτεί, όσα υποσχέθηκα στον εαυτό μου ήταν εδώ, άπλωνα τα χέρια μου και τα άγγιζα· πέρασα το δυσκολότερο νοητό όριο που μπορεί να περάσει ο σύγχρονος άνθρωπος, έφτασα από το όνειρο στην πραγματικότητα, και το έκανα με πάθος και τρυφερότητα (σ. 164).

Αν η πραγμάτωση του έργου φέρνει κοντά τον δημιουργό του σούπερ μάρκετ με τον δημιουργό συγγραφέα, η βαθύτερη ομοιότητά τους είναι ότι μοιράζονται τη φιλοδοξία να διακριθούν, να ξεπεράσουν την ασημαντότητα του καθημερινού ανθρώπου, να αποκτήσουν υστεροφημία κατακτώντας την αθανασία. Η φιλοδοξία πηγάζει από την ακλόνητη πεποίθηση στην ικανότητά τους και από τη σιγουριά της επερχόμενης, νομοτελειακής σχεδόν, αναγνώρισης και επιτυχίας:

Ένας άνθρωπος χωρίς φιλοδοξίες θα είχε ήδη ανησυχήσει, αφού είχε περάσει τόσος καιρός χωρίς νέα. Εγώ όμως γνώριζα καλά ότι ήμουν καταδικασμένος να πετύχω, δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία μέσα μου. Οι συνθήκες ήταν ιδανικές, η ιδέα ήταν πρωτότυπη, τα προϊόντα ξεχωριστά, η τοποθεσία μοναδική, η όρεξή μου για διάκριση τεράστια (σ. 172).

Οι ανιχνεύσιμες αναλογίες δεν πρέπει να διαβαστούν σε ένα πλαίσιο εξιδανίκευσης του συγγραφικού υποκειμένου και της φιλοδοξίας του. Η αλληγορική γραφή του Σωτάκη, με τη χιουμοριστική διάσταση του παράλογου και την ευτράπελη πλευρά του ρεαλιστικού, μάλλον προς την εκδοχή της σατιρικής υπονόμευσης των συγγραφικών μεγαλεπήβολων στόχων και της ματαιοδοξίας των συγγραφέων προσανατολίζει. Όπως η υψηλή επιθυμία κοινωνικής καταξίωσης του ήρωα του μυθιστορήματος μπορεί να εκτραπεί προς τη γελοιότητα, το ίδιο είναι δυνατόν να συμβεί και με τα συγγραφικά εγχειρήματα καθώς αναμετρώνται διαρκώς με τον κίνδυνο της παραδοξότητας (σε σχέση με την πραγματικότητα) και της ματαιότητάς τους, αλλά και με τους κοινούς τόπους και τις συμβάσεις της λογοτεχνίας, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά στην εξιστόρηση του έρωτα του ήρωα για μια θαλάσσια αρκούδα, γκροτέσκα εκδοχή του πιο κοινότοπου λογοτεχνικού θέματος.

Η αυταρέσκεια της μοναξιάς του ναυαγού, η επιλογή κατασκευής μιας επιχείρησης συμβόλου του καταναλωτισμού, η φιλοδοξία κοινωνικής ανέλιξης μέσω αυτής και η αφήγηση της ιστορίας της που δίνει και τον τίτλο στο μυθιστόρημα, βρίσκουν το αντίστοιχό τους στην ομφαλοσκόπηση του συγγραφικού υποκειμένου, στην πεποίθηση της συγγραφικής διάκρισης, αλλά και στην πρόσληψη της λογοτεχνίας ως καταναλωτικό προϊόν σε μία κοινωνία που καθορίζει ποικιλοτρόπως τους όρους παραγωγής της. Σε μία εποχή όπου συγγραφείς απολαμβάνουν την προβολή και την κοινωνική καταξίωση, και άλλοι διακατέχονται από την αυτάρεσκη ματαιοδοξία της κοινωνικής απομόνωσής τους, το μότο του μυθιστορήματος, προερχόμενο από τον Νοέμβριο του Flaubert («Είχε τη ματαιοδοξία να πιστεύει ότι δεν άρεσε στους ανθρώπους, όμως απλά οι άνθρωποι δεν τον γνώριζαν») επιβεβαιώνει όχι μόνο τη ματαιότητα της κατασκευής ενός σούπερ μάρκετ και την προσδοκία μιας καριέρας σε ένα νησί χωρίς ανθρώπους, αλλά πρωτίστως την ψευδαισθητική απόσταση και σύγκρουση του λογοτέχνη με μια κοινωνία που αγνοεί αυτόν και το έργο του. Ακόμη και αν ορισμένοι προσεγγίσουν το έργο, όπως το νησί και το σούπερ μάρκετ του ναυαγού, δεν θα μπορέσουν να βιώσουν τον οίστρο του δημιουργού· ενδέχεται να δείξουν συγκατάβαση, να μην κατανοήσουν τον λόγο ύπαρξης, να παρανοήσουν τη λογική του, να προβούν εντέλει σε παρανάγνωση, όπως ενδεχομένως συνέβη και με την προηγηθείσα αναγνωστική προσέγγιση. Γιατί, ποιος μπήκε σε σούπερ μάρκετ και δεν περιπλανήθηκε άσκοπα στους διαδρόμους του;

superinfo: Δημήτρης Σωτάκης, Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ, Αθήνα, Κέδρος, 2015.

(*) Η Θάλεια Ιερωνυμάκη διδάσκει ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Βουκουρεστίου

 

[1] Βλ. χαρακτηριστικά στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Ένα μυθιστόρημα για τη φλογερή επιθυμία του σύγχρονου ανθρώπου να εκπληρώσει τα όνειρά του και να ζήσει τη ζωή που πάντα επιθυμούσε. Ο ήρωας, μέσα από καταστάσεις ακραίες, κωμικές και ενίοτε σουρεαλιστικές, πασχίζει να σταθεί όρθιος και να βγει νικητής σε μια άνιση μάχη με την πραγματικότητα»: Δημ. Σωτάκης, Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ, Αθήνα, Κέδρος, 2015. Στο εξής οι παραπομπές σε σελίδες θα ενσωματώνονται στο κείμενο σε παρένθεση.

[2] Η σχέση με τον Ροβινσώνα Κρούσο, ως μια σύγχρονη παρωδιακή ανάγνωσή του, έχει επισημανθεί από την κριτική. Βλ. ενδεικτικά: Δημ. Αργασταράς, «Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ», www.diavasame.gr (4 Δεκεμβρίου 2015). Διαθέσιμο στο: http://www.diavasame.gr/page.aspx?itemID=PPG1385_2314. Επίσης: Ελπίδα Πασαμιχάλη, «Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ σε… βραχονησίδα. Από τον Homo Sapiens στον…Homo Roviros», www.bookbar.gr (21 Απριλίου 2016). Διαθέσιμο στο: http://www.bookbar.gr/i-istoria-enos-super-market-se-vraxonisida/cocktails/novels/greek-novels. Κυρίως όμως: Πατριάρχης Φώτιος, «“Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ” σε ένα ερημονήσι», www.in2life.gr (29 Μαρτίου 2016). Διαθέσιμο στο: http://www.in2life.gr/culture/book/article/525442/h-istoria-enos-soyper-market-se-ena-erhmonhsi.html.

[3] Για τη μετάθεση (transposition), ως έναν από τους τρόπους διακειμενικών σχέσεων, βλ. αναλυτικά: G. Genette, Palimpsestes. La littérature au second degré, Παρίσι, Seuil, 1982, 291-293.

[4] Σύμφωνα με τον Genette, η σχέση που αναπτύσσει κάθε υπερ-κείμενο με ένα προγενέστερο κείμενο (υπο-κείμενο) μπορεί να είναι άμεση (μετασχηματισμός) ή έμμεση (μίμηση), ενώ ως προς τη λειτουργία μπορεί αυτή να είναι παιγνιώδης, σατιρική ή σοβαρή, με ποικίλες βέβαια διαβαθμίσεις (από το χιούμορ έως την πολεμική). Έτσι, ανάλογα με τον τρόπο και τη λειτουργία προκύπτουν ποικίλα είδη λόγου, όπως η παρωδία που αποτελεί μετασχηματισμό με παιγνιώδη λειτουργία ή το pastiche που αποτελεί μίμηση με αντίστοιχη λειτουργία, ενώ όσον αφορά στη σοβαρή λειτουργία τους η μετάθεση συνιστά μετασχηματισμό, ενώ η πλαστογράφηση μίμηση. Βλ.: ό.π., 16-48. Οι ροβινσωνιάδες αναπτύσσονται συνήθως ως μεταθέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο ο Genette εξετάζει το μυθιστόρημα του Michel Tournier, Παρασκευάς ή στις μονιές του Ειρηνικού ως μετάθεση του Ροβινσώνα Κρούσου. Βλ.: ό.π., 514-524.

[5] Βλ.: Ian Watt, Myths of Modern Individualism. Faust, Don Quixote, Don Juan, Robinson Crusoe, Κέιμπριτζ, Cambridge University Press, 1996, 152.

[6] Βλ.: Ό.π., 177-180.

[7] Βλ. και όσα αναφέρει ο συγγραφέας σε συνέντευξη στον Νίκο Κουρμουλή: «Ο Ροβήρος ονειρεύεται ένα μέλλον, στο οποίο θα έχει κατακτήσει κάτι, θα έχει καταφέρει να ανέβει στα υψηλότερα κοινωνικά σκαλοπάτια, έχοντας γίνει αποδεκτός από τους γύρω του. Είναι όμως εγκλωβισμένος στα πρότυπα μιας προκατασκευασμένης ευτυχίας, ενός αστικού συναισθήματος, το οποίο σε λανθάνουσα μορφή, έρχεται να θρέψει την αυταπάτη για αυτό που αποκαλείται ευτυχία. Εδώ ο ήρωας κάνει ένα ακόμα λάθος, το οποίο μάλιστα προδίδει την ηθική διάσταση της ύπαρξής του. Τι κάνει; Δραπετεύει από μια κοινότητα ανθρώπων, στους οποίους “πετάει πέτρες”, γλιτώνει, δηλαδή, απ’ αυτούς, όμως μόνος πλέον, επαναπροσδιορίζει το επερχόμενο μέλλον σύμφωνα με τους όρους της προηγούμενής του ζωής. Θέλει να γίνει ένας δυνατός επιχειρηματίας σε μια πόλη, όμοια με εκείνη που άφησε, θέλει να θαυμάζεται από εκείνους που εγκατέλειψε, θέλει να ακυρώσει τον εαυτό του και να τον ξαναδημιουργήσει, με ελάχιστες διαφορές»: «Δημήτρης Σωτάκης: “Η επινόηση ενός ναυαγίου”. Συνέντευξη στον Νίκο Κουρμουλή», www.oanagnostis.gr (28 Μαΐου 2016). Διαθέσιμο στο: http://www.oanagnostis.gr/dimitris-sotakis-i-epinoisi-enos-navagiou/. Προς την ίδια κατεύθυνση βλ. και: Τζούλια Γκανάσου, «Η διαδικασία της επιθυμίας», Fractalart.gr (8 Ιουνίου 2016). Διαθέσιμο στο: http://fractalart.gr/super-market-sotakis/

[8] Βλ.: Ian Watt, Myths of Modern Individualism, ό.π., 162.

[9] Η σημειολογία του ονόματός του είναι χαρακτηριστική: το επώνυμο Άνθρωπος τον ανάγει σε καθολικό σύμβολο· το όνομα Ροβήρος θυμίζει βέβαια τον Ροβινσώνα, αλλά συγχρόνως και τον ομώνυμο ήρωα του Ιουλίου Βερν, τον Ροβήρο τον Κατακτητή στο ομότιτλο μυθιστόρημα, κατασκευαστή του αερόπλοιου Άλμπατρος με το οποίο πέφτει και ναυαγεί σε ένα νησί του ωκεανού, ανακάμπτει κατασκευάζοντας νέο αερόπλοιο και κατακτά τους αιθέρες κατατροπώνοντας τους αντιπάλους του. Το δημιουργικό τεχνολογικό πνεύμα, η κυριαρχία και η ανάγκη απόδειξης της ανωτερότητας είναι στοιχεία που μοιράζονται οι ήρωες.

[10] Βλ.: Ian Watt, Myths of Modern Individualism, ό.π., 165-166.

Προηγούμενο άρθροWells G.H., ο Αόρατος Άνθρωπος, Παπαδόπουλος
Επόμενο άρθροΤο ελληνικό βιβλίο στη Μόσχα

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ