“Ποντίκια” (διήγημα της Κωνσταντίας Σωτηρίου)

0
497

 

Της Κωνσταντίας Σωτηρίου(*).

Την αποικία των ποντικών που είχανε φτάσει  τρεις βδομάδες πριν καεί το χωριό, τα μιλιούνια των ποντικών που έφτασαν και κατακάθισαν σε εκείνες τις τρύπες που σχημάτιζαν οι ξέρες δίπλα από τις ακτές του ποταμιού, τα είδε πρώτος ο Νίκος αλλά δεν θέλησε να το πει σε κανένα. Εφτά μήνες πριν θα το έλεγε στην μάνα του, εφτά μήνες και κάτι ώρες πριν θα έτρεχε να της πει για την γραμμή των ποντικών που ξεκινούσε ένα μίλι πριν την αρχή του δάσους των φιδιών, την καφετιά πομπή με τα μωρά ποντικούς στο βυζί των μανάδων, τα καροτσάκια με τους αρρώστους ποντικούς και τον αρχηγό ποντικί με την μαγκούρα να τους ορίζει την στράτα. Μπροστά. Σιωπή. Αριστερά. Ο Αρχηγός. Ο πιο μικρόσωμος ποντικός του κόσμου. Μεγάλα μουστάκια, μαδημένο τρίχωμα, θα ορκιζόσουν πως στο κεφάλι του υπήρχε φαλάκρα. «Δεν θα σε πιστέψει», του είχε είπε κοροϊδευτικά το σιδερένιο χελιδόνι. Δεν πιστεύει πια τίποτε ότι της λες. Δεν σε πίστεψε για μένα, δεν ήθελε να ξέρει για μας. Έτσι του είπε και έφυγε. Τι λύπη. Η μάνα του δεν πίστευε στα σιδερένια χελιδόνια. Αν ήταν περιστέρι, του είχε πει, ένα περιστέρι από ασήμι, ένα περιστέρι που θα πετούσε ολόλαμπρο στον ήλιο να τυφλώνει το φως. Να μου φέρεις ένα ασημένιο περιστέρι να ανοίξω το σπίτι μου και την καρδιά μου. Μανάδες. Να της φέρνεις ένα σιδερένιο γερό χελιδόνι και να ζητά άλλα. Καλύτερα να μην της πεις για μας. Μην πεις σε κανένα για μας, του είπε και ο ποντικίς με την μαγκούρα. Τον είχε δει  που τους κρυφοκοίταζε στον μακρύ δρόμο της πορείας, που καιροφυλακτούσε την νύχτα να τους δει που κινούσαν ξανά την πομπή για να φτάσουν στις ξέρες. Στις ακτές του ποταμού. Τότε που το χωριό είχε ποτάμι. Εκείνο το ωραίο γαλάζιο ποτάμι με τις όμορφες φτελιές στις άκρες γεμάτες λουλούδια. Εδώ συγκεντρώσου! Του κροτάλισε τα δάχτυλα στο πρόσωπο ο ποντικίς. Ο πιο μικροκαμωμένος ποντικός του κόσμου. Μην πεις σε κανένα για μας. Ο ποντικίς με την στόφα  του αρχηγού. Το ποντίκι με την μαγκούρα. Έτσι είναι οι αρχηγοί, σκεφτόταν ο Νίκος και θαύμαζε, έτσι είναι αυτοί που πάνε μπροστά. Τον παρακολουθούσε τον ποντίκι μέρες. Τον έβλεπε.   Κρατούσε τον δρόμο, όριζε τον ρυθμό με ύφος αυστηρό, άφηνε τα άλλα ποντίκια να ξεκουράζονται μόνο το πρωί στην άκρη του δάσους, έδινε με τσιγγουνιά το νερό. Δεξιά. Σιωπή. Αριστερά. Τους έβαζε να περπατάνε μόνο το βράδυ. Πρόσεξε πως εκείνος έτρωγε και έπινε λίγο. Κάτι λαχανικά σαπισμένα και αποφάγια που βρίσκανε στον δρόμο τα έδινε στους πιο αδύνατους,  στα μωρά και στους γέρους. Ο ποντικίς έτρωγε τις σκληρές ρίζες που άφηναν να εξέχουν από την γη τα μεγάλα δέντρα. Έπινε δυό σταγόνες νερό με ένα σκουριασμένο κουταλάκι. Κοιμόταν ελάχιστα.  Πραγματικός αρχηγός. Κλαπκλαπ τα δάχτυλα. Εδώ. Συγκεντρώσου. Μην πεις για μας. Μην πεις σε κανένα για μας. Μας ξεκλήρισαν γάτοι από το χωριό μας, μας αφάνισαν οι γάτοι, φύγαμε μέσα στην  νύχτα, περπατάμε πολύ, εδώ και μέρες. Νύχτες, του είπε ο Νίκος. Περπατάτε τις νύχτες. Ο ποντικίς έγνεψε, τον είχε δει που τους παρατηρούσε. Περπατάμε πολύ εδώ και νύχτες. Μας έδιωξαν από το χωριό μας οι γάτοι. Ζούσαμε σε ένα ωραίο πράσινο χωριό, τρώγαμε πίναμε σε ένα κελάρι. Μας πήραν είδηση οι άνθρωποι. Έφεραν στο σπίτι τρεις γάτους. Οι άνθρωποι, έσκουσε από πίσω μια μάνα ποντικίνα με ένα μωρό ποντίκι στο βυζί. Α α α. Ο ποντικίς της έγνεψε να σιωπήσει. Φύγαμε μέσα στην νύχτα, περπατάμε τώρα ώρες, μέρες νύχτες. Φύγαμε όλοι να πάμε να ζήσουμε τώρα στις ξέρες. Στις ακτές του ποταμού. Οι άνθρωποι, έγνεψα καταφατικά ο Νίκος. Ναι, είπε ο ποντικίς. Μην πεις για μας, μην πεις σε κανένα για μας. Μην πεις στους ανθρώπους για μας. Και έβαλε ξανά μπρος την πορεία, Περπατούσαν για μέρες. Όχι μέρες, νύχτες. Οι γάτοι, που έστειλαν οι άνθρωποι, οι γάτες, τους ξεκλήρισαν το χωριό. Α α α έσκουζε η μάνα με το μωρό ποντίκι στο βυζί. Μην πεις για μας, μην πεις σε κανένα για μας. Ο Νίκος δεν είπε τίποτε σε κανένα. Κάποτε τέλειωσε η πορεία, τα ποντίκια φτάσαν στις ξέρες, ξεφόρτωσαν τους γέρους, έπιασαν να φτιάξουν στις ακτές το σπιτικό τους. Ο Νίκος πήρε ένα μεγάλο φτυάρι, μαζί με ένα πράσινο τσεκούρι, σκότωσε πρώτα τους γέρους ποντικούς και ύστερα τις μανάδες ποντικίνες και τα μωρά. Ααα οι άνθρωποι. Κλώτσησε Άφησε τελευταίο τον ποντικί, έτρεχε πάνω κάτω να βοηθήσει. Δεξιά. Σιωπή. Αριστερά. Πραγματικός αρχηγός. Μην πεις για μας, μην πεις σε κανένα για μας. Ο Νίκος δεν είπε τίποτε, ποτέ, σε κανένα.

(*) Το μυθιστόρημά της Κωνσταντίας Σωτηρλιου “Η Αϊσέ πάει διακοπές” βραβεύτηκε με το Athens Prize for Literature, ήταν στη βραχεία λίστα των κρατικών βραβείων Κύπρου και στη βραχεία λίστα στην κατηγορία των πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων των βραβείων του περιοδικού ‘Ο Αναγνώστης’ . Το τελευταίο της βιβλίο είναι το “Φωνές από χώμα” (Πατάκης)

Προηγούμενο άρθροΗ ποίηση τον Ιούλιο (Μέλπω Αξιώτη, Βασίλης Καραβίτης, Χριστόφορος Λιοντάκης, Γιώργος Λίλλης) ανθολογεί ο Θ.Χατζόπουλος
Επόμενο άρθροΑπό τα πεζογραφήματα για παιδιά στην παιδική πεζογραφία (του Κυριάκου Ντελόπουλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ