Χρίστος Κυθρεώτης.
Το λογοτεχνικό σύμπαν του Πολ Όστερ είναι γεμάτο με ανθρώπους που εξαφανίζονται. Πέρα από το να σηματοδοτούν το δικό τους πέρασμα σε μια μεθόριο ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία, οι απουσίες τους επιφέρουν τομές στις ζωές των άλλων, αναγκάζοντάς τους να διαχειριστούν το κενό που αφήνει ο εξαφανισμένος καταλαμβάνοντάς το οι ίδιοι, αναπληρώνοντας ή ξορκίζοντάς το. Έτσι η απουσία των ανθρώπων αποδεικνύεται συχνά καθοριστικότερη από την παρουσία τους – και όλα αυτά μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο σκέψεων και ιδεών που επιλέγει να φωτίσει κάθε φορά ο συγγραφέας. Στο «Βιβλίο των Ψευδαισθήσεων» (μτφρ. Ιωάννα Ηλιάδη, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 401), ο Αμερικανός πεζογράφος χρησιμοποιεί το εύρημα της εξαφάνισης για να ξεδιπλώσει έναν στοχασμό πάνω στις αντιφατικές απαιτήσεις της τέχνης και της πραγματικότητας, πάνω στην έννοια του τραύματος, του καταφυγίου αλλά και των ψευδαισθήσεων.
Κεντρικό πρόσωπο είναι ο Έκτορ Μαν, ένα κωμικός που διέγραψε μια σύντομη αλλά πολλά υποσχόμενη πορεία στον βωβό κινηματογράφο, πριν εξαφανιστεί κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Πάνω από μισό αιώνα αργότερα, ο καθηγητής Τσίμερ αποφασίζει να γράψει μια μονογραφία για το έργο του – και η ένταση με την οποία απορροφάται στο εγχείρημα αγγίζει επίσης τα όρια της «εξαφάνισης». Αναζητώντας έναν περισπασμό από τη συντριπτική απώλεια της γυναίκας και των παιδιών του, ο Τσίμερ εγκαταλείπει τη διδασκαλία στο πανεπιστήμιο και χάνεται από τους πάντες, ασχολούμενος για ένα διάστημα μόνο με τις ταινίες του Μαν: τις παρακολουθεί, τις σχολιάζει και στο τέλος συνθέτει τις σκέψεις του σε ένα βιβλίο. Μόλις τελειώνει, καταπιάνεται με το τιτάνιο έργο της μετάφρασης των απομνημονευμάτων του Σατομπριάν, με τον ίδιο στόχο – να παραμείνει απορροφημένος στη δουλειά. Λίγο καιρό αργότερα όμως, μια γυναίκα, η Άλμα, τον ενημερώνει ότι ο Μαν είναι εν ζωή, έχει διαβάσει το βιβλίο του και θέλει να τον συναντήσει. Στο ταξίδι του στο ράντσο όπου ο κωμικός έζησε απομονωμένος για δεκαετίες, ο Τσίμερ έχει την ευκαιρία να γνωρίσει τον μυστηριώδη και αυτάρκη κόσμο που ο Μαν και η σύζυγός του έχουν χτίσει, με σκοπό να ζήσουν απομονωμένοι, αλλά και να εξακολουθήσουν να γυρίζουν ταινίες που δεν προορίζονται για κανένα κοινό: ταινίες που γυρίζονται για να γυριστούν, με μόνο όφελος την ψευδαίσθηση που χαρίζουν στους συντελεστές του – και με τον όρο να καταστραφούν μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από τον θάνατο του σκηνοθέτη.
Με πλοκή αυτή, ο Όστερ φαίνεται να θέτει στο επίκεντρο της προβληματικής του την έννοια της τέχνης ως μιας μορφής ασκητισμού, που δεν δημιουργείται από ανάγκη για οποιαδήποτε ανταπόδοση από την πραγματικότητα (φήμη, αναγνώριση), αλλά ως μέσο για να αποκοπεί ο καλλιτέχνης από αυτήν. Έτσι, το ίδιο το «Βιβλίο των ψευδαισθήσεων», όπου αποκαλύπτεται η αλήθεια για τον εξαφανισμένο κωμικό, δεν γράφεται από τον Τσίμερ με σκοπό να δημοσιευτεί (παρά μόνο μετά τον θάνατό του) – όπως συνέβη και με τις ταινίες που γύρισε ο Μαν στο ράντσο, ή ακόμα και με την αυτοβιογραφία του Σατομπριάν, που επίσης εκδόθηκε post mortem, κατ’ απαίτηση του Γάλλου συγγραφέα και πολιτικού. Ούτε καν το στοιχείο της αισθητικής φιλοδοξίας δεν φαίνεται να προέχει στην τέχνη αυτή, όχι τουλάχιστον όσο η ευκαιρία που δίνει στους δημιουργούς της να προσκολληθούν ολοκληρωτικά σε μία εσωτερική πραγματικότητα, ανεπηρέαστη από τις προτεραιότητες της εξωτερικής. Ακόμα και η αρχική ενασχόληση του Τσίμερ με το έργο του Μαν, ή αργότερα με τη μετάφραση του Σατομπριάν, αυτόν τον στόχο φαίνεται να υπηρετεί: δεν αποτελεί μέσο για την ακαδημαϊκή καταξίωση του συγγραφέα, αλλά είναι στην ουσία ο τρόπος που επινοεί ο Τσίμερ για να αντέξει το πένθος του.
Η τέχνη εμφανίζεται έτσι από τον Όστερ όχι απλώς αδιάφορη απέναντι στις αξιώσεις της πραγματικότητας, αλλά συχνά ως η αναίρεσή της, ως ένα βασίλειο των ψευδαισθήσεων όπου ο δημιουργός μπορεί να υπαγορεύει τους δικούς του κανόνες και όρους. Χαρακτηριστική είναι η έκβαση μιας από τις ταινίες που γύρισε ο Μαν στο ράντσο, της μοναδικής που ο Τσίμερ κατάφερε να δει πριν καταστραφεί. Εκεί, ο πρωταγωνιστής-συγγραφέας, παραδομένος στην ψευδαίσθηση μιας ιστορίας που γράφει, συνδέεται ερωτικά με ένα πλάσμα της φαντασίας –την ηρωίδα του βιβλίου του–, η οποία όμως εξασθενεί όσο η συγγραφή προχωράει, μέχρι που στο τέλος γίνεται φανερό πως όταν το βιβλίο τελειώσει, τότε η κοπέλα θα πεθάνει. Σε μια χειρονομία που συνοψίζει όλη τη θεματική που απασχολεί εν προκειμένω τον Όστερ, ο πρωταγωνιστής της ταινίας αποφασίζει να κάψει το χειρόγραφο για να σώσει την κοπέλα – αποφασίζει να θυσιάσει την πραγματικότητα για να κρατήσει ζωντανή την ψευδαίσθηση. Αυτό κάνουν στην ουσία όλοι οι ήρωες του «Βιβλίου των ψευδαισθήσεων». Αρνούνται την πραγματικότητα για να παραδοθούν στις ψευδαισθήσεις της δημιουργίας – επειδή αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να συνεχίσουν να ζουν μετά από ένα τραυματικό γεγονός (ο θάνατος της γυναίκας του και των παιδιών του για τον Τσίμερ, η εμπλοκή του στον θάνατο μιας γυναίκας, αλλά και ο θάνατος του δικού του παιδιού, για τον Μαν).
Στο ίδιο πλαίσιο, εξάλλου, η σύζυγος του Μαν καταστρέφει μετά τον θάνατό του κάθε ίχνος της ζωής και της τέχνης του (τις ταινίες του, καθώς και το χειρόγραφο της Άλμα, που έχει μεγαλώσει στο ράντσο και γράφει επίσης ένα βιβλίο για τον σκηνοθέτη), ενστερνιζόμενη την ίδια αντίληψη ή δεισιδαιμονία: πως αποποιούμενη την πραγματικότητα, θα μπορέσει να διαφυλάξει την ψευδαίσθηση. Με όλα τα παραπάνω, ο Όστερ μοιάζει να θεωρεί τελικά την τέχνη ως μια δημιουργική μορφή εξαφάνισης. Κινητήρια δύναμή της είναι το τραύμα, εξαιτίας του οποίου ο καλλιτέχνης αναγκάζεται να θυσιάσει ένα κομμάτι της πραγματικότητας προκειμένου να συνεχίζει να ζει (δεν είναι τυχαίο ότι η Άλμα χάνει τη διάθεσή της για ζωή και αυτοκτονεί όταν το δικό της χειρόγραφο καταστρέφεται). Από την άποψη αυτή, το «Βιβλίο των ψευδαισθήσεων» φαίνεται να καταλαμβάνει κεντρικό ρόλο στο έργο του, συνοψίζοντας έξοχα μια σειρά από ιδέες και θέματα που το διέπουν συνολικά.
info : Πολ Όστερ, «Βιβλίο των Ψευδαισθήσεων», μτφρ. Ιωάννα Ηλιάδη, εκδ. Μεταίχμιο