Ποιος είστε κύριε Χαρίτο; (του Λευτέρη Ξανθόπουλου)

0
988

του Λευτέρη Ξανθόπουλου

 

 

Την ευφυή και ευφρόσυνη έναρξη της ιστορίας μας, που όμως δεν προτίθεμαι να αποκαλύψω, θα την διακόψει αιφνιδίως η ανατίναξη μέσα σε γκαράζ ξενοδοχείου στην Ανάβυσσο, ενός αυτοκινήτου μαζί με τον οδηγό του. Το αποτρόπαιο αυτό έγκλημα θα δρομολογήσει καταιγίδα απρόβλεπτων εξελίξεων, που θα ξεσκεπάσουν στη συνέχεια και θα αποκαλύψουν τις διαστροφικές καταβολές και την παθογένεια της νεοελληνικής ζωής. Εδώ ακριβώς ξεκινούν τα δύσκολα για τον αστυνόμο της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών Κώστα Χαρίτο.

«Σ΄αυτόν τον κόσμο, άλλοι γεννιούνται και άλλοι πεθαίνουν. Μόνο όταν παίρνουν εμένα στο τηλέφωνο δεν πεθαίνουν απλώς, αλλά κάποιος τους σκοτώνει» μονολογεί και βγαίνει στον διάδρομο για να οργανώσει την επιχείρηση.

Η διαλεκτική του Μάρκαρη, που παίζει με την εναλλαγή του θερμού και του ψυχρού στην αφήγηση, θα κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον και την αγωνία του αναγνώστη μέχρι τις τελευταίες σελίδες και μέχρι το απρόβλεπτο φινάλε του βιβλίου. Ισχυρές δόσεις υψηλής θερμοκρασίας και αληθινής συγκίνησης από την ήρεμη οικογενειακή ζωή του μεσήλικα πρωταγωνιστή εναλλάσσονται με την ψυχρή καταγραφή, την έρευνα και την χειρουργική αντιμετώπιση του εγκλήματος από την ομάδα τού Χαρίτου ή των εγκλημάτων που πρόκειται να  ακολουθήσουν. Ο «Εποχή της Υποκρισίας» δεν είναι ένα μυθιστόρημα που ανήκει αποκλειστικά στην αστυνομική λογοτεχνία είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό.

Το ερώτημα που προκύπτει από το δωδέκατο αυτό βιβλίο του Μάρκαρη (ο Χαρίτος ξεκίνησε τις περιπέτειές του με το «Νυχτερινό Δελτίο» το 1995) είναι το εξής: Πώς τα καταφέρνει ο αστυνόμος να μπαίνει τόσο εύκολα στο σπίτι μας, να γίνεται αποδεκτός και γιατί επιθυμούμε να τον έχουμε μαζί μας, στην παρέα μας είτε ως ταχτικό επισκέπτη είτε ως φίλο μας; Πώς και γιατί ένας υψηλόβαθμος μπάτσος γίνεται ένας δικός μας άνθρωπος; Πού βρίσκεται η επιτυχία του Χαρίτου / Μάρκαρη;

Το κλειδί για κάποιες από τις απορίες μας βρίσκεται στον ίδιο τον αστυνόμο, στον χαρακτήρα, στην ιδιοσυγκρασία, στην επιμονή και στο ήθος του. Οδηγώντας καθημερινά το παλιομοδίτικο Σέατ του από το σπίτι του στο Παγκράτι προς την ΓΑΔΑ στους Αμπελοκήπους, ασκείται στον εσωτερικό μονόλογο, αναπτύσσοντας κάτι σαν αντισώματα, που θα λειτουργήσουν ως παρηγοριά και ως ξόρκι στη μοναξιά του:

«Να φτάσεις από τη λεωφόρο Αθηνών – Πειραιώς στην Κυψέλη είναι μια οδική περιπέτεια, συνυφασμένη με συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας τροχοφόρων, λόγω ακινησίας και με συνθήματα του τύπου: “Στραβός είσαι;”, “Ποιόν λάδωσες και πήρες δίπλωμα;”, “Πού πας, ρε μαλάκα!”. Μερικά από αυτά τα καρυκεύματα τα εισπράττω και εγώ, γιατί μπάτσος χωρίς περιπολικό ή στολή είναι του κλότσου και του μπάτσου.»

Σε κάποιο άλλο σημείο, και πάντα σε πρώτο πρόσωπο και χωρίς περιττά λόγια, απευθύνεται στον εαυτό του: «Όταν έχεις φάει τη μισή σου ζωή στη Διεύθυνση Ασφάλειας και ασχολείσαι σχεδόν κάθε μέρα με φόνους και εγκληματίες, ξεχνάς τι σημαίνει ενθουσιασμός. Η αμφιβολία και η καχυποψία σε παίρνουν από κάτω και μαθαίνεις να ζεις με μικρό καλάθι.»

Ο Χαρίτος λοιπόν, πιστός στις μικρές καθημερινές του συνήθειες μασουλάει κάθε πρωΐ το κρουασάν του με συνοδεία καφέ από το κυλικείο της Υπηρεσίας, δουλεύει σχολαστικά, ευσυνείδητα και με σύστημα σαν καλός νοικοκύρης που αγαπάει το σπίτι του, δεν μας πουλάει εξουσία, δεν έχει καβαλήσει καλάμι, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται και ξέρει πολύ καλά πού βρίσκεται κάθε φορά και πού πατάει. Ο λόγος του είναι ταπεινός, καθημερινός, λιτός, αντιρητορικός, βαθιά ανθρώπινος, σχεδόν αδιάφορος λόγος. Δεν μιλάει με τσιτάτα και δεν εκφέρει σοφίες. Με την καθημερινή σοφία που τον διακρίνει, δεν επιχειρεί να βγει πιο πάνω από εμάς τους απλούς αναγνώστες του, δεν μας «πουλάει μούρη».

Με τις ιστορίες του αστυνόμου Κώστα Χαρίτου ο Πέτρος Μάρκαρης αναδεικνύεται σε μείζονα γεωγράφο: Τέμνει οριζοντίως και καθέτως και γεωγραφεί την πόλη και τα περίχωρα της επικράτειάς του, παρακολουθεί τις συνήθειες των κατοίκων, τις συμπεριφορές, τα κίνητρα και όλα αυτά που βλέπει και αισθάνεται τα καταγράφει σαν προσωπικό του βίωμα, τα μεταπλάθει και μας τα παραδίδει. Ο Μάρκαρης στήνει έναν αόρατο ιστό πάνω από την πόλη, ανεβαίνει ψηλά σαν τον Μπάτμαν, τον άνθρωπο – νυχτερίδα και από εκεί πάνω σκαρφαλωμένος μάς βλέπει και μάς παρακολουθεί όλους.

Ο Χαρίτος του Μάρκαρη αποτελεί ενδεχομένως μια ιδιόρρυθμη και καλοπροαίρετη πατριαρχική μορφή στον ευρύτερο εργασιακό του χώρο, στον μικρόκοσμο της δουλειάς του με τους υφιστάμενους και την προϊσταμένη αρχή, όμως στον μικρόκοσμο του σπιτιού του, στην ιδιωτική του περιοχή ακολουθεί τους κανόνες του μητριαρχικού πυρήνα στον οποίο αρχηγός είναι η γυναίκα του Αδριανή, πού συχνά «Αποφασίζει και διατάσσει».

«Σήμερα θα φτιάξω γεμιστά. Δεν μπορεί ένα γεγονός που αλλάζει τη ζωή μας να το γιορτάσουμε χωρίς γεμιστά», δηλώνει η Αδριανή.

Η προαγωγή που περιμένει εδώ και καιρό ο Χαρίτος επιτέλους φθάνει: «Από αύριο αναλαμβάνετε επίσημα υποδιευθυντής Ασφάλειας» θα του ανακοινώσει ο αρχηγός.

Ο Χαρίτος, βαθιά γήινος, κυνηγώντας το έγκλημα απολαμβάνει παράλληλα τα ανθρώπινα, τα απλά και τα καθημερινά. Οπαδός της γαστρονομικής απόλαυσης, όταν αισθάνεται στριμωγμένος στις δύσκολες στιγμές του, ονειρεύεται τα φαγητά που μαγειρεύει η γυναίκα του, γεμιστά με φέτα, μουσακάς, μελιντζάνες μαγειρεμένες με όλους τους τρόπους, ντολμαδάκια ή σαρμαδάκια και από τα γλυκά η εξαίσια εκείνη πάστα φλώρα.

«Ποιος είπε ότι μόνο ο τρόμος σε αφήνει άφωνο; Σε αφήνει εξίσου και η βουλιμία. Σε όλη τη διάρκεια του φαγητού δεν ανταλλάσσουμε λέξη. Μόνο όταν αφήνουμε τα πηρούνια ακούγονται πρώτα οι αναστεναγμοί ικανοποίησης και μετά τα εγκώμια για το φαγητό της Αδριανής.»

«Παίρνουμε πάλι θέσεις στο τραπέζι, αυτήν τη φορά για την πάστα φλώρα που έχει φτιάξει. Ευτυχώς γιατί δεν είχα διάθεση για δυσάρεστη συζήτηση μετά τα γεμιστά. Είναι η πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, που κατάφερα να βάλω τις επαγγελματικές σκοτούρες μου στο περιθώριο και να χαλαρώσω.»

Ο αστυνόμος Κώστας Χαρίτος στα βιβλία του Πέτρου Μάρκαρη αναδεικνύεται σε μια ήρεμη δύναμη.

 

 

Info: Πέτρος Μάρκαρης, Η Εποχή της Υποκρισίας, Γαβριηλίδης.

 

Προηγούμενο άρθροΗ οδύνη των σωμάτων και οι ασθένειες των ποιημάτων (του Διαμαντή Αξιώτη)
Επόμενο άρθροΤο πλέγμα (του Νικήτα Στατήρη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ