Ποιος είναι ο Σάνκια του Ζαχάρ Πριλέπιν

0
593

 

 

 

 

Το Σάνκια του Ζαχάρ Πριλέπιν είναι η συνταρακτική ιστορία µιας οµάδας επαναστατηµένων νεαρών που έχουν αµετάκλητα εµπλακεί ανάµεσα στο γερασµένο σοβιετικό παρελθόν –που οι ίδιοι δεν πρόλαβαν να γνωρίσουν– και στην υπαρξιακή ανάγκη τους να εκφράσουν µια δυναµική διέξοδο στην κοινωνική κατάπτωση της χώρας τους.

Με επίκεντρο τον σύνθετο οµώνυµο ήρωα, έναν νεαρό κατά περίπτωση στοχαστικό ή αφελή, βίαιο ή τρυφερό, σκληρό αλλά και ροµαντικό, άλλοτε γεµάτο ελπίδες και άλλοτε σε απόγνωση, η αφήγηση µεταφέρει τον αναγνώστη πότε στην ερηµωµένη, παρηκµασµένη επαρχία της Ρωσίας και πότε στην πλαστή ευµάρεια της πρωτεύουσας. Μέσα από αλλεπάλληλες δραµατικές σκηνές, που φέρνουν στο µυαλό τους καλύτερους Ρώσους κλασικούς, αποτυπώνεται εντυπωσιακά ο σύγχρονος καπιταλισµός της καταστολής και της βίας, το ταξικό χάος και η λανθάνουσα εμφύλια σύγκρουση.

Με φόντο αυτή την κοινωνική αποσύνθεση της σύγχρονης Ρωσίας, το πολυβραβευµένο και µεταφρασµένο σε είκοσι γλώσσες µυθιστόρηµα του Ζαχάρ Πριλέπιν εστιάζει πεισµατικά στην ψυχολογία των σύγχρονων νέων, που η καθηµερινότητά τους δεν διαθέτει άλλη επιλογή πέρα από την άνευ όρων, ακόμα και µάταιη,  σύγκρουση µε το σύστηµα που τους εξόρισε από την αυθεντική ζωή.

 Το βιβλίο, που εκδόθηκε το 2006 στη Ρωσία, κέρδισε αμέσως το νεανικό κοινό των αναγνωστών και το σοβαρό λογοτεχνικό βραβείο Yasnaya Polyana (2007) του ιδρύματος Τολστόι, ενώ ψηφίστηκε και στη βραχεία λίστα του Ρωσικού Booker και του Εθνικού Βραβείου Ευπώλητων βιβλίων. Έχει ήδη μεταφραστεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες.

 

 

Προδημοσίευση

 

ΣΑΝΚΙΑ του Ζαχάρ Πριλέπιν, 4ο κεφάλαιο (σελ. 103-104)

 

Ξεκίνησαν. Ο οδηγός έβαλε νεκρά, έβγαλε ένα τσιγάρο και είπε: – Δεν πάω παρακάτω.

– Άντε και πηδήξου, είπε ο Σάσα.

Βγήκε έξω, παρατηρώντας ότι το χιόνι σταμάτησε. Στάθηκε, κοιτώντας ανέκφραστος το δάσος. Άνοιξε απότομα την πίσω πόρτα των επιβατών.

– Βγες, μάνα, ο οδηγός δεν πηγαίνει παρακάτω.

– Μα πώς; Γιόκα μου… είπε η μάνα του. Κι εμείς, πού θα πάμε;

Και τον πατέρα;

– Θα τον μεταφέρουμε, δεν είναι μακριά.

– Μα πώς δεν είναι μακριά;…

– Θα τον μεταφέρουμε, είπα.

Πίσω από τον Σάσα πλησίασε ο οδηγός και κοίταξε πάνω από τον ώμο του στη θέση των επιβατών.

– Λοιπόν, γυρίζουμε στην πόλη; Εγώ δεν πάω παρακάτω.

– Θα σε πληρώσουμε, είπε η μάνα, κοιτάζοντας τον οδηγό σχεδόν τρομαγμένη. Πού θα πάμε με το φέρετρο;

– Εγώ λέω ότι γυρίζουμε στην πόλη. Και λεφτά δεν μου χρειάζονται. Δεν πρόκειται να μου αγοράσετε καινούργιο αυτοκίνητο. Και δεν πρόκειται να περάσω τη νύχτα μου στο δάσος με τον πεθαμένο σας. Κατανοητό; Γυρνάμε στην πόλη;

– Μα καλά, θα πηγαίνουμε τον πατέρα πέρα δώθε;… είπε η μάνα.

– Ε, τότε, εντάξει…

Ο οδηγός άνοιξε με θόρυβο τις πίσω πόρτες του αυτοκινήτου, σαν να έλεγε: «Ξεφορτώνουμε». Και ξανακάθισε στη θέση του. Άναψε ξανά τσιγάρο, βρίζοντας. Η μάνα άρχισε να κλαίει.

– Γιατί κλαις; σχεδόν φώναξε ο Σάσα. Το πιο φοβερό έχει ήδη συμβεί! Τι σημασία έχει να κλαις τώρα με λυγμούς; Θα μας φάνε οι λύκοι; Θα τον μεταφέρουμε, δεν πρόκειται να χαθούμε.

– Δεν θα τα καταφέρετε οι δυο σας! φώναξε κλαίγοντας η μάνα.

– Σου το ξαναλέω: θα τον μεταφέρουμε! Θα τον μεταφέρουμε συρτά. Δεν είμαστε μακριά, επανέλαβε ακόμη μια φορά ο Σάσα, μάλλον για τον Μπεζλιέτοβ – αφού ο ίδιος γνώριζε ότι μέχρι το χωριό ήταν ακόμη περίπου δεκαπέντε χιλιόμετρα απόσταση.

Ο Σάσα μετατόπισε τρίζοντας το φέρετρο προς την έξοδο του αυτοκινήτου.

– Έχουμε πάρει και φαγητό για το μνημόσυνο… είπε με παράπονο η μητέρα.

– Πάρε ό,τι μπορείς να μεταφέρεις και τα υπόλοιπα άσ’ τα σ’ αυτόν…

Ο Σάσα πήδηξε έξω από το αυτοκίνητο.

– Ελάτε, εγώ θα σηκώσω από τα πόδια… είπε, όντας κιόλας εξαγριωμένος. Μετά… βλέπουμε…

– Να ’χαμε μια καρέκλα, είπε ο Μπεζλιέτοβ. Να ακουμπήσουμε το μπροστινό μέρος του φέρετρου. Αλλιώς δεν θα το συγκρατήσουμε.

– Ελάτε, δεν υπάρχει καρέκλα, πίεζε να βιαστούν ο Σάσα.

Τράβηξε το φέρετρο προς τη μεριά του και κάθε στιγμή που περνούσε ένιωθε όλο και μεγαλύτερο βάρος· υποχωρούσε προς τα πίσω, πάνω στο χιόνι, νιώθοντας το βάρος να γίνεται ασήκωτο και τον πόνο αφόρητο στους μυς των χεριών.

– Πιο γρήγορα! είπε με δυσκολία.

Ο Μπεζλιέτοβ βγήκε πηδώντας, ενώ η μάνα κατέβηκε άγαρμπα, με γυναικείο τρόπο.

Έπιασαν το φέρετρο από το μπροστινό μέρος, σηκώνοντάς το προς τα έξω, όμως η μάνα δεν το συγκράτησε και, αφού έβγαλε ένα «ωχ!», άφησε την πλευρά της να πέσει. Ο Σάσα και ο Μπεζλιέτοβ, φυσικά, δεν μπόρεσαν επίσης να το συγκρατήσουν. Το φέρετρο έπεσε με πάταγο στο πλάι. Το σκέπασμα του φέρετρου, που δεν ήταν ερμητικά κλειστό, άνοιξε και ο πατέρας, ήδη παγωμένος, παραλίγο να πέσει στο χιόνι.

 

11ο κεφάλαιο (σελ. 264-266)

 

Τριγυρνούσε στο κέντρο της πόλης, κάνοντας περίεργες γκριμάτσες και καμιά φορά μιλώντας φωναχτά στον εαυτό του. Τα φανάρια γυάλιζαν, οι βιτρίνες έλαμπαν με τον απαλό φωτισμό τους κι από κάπου ακουγόταν διαρκώς μουσική: από αυτοκίνητα με ανοιχτά παράθυρα κι από τις ωραίες εισόδους των καφέ. Εντυπωσιακά κορίτσια της νύχτας περπατούσαν ανά ζεύγη ή μόνες, και καμιά φορά με συνοδούς. Οι συνοδοί έκοβαν βόλτες πότε μόνοι, πότε ανά τριάδες και πότε μαζί με τα εντυπωσιακά κορίτσια.

Είμαι ένα απελπισμένο φρικιό, σκεφτόταν ήρεμα ο Σάσα. Μπορώ να σκοτώσω. Δεν μου χρειάζονται γυναίκες. Δεν έχω και δεν πρόκειται ν’ αποκτήσω φίλους. Όχι, πραγματικά είσαι φρίκη, Σάσα – άρχισε να το συζητάει με τον εαυτό του. Για ποιον λόγο πήρες από τη μάνα σου τα χρήματα; Είδες τις μπότες της; Τρίτο χρόνο φοράει παπούτσια από δεύτερο χέρι κι εσύ παίρνεις από αυτή χρήματα. Δεν πας καλύτερα να δουλέψεις, ε;

Και ποιος είσαι εσύ να συμβουλεύεις κιόλας τον Μπεζλιέτοβ να πει το Πάτερ Ημών, υποκριτή, παρατηρούσε ο Σάσα αηδιασμένος μέσα του.

Διάολε, από πού βγάζουν τόσα χρήματα; Ο Σάσα ένιωθε πάντα έκπληξη όταν έβλεπε ακριβά αυτοκίνητα απ’ όπου έβγαιναν νεαρά, καλοντυμένα άτομα. Μονάχα ένα τέτοιο αυτοκίνητο κοστίζει τόσα λεφτά, όσα η μάνα μου δεν πρόκειται να βγάλει ούτε σε εκατόν σαράντα χρόνια. Μήπως δεν δουλεύει αρκετά; Ή κάνω πάλι χαζές ερωτήσεις;

Μη έχοντας να κάνει κάτι άλλο, ο Σάσα μπήκε σ’ ένα νυχτερινό σουπερμάρκετ. Προχωρούσε μαγεμένος, από ράφι σε ράφι. Κοιτούσε τα ψάρια, σπάνια ακόμη και για εγχειρίδιο ζωολογίας. Τα ψάρια κείτονταν μες στο λάδι, σαν πολύτιμα μέταλλα. Γαρίδες, χταπόδια, αστακοί, καλαμάρια, καραβίδες, μέδουσες και μύδια υπήρχαν σε τέτοια ποσό-

τητα, λες και τα καλλιεργούσαν σε κάποιο κοντινό ιχθυοτροφείο και είχαν πολλαπλασιαστεί σε τόσο αηδιαστικό βαθμό, ώστε πλέον δεν τα έπιαναν με τον συνηθισμένο τρόπο, αλλά τα έβγαζαν κατευθείαν απ’ το νερό με απόχη. Το μόνο πρόβλημα ήταν με τι σάλτσα να τα σερβίρουν.

Κι ακόμη και τα τυριά, βγαλμένα κάπου από τις αποθήκες, τα κελάρια και τα υπόγεια αρχαίων παραμυθιών. Τυριά αρωματικά, όπως οι νεότερες και ωραιότερες γυναίκες. Αυτά τα τυριά δεν πρέπει κανείς να τα τρώει, αλλά να κολλάει πάνω τους το μάγουλό του και να κλαίει.

Κρέας, μέχρι αηδίας πολύ κρέας, μπορεί κανείς να τρελαθεί από την ποσότητά του. Ένα τέτοιο γυμνό κρέας ταιριάζει να το βλέπεις στη φύση, έξω, μπροστά στη φωτιά, αφού το σκοτώσεις ο ίδιος και το έμπηξες στις σούβλες και το πέρασες με τα καρυκεύματά σου: μόνο

τότε η ματωμένη, ανυπεράσπιστη, χωρίς γούνα και δέρμα όψη του κρέατος κάπως δικαιολογείται. Όμως εδώ, έτσι που κείτεται μπροστά σου… Τι κάναμε για να το αξίζουμε;

Και περιδέραια από γυμνές κότες και μακρόστενες, χωρίς μάλιστα κεφάλια και φτερά, αλαζονικές χήνες. Και πρασινάδες αρωματικές, όπως στα όνειρα, ντομάτες κόκκινες και μεγάλες, όπως στα παιδικά χρόνια, αγγούρια τέτοια που δεν θα χώραγαν σε πίνακα νεκρής φύσης. Οι πάγκοι με τα φρούτα, με τα κομμένα ζουμερά καρπούζια, με τα τεμπέλικα, σαν κοιμισμένα, σταφύλια, με τα πορτοκάλια με την αδιαπέραστη επιφάνεια και τα μανταρίνια με την ελαφριά και, καμιά φορά, ακατάστατη φλούδα, που καθαρίζονται τόσο εύκολα. Ακτινίδια μαλλιαρά, σαν ανδρικά γεννητικά όργανα κάποιου Νεάντερνταλ, μήλα διαφόρων αποχρώσεων, προσιτά αχλάδια και άσεμνες μπανάνες κι ακόμη ένα φρούτο, που θύμιζε κόκκινο σηματοδότη σπασμένο από χούλιγκαν.

Πάγκοι με μπουκάλια μπίρας, από εκατόν σαράντα απίθανες μάρκες. Πάγκοι με μπουκάλια βότκας, με τα πιο διαφορετικά σχήματα, σαν να τα σχεδίασαν σπουδαίοι αρχιτέκτονες στο μικρό τους διάλειμμα από την κατασκευή της πόλης του μέλλοντος. Και πλήθος από άλλα αλκοολούχα ποτά, που δεν είχε το κουράγιο ούτε να κοιτάξει τις ετικέτες τους…

Μπρρρ. Ο Σάσα βγήκε τρέχοντας από το σουπερμάρκετ και για αρκετή ώρα στεκόταν έξω από την είσοδο και κάπνιζε. Κοίταζε πώς πλησίαζαν ωραία αυτοκίνητα κι έβγαιναν από κει μέσα άνθρωποι γεμάτοι σκοτούρες, κι ύστερα από λίγη ώρα επέστρεφαν με τεράστιες σακούλες γεμάτες τρόφιμα, τα οποία ο Σάσα δεν είχε δοκιμάσει ποτέ και δεν είχε δοκιμάσει ούτε η μάνα του και η γεύση τους ήταν επίσης άγνωστη στον Πόζικ, στον Nεγκατίφ, στον Σαμάνο, στον Κολλητήρη… αλλά και σε όλους, μάλλον, τους Ενωσίτες αυτής της πόλης.

Κάνεις σαν να θέλεις πολύ αυτά τα τρόφιμα, είπε στον εαυτό του ο Σάσα. Λες και δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτά.

Μα ναι, δεν τα θέλω. Μπορώ να ζήσω χωρίς αυτά.

Και τότε, τι;

Τίποτε…

 

info: Ζαχάρ Πριλέπιν, Σάνκια, μτφρ: Βασίλης Μακρίδης, εκδ. Τόπος

Προηγούμενο άρθρο6ο Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης με πλούσιο πρόγραμμα
Επόμενο άρθροΜαθητικό Συνέδριο για τον «Κωνσταντινοπολίτη Γ.Θεοτοκά» (της Ξένης Δ. Μπαλωτή)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ