Του Νικολάι Γκουμιλιόφ.
Η ποίηση για τον άνθρωπο είναι ένας από τους τρόπους έκφρασης της προσωπικότητάς του και εκδηλώνεται με την βοήθεια του λόγου, του μοναδικού εργαλείου, που ικανοποιεί τις ανάγκες της. Όλα όσα λέγονται περί ποιητικότητας κάποιας τοπογραφίας ή φαινομένου της φύσης, υποδεικνύει απλά το πόσο βολικά είναι ως ποιητικό υλικό, ή υπαινίσσεται μια πολύ μακρινή αναλογία στο ανιμιστικό πνεύμα μεταξύ του ποιητή και της φύσης. Το ίδιο ισχύει και για τις πράξεις ή τα αισθήματα του ανθρώπου που δεν έχουν ενσαρκωθεί στον λόγο. Αυτές μπορούν να είναι όμορφες σαν εντυπώσεις, που προκαλεί η ποίηση, αλλά δεν θα γίνουν ποτέ ποίηση, γιατί η ποίηση περιλαμβάνει κάθε άλλο παρά το όλο κάλλος που είναι προσιτό στον άνθρωπο. Με κανένα μέσα της φωνητικής των στίχων δεν μπορείς να μεταφέρει την αυθεντική φωνή του βιολιού ή του φλάουτου, με κανένα στιλιστικό τέχνασμα δεν μπορείς να ενσαρκώσεις την λάμψη του ήλιου, το φύσημα του αγέρα.
Η ποίηση και η θρησκεία είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και η μία και η άλλη απαιτούν από τον άνθρωπο να εργαστεί πνευματικώς. Όχι όμως εν ονόματι ενός πρακτικού σκοπού, όπως η ηθική και η αισθητική, αλλά εν ονόματι ενός ύψιστου, άγνωστου σ’ εμάς σκοπού. Η ηθική προσαρμόζει τον άνθρωπο στην κοινωνική ζωή, η αισθητική επιδιώκει να μεγιστοποιήσει την ικανότητα ευχαρίστησής του. Η καθοδήγηση για την αναγέννηση του ανθρώπου σε ανώτερη μορφή, ανήκει στην θρησκεία και την ποίηση. Η θρησκεία απευθύνεται στη συλλογικότητα. Για τους στόχους της είτε πρόκειται για την οικοδόμηση της ουράνιας Ιερουσαλήμ, την πανταχόθεν εξύμνηση του Αλλάχ, την κάθαρση της ύλης στη Νιρβάνα, είναι αναγκαίες οι κοινές προσπάθειες, μια είδους εργασία των πολύποδων που σχηματίζουν τους κοραλλιογενείς υφάλους. Η ποίηση πάντα απευθύνεται στην προσωπικότητα. Ακόμη κι εκεί που ο ποιητής συνομιλεί με το πλήθος, – μιλάει ξεχωριστά με το κάθε ένα μέλος του πλήθους. Από την προσωπικότητα η ποίηση απαιτεί ότι και η θρησκεία από την συλλογικότητα. Πρώτον, αναγνώριση της μοναδικότητας και της παντοδυναμίας της, δεύτερον, τελειοποίηση της φύσης του. Ο ποιητής, που κατανόησε «των φυτών των άκτιστο άρωμα», θέλει να το νιώσει και ο αναγνώστης. Θέλει όλοι να αποδεχτούν «πως αυτό το έναστρο βιβλίο είναι κατανοητό» και «πως μαζί του μιλούσε το κύμα της θάλασσας». Γι’ αυτό ο ποιητής κατά τις στιγμές της δημιουργίας του θα πρέπει να είναι κάτοχος κάποιας αίσθησης, η οποία δεν είχε εκτιμηθεί και συνειδητοποιηθεί μέχρι τότε. Αυτό του γεννάει το αίσθημα της καταστροφής, νομίζει πως λέει την τελευταία και πιο σημαντική του λέξη, χωρίς την κατανόηση της οποίας δεν άξιζε να γεννηθεί στον κόσμο αυτό. Πρόκειται για ένα εντελώς ιδιαίτερο αίσθημα, το οποίο μερικές φορές εκδηλώνεται με τέτοια βιασύνη που θα τον εμπόδιζε να μιλήσει, αν δεν υπήρχαν τα συνοδευτικά αισθήματα της ανάγκης, της συνείδησης ότι δημιουργείς τέλειους συνδυασμούς λέξεων, τέτοιους που κάποτε ανάσταιναν νεκρούς και γκρέμιζαν τείχη. Τα δύο αυτά αισθήματα υπάρχουν ακόμη και στους κακούς ποιητές. Η μελέτη της τεχνικής τους υποχρεώνει να εμφανίζονται πιο σπάνια, αλλά να δίνουν μεγαλύτερα αποτελέσματα. Η ποίηση πάντα ήθελε να ξεχωρίζει από την πρόζα. Και με βάση τον τυπογραφικό (πρώτα απ’ όλα καλλιγραφικό) τρόπο, αρχίζοντας από κάθε αράδα με μεγάλο γράμμα, και ηχητικά, με τον ξεκάθαρα διακρινόμενο ρυθμό, ρίμα, παρήχηση, και στιλιστικά, δημιουργώντας μια ιδιαίτερη «ποιητική» γλώσσα (τροβαδούροι, Ρονσάρ, Λομονόσοφ), και συνθετικά, πετυχαίνοντας μια ιδιαίτερη λακωνική σκέψη, και ειδολογικά στην επιλογή των μορφών. Και παντού η πρόζα την ακολουθούσε κατά πόδας, ισχυριζόμενη, ότι ανάμεσα τους δεν υπάρχει καμία διαφορά, σαν τον φτωχό, που ακολουθεί ως φίλος τον πλούσιο συγγενή. Το τελευταίο διάστημα οι προσπάθειες της δείχνουν να έχουν επιτυχία. Από την μία πλευρά, με την γραφίδα του Φλομπέρ, του Μπωντλαίρ και του Ρεμπώ απέκτησε τις μανιέρες της εκλεκτής της μοίρας, ενώ από την άλλη, η ποίηση, ενθυμούμενη ότι η αφήγηση είναι απαραίτητη προϋπόθεση της ύπαρξής της, συνεχώς αναζητάει νέα και νέα μέσα επίδρασης και προσεγγίζει έτι την απαγορευμένη περιοχή στους στίχους του William Wordsworth, τη σύνθεση του Μπάιρον, τον ελεύθερο στίχο και άλλα, και ακόμη στη σκιαγράφηση, εφόσον ο Πολ Φορ δημοσιεύει τα ποιήματά του σε αράδες, σαν την πρόζα.
Νομίζω, και είναι αδύνατον να βρεθεί εκείνη η λεπτή μεθοριακή γραμμή μεταξύ της ποίησης και της πρόζας, όπως δεν θα μπορέσουμε ποτέ να την βρούμε ανάμεσα στα φυτά και τα ορυκτά, τα ζώα και τα φυτά. Ωστόσο η ύπαρξη υβριδικών ιδιαιτεροτήτων δεν απομειώνει το καθαρό είδος. Αναφορικά δε με την ποίηση οι νεότεροι μελετητές της κατέληξαν σε συμφωνία. Στην Αγγλία συνεχίζει να βασιλεύει το αξίωμα του Κόλντριτζ, που ορίζει την ποίηση «ως τα καλύτερα λόγια στην καλύτερη σειρά». Στην Γαλλία, η γνώμη του Τ. ντε Μπανβίλ: το ποίημα είναι εκεί που έχει ήδη δημιουργηθεί και δεν μπορεί να διορθωθεί. Και στις δύο αυτές απόψεις προστέθηκε και ο Μαλαρμέ, ο οποίος είπε: «Η ποίηση είναι παντού, εκεί που υπάρχει η εξωτερική δύναμη του στιλ».
Εκφράζοντας εαυτόν με λέξεις, ο ποιητής απευθύνεται σε κάποιον αορίστως, σε κάποιον ακροατή. Συχνά, ο ακροατής αυτός είναι ο ίδιος, και εδώ έχουμε να κάνουμε με μια μοναδική διχοτόμηση της προσωπικότητας. Μερικές φορές αυτός ο μυστηριώδης συνομιλητής, είναι ένας φίλος που δεν έχει εμφανιστεί ακόμη, ή μια αγαπημένη, άλλες φορές πάλι ο Θεός, η Φύση, ο Λαός …
Αυτό συμβαίνει τη στιγμή της δημιουργίας. Ωστόσο, για κανέναν, για τον δε ποιητή πολύ περισσότερο, δεν είμαι μυστικό ότι κάθε στίχος βρίσκει τον ζώντα υπαρκτό αναγνώστη του μεταξύ των συγκαιρινών και εν μέρει των απογόνων. Ο αναγνώστης αυτός κάθε άλλο παρά άξιος είναι, εκείνης της ωριμότητας με την οποία συχνά τον περιβάλλουν οι ποιητές. Προς χάρη του όμως τυπώνονται βιβλία, δημιουργούνται υπολήψεις, αυτός είναι που μας έδωσε τη δυνατότητα να διαβάζουμε τον Όμηρο, τον Δάντη και τον Σαίξπηρ. Εκτός από αυτό, κανένας ποιητής δεν πρέπει να ξεχνά ότι ο ίδιος, σε σχέση με άλλους ποιητές, είναι επίσης αναγνώστης. Ωστόσο, όλοι εμείς μοιάζουμε με τον άνθρωπο, ο οποίος έχει μελετήσει μια ξένη γλώσσα από εγχειρίδια. Μπορούμε να μιλάμε, αλλά δεν καταλαβαίνουμε όταν συνομιλούν μαζί μας. Αναρίθμητοι είναι οι οδηγοί με συμβουλές για ποιητές, δεν υπάρχουν όμως αντίστοιχα για αναγνώστες. Η ποίηση αναπτύσσεται, τα κινήματα της εναλλάσσονται, ο αναγνώστης παραμένει ο ίδιος και κανείς δεν προσπαθεί με τον φανό της γνώσης να φωτίσει τις γωνιές της σκοτεινής ψυχής του αναγνώστη. Με αυτό θα ασχοληθούμε τώρα.
Πριν απ’ όλα κάθε αναγνώστης πιστεύει βαθύτατα ότι έχει κύρος· ο ένας γιατί έφτασε μέχρι τον βαθμό του συνταγματάρχη, ο άλλος γιατί έγραψε ένα βιβλίο για τα ορυκτά, ο τρίτος γιατί γνωρίζει ότι δεν υπάρχει καμιά πονηριά. «Μ’ αρέσει, πάει να πει καλό είναι, δεν μ’ αρέσει, πάει να πει πως είναι κακό· βλέπετε η ποίηση είναι η γλώσσα των θεών, μπορώ να κρίνω γι’ αυτήν εντελώς ελεύθερα». Αυτός είναι ο γενικός κανόνας, στη συνέχεια όμως οι αναγνώστες διαφοροποιούνται ως προς την σχέση τους απέναντι στην ποίηση σε τρεις κατηγορίες: ο αφελής, ο σνομπ και ο εξημμένος. Ο αφελής αναζητάει στην ποίηση ευχάριστες αναμνήσεις: αν αγαπάει την φύση, κατηγορεί τους ποιητές που δεν μιλούν γι’ αυτή· αν είναι σοσιαλιστής, Δον Ζουάν ή μυστικιστής, αναζητάει στίχους ανάλογα με την ειδικότητά του. Θέλει να βρίσκει στους στίχους οικείες μορφές και σκέψεις, αναφορές σε πράγματα που του αρέσουν. Μιλάει ελάχιστα για τις εντυπώσεις του και συνήθως δεν αιτιολογεί τις απόψεις του. Γενικά είναι αρκετά ευπροσήγορος, αν και παθαίνει κρίσεις τυφλής οργής, σαν κάθε δηλητηριασμένος. Είναι διαδεδομένος ανάμεσα στους κριτικούς της παλαιάς σχολής.
Ο σνομπ θεωρεί πως είναι μορφωμένος αναγνώστης: του αρέσει να μιλάει για την τέχνη του ποιητή. Συνήθως γνωρίζει την ύπαρξη κάποιου τεχνάσματος και το παρακολουθεί κατά την ανάγνωση του ποιήματος. Από αυτόν θα ακούσετε ότι ο Χ είμαι μεγάλος ποιητής, γιατί εισάγει σύνθετες ρίμες, ο Υ, γιατί δημιουργεί νέες λέξεις, ο Ζ γιατί προκαλεί ταραχή μέσω της επανάληψης. Εκφράζει τις απόψεις του ευρέως και μερικές φορές με ενδιαφέροντα τρόπο, αλλά, λαμβάνοντας υπόψη του μόνο ένα, σπανίως δύο ή τρία τεχνάσματα, μοιραία λαθεύει με τον πιο γλαφυρό τρόπο. Απαντάται αποκλειστικά μεταξύ των κριτικών της νέας σχολής.
Ο εξημμένος αγαπάει την ποίηση και μισή την ποιητική. Τα παλιά τα χρόνια μπορούσε να τον συναντήσει κανείς σε άλλες περιοχές του ανθρωπίνου πνεύματος. Είναι αυτός που απαιτούσε να καούν οι πρώτοι γιατροί, οι ανατόμοι, οι οποίοι τολμούσαν να αποκαλύψουν το μυστικό της Θείας δημιουργίας. Βρισκόταν ανάμεσα στους ναυτικούς, που επάνδρωσαν τα πρώτα ατμόπλοια, γιατί ο θαλασσοπόρος θα πρέπει να προσεύχεται στην Παρθένο Μαρία για τον ούριο άνεμο και όχι να καίει κάτι κορμούς ώστε να αρχίσουν να κινούνται κάποιοι τροχοί. Εκδιωγμένος από παντού, διατηρείται μόνο μεταξύ των αναγνωστών ποιημάτων. Μιλάει για το πνεύμα, το φως και το γούστο του ποιήματος, για τον μαγική του δύναμη ή απεναντίας την πλαδαρότητά του, για την ψυχρότητα ή την ζεστασιά του ποιητή. Απαντάται σπανίως, αφού τον έχουν παραμερίσει οι δύο πρώτες κατηγορίες, και μόνο μεταξύ των ίδιων των ποιητών.
Ακαταμάχητη εικόνα, έτσι δεν είναι; Κι αν η ποιητική δημιουργία είναι καρποφορία ενός πνεύματος από το άλλο με την βοήθεια του λόγου, όμοια με την καρποφορία του φυσικού κόσμου, τότε αυτό θυμίζει την αγάπη των αγγέλων για τις θυγατέρες των ανθρώπων, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, μια απλή κτηνοβασία. Ωστόσο, μπορεί κάποιος αναγνώστης να είναι αναγνώστης – φίλος. Ο αναγνώστης αυτός σκέφτεται μόνο γι’ αυτά που μιλάει ο ποιητής, γίνεται κάτι σαν τον γραφιά του συγκεκριμένου ποιήματος, μιμείται τις παρηχήσεις, τις κινήσεις του. Βιώνει την δημιουργική στιγμή σε όλη της την ένταση και πολυπλοκότητα, γνωρίζει πολύ καλά πως συνδέονται με την τεχνική όλα τα επιτεύγματα του ποιητή και μόνο η τελειότητα της εμφανίζεται ως σημείο ότι ο ποιητής έχει γίνει αποδέκτης της μεγαλοθυμίας του Θεού. Το ποίημα γι’ αυτόν είναι ακριβό σε όλη την υλική του ομορφιά, όπως για τον ψάλτη τα σάλια της αγαπημένης του και ο καλυμμένος με τρίχες κόλπος της. Δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις με επιμέρους επιτεύγματα, δεν τον εξαγοράζεις με συμπαθητικές μορφές. Το όμορφο ποίημα αφομοιώνεται από τη συνείδησή του, ως τετελεσμένο γεγονός, τον αλλάζει, καθορίζει πλέον τα αισθήματα και τις πράξεις του. Μόνο υπό την προϋπόθεση της ύπαρξης του η ποίηση εκπληρώνει την οικουμενική της αποστολή του εξευγενισμού της ανθρώπινης φύσης. Υπάρχει αυτός ο τύπος του αναγνώστη, εγώ προσωπικά γνωρίζω τουλάχιστον έναν. Και νομίζω πως αν δεν υπήρχε η ανθρώπινη επιμονή και υστέρηση, πολλοί θα μπορούσαν να γίνουν σαν κι αυτόν.
Εάν ήμουν ο Μπελαμί, θα έγραφα ένα μυθιστόρημα για την ζωή του αναγνώστη του μέλλοντος. Θα προσπαθούσα να αφηγηθώ τις τάσεις των αναγνωστών και την μάχη τους, για τους αναγνώστες – εχθρούς, που κατηγορούν την θεϊκή ανεπάρκεια των ποιητών, για τους αναγνώστες που μοιάζουν με την Τζοκόντα, για τους αναγνώστες που μοιάζουν με την ωραία Ελένη της Σπάρτης, για τις κατακτήσεις των οποίων θα πρέπει να ξεπεράσουν τον Όμηρο. Ευτυχώς, δεν είναι Μπελαμί και έτσι θα έχουμε ένα κακό μυθιστόρημα λιγότερο.
Εκείνο που έχει δίκιο ο αναγνώστης και συνεπώς πρέπει να απαιτεί από τον ποιητή, είναι το αντικείμενο αυτού του βιβλίου. Τους ποιητές όμως δεν πρόκειται να τους διδάξει πώς να γράφουν στίχους, όπως ένα εγχειρίδιο αστρονομίας δεν μπορεί να μας διδάξει πώς να δημιουργούμε αστέρια. Ωστόσο, και για τους ποιητές μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο ελέγχου των πραγμάτων που έχουν γράψει και κάποια στιγμή, που προηγείται της δημιουργίας, να δώσει την δυνατότητα να ζυγίσουν, αν υπάρχει αρκετό συναίσθημα, αν ωρίμασε η μορφή και είναι δυνατή η συγκίνηση, ή καλύτερα θα ήταν να μην δώσουν τόσο μεγάλη ελευθερία στον εαυτό τους και να φυλάξουν τις δυνάμεις τους για μια άλλη, καλύτερη στιγμή. Πρέπει να γράφουν όχι όταν μπορούν, αλλά όταν πρέπει. Η λέξη «πρέπει» θα πρέπει να αποβληθεί από όλες τις περιοχές των ερευνών της ποίησης.
Ο Ντελακρουά έλεγε: «Θα πρέπει ακούραστα να μελετούμε την τεχνική της τέχνης μας ώστε να μην σκεφτόμαστε γι’ αυτή τις στιγμές της δημιουργίας». – Όντως, θα πρέπει είτε να μην γνωρίζουμε παντελώς τίποτα, είτε να την γνωρίζουμε πολύ καλά. Ο δεκαεξάχρονος Λέρμοντοφ έγραψε τον «Άγγλο» και μόνο μετά από δέκα χρόνια μπόρεσε να γράψει ένα άλλο άξιο ως προς αυτό, ποίημα. Ο «Άγγελος» όμως ήταν ένας, ενώ όλα τα ποιήματα του Λέρμοντοφ του 1840 και του 1842 ήταν θαυμάσια. Ποιήματα όπως η Αθηνά Παλλάδα, η οποία εμφανίστηκε από το κεφάλι του Διός, εμφανίστηκε από το πνεύμα του ποιητή, γίνεται ξεχωριστή ύπαρξη. Και, όπως κάθε ζωντανός οργανισμός, έχει την δική του ανατομία και φυσιογνωμία. Πριν απ’ όλα βλέπουμε τον συνδυασμό των λέξεων, αυτό το ψαχνό του ποιήματος. Η ιδιότητα και η ποιότητά τους αποτελούν το αντικείμενο της στιλιστικής. Στη συνέχεια βλέπουμε ότι αυτοί οι συνδυασμοί λέξεων, συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλον, οδηγούν σε μια συγκεκριμένη αίσθηση, και παρατηρούμε τον σκελετό του ποιήματος, την σύνθεσή του. Στη συνέχεια ξεδιαλύνουμε την φύση της μορφής, εκείνη την αίσθηση, η οποία αφύπνισε τον ποιητή και τον ώθησε στην δημιουργία, το νευρικό σύστημα του ποιήματος και κατ’ αυτόν τον τρόπο μαθαίνουμε την ειδολογία του. Τέλος (αν και όλα αυτά συμβαίνουν ταυτοχρόνως), τραβάει την προσοχή μας η ηχητική πλευρά του στίχου (ο ρυθμός, η ρίμα, ο συνδυασμός των φωνήεντων και των συμφώνων), η οποία, σαν το αίμα, κυλάει στις φλέβες του, και έτσι διακρίνουμε την φωνητική του. Όλες αυτές οι ιδιότητες υπάρχουν σε κάθε ποίημα, είτε πρόκειται για μεγαλοφυές, είτε πρόκειται για ερασιτεχνικό, κατά τον ίδιο τρόπο που κάνουμε νεκροτομή σε ζωντανό και νεκρό. Οι φυσιολογικές διαδικασίες στον οργανισμό συμβαίνουν μόνο υπό την προϋπόθεση μιας ορισμένης τελειότητας, και, κατά τον ίδιο τρόπο που ανατέμνουμε ένα ποίημα, μπορούμε να πούμε – αν όλα είναι στην θέση τους, σε βαθμό ικανό που θα του επιτρέψει να ζήσει.
Οι νόμοι της ζωής του, δηλαδή η αλληλεπίδραση των μερών του, θα πρέπει να μελετηθούν ιδιαιτέρως και ο δρόμος προς την κατεύθυνση αυτή σχεδόν δεν υπάρχει.
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©
Ποιος είναι ο Γκουμιλιόφ
Γκουμιλιόφ, Νικολάι (Nikolay Stepanovich Gumilyov, Κροστάνδη 1886 – Αγία Πετρούπολη 1921). Ρώσος ποιητής. Το όνομά του συνδέεται με τον ακμεϊσμό, ένα ρωσικό λογοτεχνικό ρεύμα στις αρχές του 20ού αι., του οποίου υπήρξε εμψυχωτής μαζί με τον Γκοροντέτσκι . Ο Γ. εξέφρασε με συνέπεια το μήνυμά του μέσα από έναν λυρισμό με μια χρωματική εναλλαγή διαυγή και σπινθηροβόλα, πλούσια σε εξωτικά μοτίβα. Χαρακτηριστικές από αυτή την άποψη είναι οι συλλογές Παράξενος ουρανός (1912), Η φαρέτρα (1916), Μικ (1918), Η φλόγα (1918), Περίπτερο από πορσελάνη (1918), Η σκηνή (1921). Έζησε στο Παρίσι, στο Λονδίνο και στην Αφρική και το 1910 παντρεύτηκε την ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα από την οποία χώρισε το 1918. Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση έγινε διευθυντής ενός εκδοτικού οίκου και δίδασκε ποιητική σε νέους ποιητές. Κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε αντισοβιετική κίνηση και τουφεκίστηκε.
Πολύ ενδιαφέρουσα -χειρουργική- ανάλυση…