του Γιώργου Λίλλη
Ποιος είναι ο άνθρωπος των μηδενικών αποχρώσεων; Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος, στο νέο ομώνυμο ποιητικό του βιβλίο απαντά μέσα από τους στίχους του και τα εκτενή του αφηγηματικά ποιήματα για εκείνον τον άνθρωπο που ξύπνησε μετά από είκοσι χρόνια, λες και κατοικούσε σε μια χρονοκάψουλα έτσι ώστε να μην τον αγγίξει η φθορά και το πρώτο που κάνει είναι να ζητήσει να του φέρουν μια εφημερίδα για να μάθει προφανώς τα νέα της επικαιρότητας. Μετά από τόσο καιρό απών, έχει ανάγκη να μάθει τι συνέβη. Το αξιοπερίεργο όμως είναι πως συνεχίζει, αυτός ο άνθρωπος των μηδενικών αποχρώσεων, να ακολουθεί τις ίδιες γνωστές συνήθειες, σαν να μην έλειψε ούτε μια μέρα από την ζωή. Πλένεται, φορά τα καλά του ρούχα, πάει στο καφενείο, κι όταν επιστρέφει βουρτσίζει τα παπούτσια του, ταχτοποιεί τα ρούχα του στο κάθισμα και χώνεται κάτω από τα ζεστά παπλώματα. Έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο που δεν επιζητά το καινούργιο, αρέσκεται στην οικειότητα της συνήθειας, σαν να θέλει να επιμείνει σε μια διαιώνιση μέσα στο χρόνο.
Αυτός είναι ο πρωταγωνιστής του Ξανθόπουλου. Το βιβλίο είναι μια ελεγεία για τον άνθρωπο εκείνον που δεν επαναστατεί αλλά αφουγκράζεται τον κόσμο γύρω του. Ο ποιητής, μιας και τυχαίνει να είναι και σκηνοθέτης, και μάλιστα σπουδαίος, μας εντάσσει σε ένα σκηνικό, όπου με την κινηματογραφική του ματιά εντοπίζει τις λεπτομέρειες εκείνες που άλλοι ίσως θα είχαν προσπεράσει για να εξηγήσει αυτή την σιωπηλή, σχεδόν στωική, προσωπικότητα του πρωταγωνιστή του. Θεωρώ επιτυχημένη αυτή την σύζευξη ανάμεσα σε ένα αμιγώς ποιητικό έργο και σε μια αφηγηματική φόρμα, που θυμίζει σενάριο ταινίας.
Ένα απόσπασμα εδώ από το ποίημα Το όνειρο του Οιδίποδα Η ασώματος κεφαλή:
Ποιος είναι ο νέος άντρας στο ξύλινο κάδρο με το βλέμμα
Κατευθείαν μπροστά του και τι κοιτάζει;
Τι κοιτάζει ο ξύλινος άντρας εμπρός του σε τι καταγίνεται
Και τι βλέπει;
Όταν κανείς δεν τον κοιτά πώς γυρνούν τα μάτια της
Ξύλινης μορφής πως γυρνούν τα μάτια της προς τα μέσα
Και κρύβονται;
Και αν γυρνούν τα μάτια του προς τα μέσα και κρύβονται
Τότε ποιο χέρι τραβά τη βαριά βελούδινη κουρτίνα
Που πέφτει και σκεπάζει την κομμένη κεφαλή και την
Εξαφανίζει;
Σε αυτό το ποίημα μπορεί κάποιος εύκολα να διακρίνει, γι΄ αυτό και το παρέθεσα, τα γλωσσικά μέσα που χρησιμοποιεί ο ποιητής. Ανατρεπτικός, παίζει με τις λέξεις, σε τέτοιο βαθμό που ο ρυθμός κορυφώνεται, γίνεται τραγούδι στα χείλη, χωρίς όμως να χάσει εκείνο το βάθος, ποντάροντας στα αισθήματά μας, μιας και νιώθουμε ευθύς εξαρχής, την μοναξιά εκείνη μέσα στο κάδρο, καθώς η κουρτίνα πέφτει και σκεπάζει το κομμένο κεφάλι. Χρησιμοποιώντας τον σουρεαλισμό, τον βοηθά στο να μας μεταφέρει σε ένα σκηνικό, που αν και μοιάζει εκτός πραγματικότητας, δια μαγείας συμβαίνει το αντίθετο. Αυτή ακριβώς είναι η επιτυχία του ποιητή. Οι εικόνες του, όσο και να φαίνονται παράλογες, τις οικειοποιούμαστε, τις αισθανόμαστε δικές μας. Ποντάρει στις λέξεις, αναφέρει στο ποίημα Θεολογία των αριθμών, και συνεχίζει:
Αυτό δεν έχει να κάνει με μένα και με σένα και με όσα λέμε εδώ λόγου χάριν έχει να κάνει με τη μύγα που ματώνει στον ιστό της αράχνης έχει να κάνει με το ακέφαλο μερμήγκι στον κήπο με τον θόρυβο που κάνουνε στα δέντρα τα πουλιά με ό,τι γυαλίζει και με όλα τα άστρα και τους αστερισμούς με όλα τα ουράνια φαινόμενα έχει να κάνει με τη θρησκευτική συνείδηση με την θρησκευτική παραφορά που λέει πως ένα και ένα δεν κάνουν το δύο δεν κάνουν το τρία δεν κάνουν το τέσσερα καν…..
Καμία φορά βλέπω από ψηλά τους κομπάρσους κάτω από τα φώτα στο κρύο και στην παγωνιά και σφίγγεται η καρδιά μου. Υπομονή
info: Λευτέρης Ξανθόπουλος, Άνθρωπος μηδενικών αποχρώσεων, Γαβριηλίδης