Ποιητική μνήμη Χρίστου Ρουμελιωτάκη (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)

0
742

                                

 

           

του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου

 

Με τον Χρίστο Ρουμελιωτάκη μοιραστήκαμε πολλά κατά τη διάρκεια της σαραντάχρονης γνωριμίας και φιλίας μας: ανάμεσά τους, το άγχος για τις τύχες της Αριστεράς (και μαζί τη δυσφορία για τις ιδεολογικές και τις πολιτικές της επιλογές, παλαιότερες και σύγχρονες) ή την αγάπη μας για την ποίηση. Τώρα που ο Χρίστος έφυγε, μένει μόνο η ποίησή του: Κλειστή θάλασσα (1979), Βαρούτην χανόμεθα (1988), Ο ανεπίληπτος βίος, ο λόγος και η τελείωση της Λευκοθέας (1989), Ξένος ειμί (2002), Δεν είναι τίποτα (2008).

Θα πρέπει ευθύς εξαρχής να πω ότι κανένα ιδανικό παρελθόν δεν τρέφει τις μνήμες του Ρουμελιωτάκη, όποιες ποιητικές του αποστροφές του κι αν παρακολουθήσουμε. Το παρελθόν είναι ήδη καμένο και δεν μπορεί να αποτελέσει ούτε τόπο νοσταλγίας ούτε μέτρο σύγκρισης με το παρόν. Το μόνο, άλλωστε, που υπάρχει στην πραγματικότητα είναι το παρόν: ένα άδειο, βασανιστικά ακίνητο, αλλά και συχνά επίφοβο, τρομακτικό παρόν, που αφαιρεί από τον περίγυρό του κάθε ικμάδα ζωής, δημιουργώντας συνθήκες πλήρους ξηρασίας. Ο Ρουμελιωτάκης δεν έχει να αντλήσει από επαναστατικά ιδανικά, δεν ζεσταίνεται από τη θέρμη καμιάς ιδεολογίας και δεν προσβλέπει ποτέ σ’ ένα καλύτερο και πιο φωτεινό μέλλον. Εγκλωβισμένος στον ασφυκτικό περιβάλλον του παρόντος, είναι μόνο σε θέση να διακρίνει αντεστραμμένα είδωλα στους καθρέφτες – ωχρά αντίγραφα ενός άλλου, φανταστικού βίου, που τσακίστηκε εν ριπή οφθαλμού, για να αποσυρθεί άφαντος στα παρασκήνια του πραγματικού κόσμου.
Υπάρχουν ποιήματα του Ρουμελιωτάκη που επιτρέπουν στο ποιητικό εγώ να εκφραστεί ελεύθερα και χωρίς διαμεσολαβήσεις, σ ένα λίγο-πολύ ατομικό επίπεδο. Η μνήμη, η μοναξιά, η σπαρακτική απραξία, αλλά και η καθημερινή αναμέτρηση με τους βαθύτερους φόβους της ύπαρξης συνιστούν εδώ τα βασικά θεματογραφικά μοτίβα. Στην ακριβώς αντίθετη κατηγορία τοποθετούνται τα καθαρώς ερωτικά του ποιήματα: μια ευκαιρία για συγκρατημένο λυρισμό, που αποβάλλει σύντομα οιοδήποτε προσωπικό στοιχείο και δίνει στη δραματική (κάποτε έως και απεγνωσμένη) ατμόσφαιρα της γραφής του τη μοναδική ίσως αισιόδοξη νότα της. Υπάρχουν, παρόλα αυτά και ποιήματα στα οποία πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν πρόσωπα βγαλμένα από καυτές ιστορικές εποχές, όπως η Γαλλική Επανάσταση, ο ελληνικός Αγώνας του 21, ο Εμφύλιος του 1946-1949 ή η Ιταλία του Δάντη. Όπως κι αν έχει, θεωρώ απαραίτητο να τονίσω, σε αυτόν τον πρώτο, βιαστικό απολογισμό, πως το ποιητικό φρόνημα του Ρουμελιωτάκη είναι κάτι περισσότερο από τη μελαγχολία για τη σκουριά η οποία κατατρώγει από παντού τα πράγματα. Κι αυτό γιατί στα βαθύτερα στρώματα της συνείδησης και του λόγου του, ο ποιητής  ξέρει ότι η σκουριά μπορεί να μεταμορφωθεί σε πολύτιμο μέταλλο, αρκεί να φορτίσει κανείς με το κατάλληλο νόημα τις αντιστάσεις του.

Με μεγάλη σκηνοθετική επινοητικότητα, ιδίως σε ό,τι αφορά τις ιστορικές του συνθέσεις, με λιτή όσο και εντελώς απροσποίητη γλώσσα, η οποία, όμως, δεν γίνεται ποτέ απλοϊκή και αναλώσιμη (το εξασκημένο αυτί δεν θα δυσκολευτεί να συλλάβει στην κατάλληλη στιγμή και την υπόγεια, ακριβά κερδισμένη ρυθμική αγωγή της), καθώς και με εμμέσως υποβεβλημένα αισθήματα, που απομακρύνουν εξαρχής την οποιαδήποτε αισθηματολογία, ο Ρουμελιωτάκης υπενθυμίζει, τώρα που τον αποχαιρετούμε για το παντοτινό ταξίδι, πως η σοβαρή ποίηση δεν είναι κατ’ ανάγκην θέμα ούτε όγκου ούτε συχνότητας, αλλά ουσιαστικής, μονίμως εγκαταστημένης ευαισθησίας.

 

 

Προηγούμενο άρθρο“Κ. Π. Καβάφης: Η οικονομία του ερωτισμού” (της Ελένης Πολίτου-Μαρμαρινού)
Επόμενο άρθροΛογοτεχνική ανάγνωση στο σχολείο & στην κοινωνία: παρόν και μέλλον (της Σωτηρίας Καλασαρίδου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ