Ποιητικά δώρα της Δώρας Κασκάλη(από την Δώρα Μέντη)

0
658

της Δώρας Μέντη

 

Με δεδομένο ότι στην ποίηση που γράφεται από γυναίκες στη διάρκεια του 20ου αιώνα «οι ποιήτριες κρατούν αποστάσεις από τα έργα της καθημερινότητας, μολονότι ταυτόχρονα εκφράζουν πλήθος από ευαισθησίες ή ιδιαιτερότητες που συνδέονται άμεσα με το φύλο»[1] και με χτυπητή εξαίρεση τα ποιήματα της Κικής Δημουλά, καλό θα ήταν από τη σημερινή σκοπιά να παρακολουθούμε πιο προσεκτικά τις τάσεις που διαφαίνονται στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα. Οι δύο ποιητικές συλλογές της Δώρας Κασκάλη Ανταλλακτήριο ηδονών (2014) και Κάπου ν’ ακουμπήσεις (2018) παρέχουν πρόσφορο υλικό όχι μόνο για την ανίχνευση των παραπάνω ζητουμένων αλλά και για έναν ολικό επαναπροσδιορισμό της γυναικείας ταυτότητας μέσα από τη συνεκτίμηση των ρόλων του έρωτα, του κοινωνικού περίγυρου, της εργασίας και της οικογένειας, στη ζωή μιας σύγχρονης γυναίκας που δεν παύει όμως να ζητά «κάπου να ακουμπήσει». Ας αναψηλαφήσουμε λοιπόν την υπόθεση ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη γυναικεία ταυτότητα, εστιάζοντας τόσο στη ρομαντική εικόνα όσο και στα πραγματικά της επιτεύγματα, πέρα από τις συναισθηματικές αντιφάσεις του βίου που χαρακτηρίζουν τη σημερινή εποχή.

«Ο άνθρωπος που γράφει, όταν είναι γυναίκα», μας προϊδεάζει η Ρέα Γαλανάκη, «κουβαλά μια πελώρια τσάντα και την ανοίγει».[2] Ανοίγουμε, όπως την τσάντα, τις δύο ποιητικές συλλογές της Κασκάλη και καταγράφουμε συνοπτικά (και αλφαβητικά) τα περιεχόμενα: αγάπη, αγωνία, αισθήσεις, ανατομία, βαμμένα νύχια, επιθυμίες, επιστολές, εραστές,  ηδονή, θάνατο, καθημερινότητα, λέξεις, μνήμη, μοναξιά, όνειρα, παιδιά, πόλη, σάρκα, σύμπαν, φαντάσματα, φεγγάρια, φόβο. Σε μια πρώτη εντύπωση κυριαρχούν οι αισθήσεις καθώς τα πράγματα είναι απτά, κι ανάμεσα στα, θετικά, συναισθήματα κατονομάζονται τα κύρια, όσα σχετίζονται ιδιαίτερα με την ατομική οντότητα μέσα στη δομή του οίκου. Ανάμεσα σε αυτά η έννοια του ανήκειν είναι κεντρική, αποτελεί μια σταθερή διεκδίκηση και κάποτε κατάκτηση: ένα κορμί και μια συγγραφική συνείδηση που πάλλεται και διεκδικεί με κάθε τρόπο τη ζωή, την επικοινωνία και τη συρραφή τους, με επίγνωση της δύναμης και της αδυναμίας της, καθώς μες «στις καθημαγμένες μου θηλές / βοτάνι τρέφω αθανασίας».[3] Με βασικό ζητούμενο την ανα-γέννηση «Βρέφος, Γυναίκα, Φοίνικας τρομακτικός»[4] προκύπτει η ανάγκη για μια γλώσσα νέα, με απόλυτα θηλυκό πρόσημο:[5]

Θέλω να εφεύρω μια γλώσσα νέα.

Τις σιωπές να ντύσει

και τις ανέστιες επιθυμίες να σαρκώσει.

Σαν παλτό να κουκουλώσει

τη μοναξιά μας αυτήν

την άγρια νύχτα. Χάδι σοφό

στ’ αχάιδευτα μέλη ζωή να δώσει.

Να ξαναθυμίσει την ανακάλυψη

του πρωτόφαντου κόσμου. Θέλω

μες απ’ το χάος του εαυτού

 

τούτη η γλώσσα

ν’ αγκιστρώσει

την αγάπη.

Η θηλυκότητα αυτή δεν εντάσσεται όμως στο πλαίσιο της φεμινιστικής κριτικής,[6] καθώς όχι μόνο δεν έχει ανάλογες ιδεολογικές προεκτάσεις αλλά και κυριαρχείται τόσο από τον διάχυτο ερωτισμό όσο και από τον πρακτικό βίο  μιας γυναίκας που είναι μεστός και πλήρης βιωμάτων. Το ίδιο το συναίσθημα ριζώνει στη Θεσσαλονίκη και συγγενεύει με την «άνθρωπο» από το ομώνυμο ποίημα της Ζωής Καρέλλη.[7] Το σώμα, οι ουσιαστικές λειτουργίες και οι επιθυμίες του,  είναι η μήτρα της ζωής, την ενδιαφέρει «σαν εσωτερική ορμή κι έκφραση προς τα έξω αυτού που γίνεται μέσα, κι όχι σαν είδωλο στον καθρέφτη», σύμφωνα με τη σωματοκεντρική διατύπωση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ.[8] Πέρα από τη φεμινιστική οπτική, η οπτική του κόσμου της Κασκάλη, θεωρητικά τουλάχιστον, εμφορείται σε μεγάλο βαθμό από τα γυναικεία εκείνα χαρακτηριστικά που έθελγαν τον Ροϊδη, ο οποίος ζητούσε από τις γράφουσες να είναι «έξυπνοι, χαρίεσσαι, ευαίσθητοι ή και πονηραί, φιλοσκώμονες, κακόγλωσσοι και διασκεδαστικαί»,[9] με τη διευκρίνιση ότι δεν έχει εκδηλωθεί ακόμη η σατιρική της φλέβα. Κυρίως αγαπητική και τρυφερή με τους άντρες και με το γιο της («Του γιου μου»), διεκδικεί με αποφασιστικότητα τη θέση της οικοδέσποινας («Ομοτράπεζοι ομοούσιοι») ενώ μεθοδικά τους εξοντώνει («Οικόσιτα φαντάσματα»). Εκτός του οίκου πάλι, με το βλέμμα στραμμένο στην πόλη δείχνει, αν και φάλτσα, μια επαναστατικότητα:[10]

Οι σωρείτες πάνω από τον Χορτιάτη

Κακά έφερναν μαντάτα.

Λαχταρούσα να βγάλω τη μαύρη ζακέτα,

Συγγνώμη να μη ζητήσω

Για το φάλτσο στον επαναστατικό μου ρόλο.

Το βλέμμα της Κασκάλη διαθέτει ωστόσο μια πολιτική οπτική στον τρόπο που αποτυπώνει  καθημερινές εικόνες γυναικών από το προσωπικό  ενδιαίτημα του μπουντουάρ ή της κουζίνας τους («Απλή συνταγή λαχανοσαλάτας») έως τη στάση («Τα χρειώδη») και τη διαδρομή («Θνησιγενή και αιώνια») του αστικού λεωφορείου. Ιδιαίτερα τα ποιήματα «Συρραπτική» και «Μνήμης προίκα» ανακαλούν την τρυφερή προσέγγιση στα αδρά χέρια και στις ιστορίες των Γυναικών (2010) του Μιχάλη Γκανά, ενώ ο γυναικείος της ερωτισμός «αποφυλακισμένος» ξεχύνεται στο ποίημα «Τα λόγια εκείνου» με τρόπο μικτής αλλά πετυχημένης μίμησης Μάτσης Χατζηλαζάρου στο πρώτο μισό, που αρχίζει έτσι:[11]

Με ανεμίζεις’

τρίζεις τους τοίχους της συνήθειας.

Με αποφυλακίζεις

Δίνοντας εγγύηση

τοπάζια, φεγγαρόπετρα, κοβάλτιο. Μάτια φυλακτό.

και βιωματικών μοτίβων με καρυωτακικό  υπόστρωμα Μαρίας Πολυδούρη στο μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος, που τελειώνει έτσι:

Μόνο γιατί αγάπησα τα μάτια σου

που το χρώμα τους μου διαφεύγει,

μόνο γιατί εσύ στόλισες το φθαρμένο

κ’ έκανες το τυχαίο ένδοξο,

εγώ αυτή την πόλη αγάπησα.

Περιμένουμε τη συνέχεια. Να δούμε πού πάει και πού το πάει η ποίηση για τις γυναίκες που πιστεύουν ακόμα στον έρωτα και δεν καταλαγιάζουν κλεισμένες μέσα στην εικονική πραγματικότητα ή  στη μεσοτοιχία  της διπλανής πόρτας, άφθαρτες και φθαρμένες, θωρακισμένες γύρω από το πραγματικά δυνατό ένστικτο της αυτοσυντήρησης που νικά το χρόνο και κατακυρώνει τα ποιήματα, πράγμα που είναι και το βασικό διαχρονικό ζητούμενο μιας νέας γυναίκας όπως η Δώρα Κασκάλη και όπως ήταν το 1971 η Κική Δημουλά:[12]

Αν μένει πάντα κάποια γύρις

στα τελειωμένα πράγματα

για την επικονίαση

της εμπειρίας, της λύπης

και της ποίησης.

[1] Βασιλική Κοντογιάννη, «Από την ποίηση της Κικής Δημουλά: αναγωγές της καθημερινότητας», Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Λόγος γυναικών. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου. Κομοτηνή, 26-28 Μαϊου 2006, Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 2008,  σ. 185-197: 191-192.

[2] Ρέα Γαλανάκη, «Η γυναικεία γραφή και η καταραμένη Πανδώρα», Από τη ζωή στη λογοτεχνία, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα  2011, σ. 169-175: 169.

[3] Δώρα Κασκάλη, «EROS», Κάπου ν’ ακουμπήσεις, Μελάνι, Αθήνα 2018, σ. 19

[4] Κασκάλη, «Αναγέννηση», ό.π., σ. 24.

[5] Κασκάλη, «Αγάπης σάρκα», ό.π., σ. 20.

[6] Elaine Showalter, A Literature of their Own: British Women Novelist from Bronte to Lessing, Virago, 1984, σ. 11.

[7] Ζωή Καρέλλη, «Η άνθρωπος», Αντιθέσεις (1957), Τα ποιήματα, τ. 2, Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1973, σ. 123-124.

[8] Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, «Με πραγματικά βατράχια μέσα», στο Α. Φραντζή – Κ. Αγγελάκη-Ρουκ – Ρ. Γαλανάκη – Α. Παπαδάκη – Π. Παμπούδη, Υπάρχει, λοιπόν, γυναικεία ποίηση; Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας 1990, σ. 23-33: 32.

[9] Εμμανουήλ Ροϊδης, «Αι γράφουσαι Ελληνίδες Α. Αρσινόη Παπαδοπούλου» (1896),  Άπαντα, τ. 5, Ερμής, Αθήνα 1978, σ. 121-131: 121

[10] Κασκάλη, «Παραμονή», ό.π., σ. 30.

[11] Κασκάλη, «Τα λόγια εκείνου», ό.π., σ. 58-59.

[12] Κική Δημουλά, «Αυτοσυντήρηση», Το λίγο του κόσμου (1971), Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 2011, σ. 126-127.

 

info: Δώρα Κασκάλη, Κάπου ν’ ακουμπήσεις, Μελάνι 2018

 

Προηγούμενο άρθροΕγκλήματα στη μετασοσιαλιστική Ρουμανία (του Σπύρου Κακουριώτη)
Επόμενο άρθροΚρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2019

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ