Της Λίλας Κονομάρα.
Πριν από λίγες μέρες, ένας Ιταλός δημοσιογράφος, ο Κλαούντιο Γκάτι, αποκάλυψε στο κοινό την πραγματική ταυτότητα της συγγραφέως Έλενα Φεράντε. Η είδηση δημοσιεύτηκε στο blog της New York Review of Books και δεν άργησε να κάνει το γύρο του κόσμου. Όλοι μάθαμε ότι το πραγματικό όνομα της συγγραφέως είναι Ανίτα Ράτζα, ότι ζει στη Ρώμη με το σύζυγό της, το συγγραφέα Ντομένικο Σταρνόνε, ότι εργαζόταν επί χρόνια ως μεταφράστρια και ότι τελευταία μετακόμισε σε πολυτελές διαμέρισμα σε ακριβή συνοικία της Ρώμης.
Σε μια εποχή όπου θεωρείται μάλλον ύποπτο να μην αποκαλύπτεις τα πάντα γύρω από την ιδιωτική σου ζωή, οι συγγραφείς δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν από τον κανόνα. Το φαινόμενο ξεκίνησε από τα διάφορα ριάλιτι, τα οποία αντιμετωπίστηκαν αρχικά με χλεύη, πολύ σύντομα όμως έφτασαν να μας αφορούν όλους: τι άλλο κάνουμε πέρα από το να δίνουμε μια άκρως λεπτομερειακή αναφορά της καθημερινότητάς μας μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του κινητού που μας ακολουθεί σε κάθε μας βήμα και ενημερώνει λεπτό προς λεπτό τους πάντες για τα πάντα; Διαρκώς «πουλάμε» μια εικόνα του εαυτού μας, όμορφη, έξυπνη, πρωτότυπη, τρυφερή κλπ.
Στην παγκόσμια αυτή αγορά όπου ζούμε, οι εκδότες δεν άργησαν να μπουν κι αυτοί στο παιχνίδι. Το βιβλίο είναι ένα προϊόν σαν οποιοδήποτε άλλο και άρα συνδέεται με μια πολύ συγκεκριμένη καμπάνια προώθησης: ο συγγραφέας πρέπει να δώσει συνεντεύξεις, να κάνει παρουσιάσεις, να επισκεφτεί σχολεία, βιβλιοπωλεία, εκθέσεις, να απαντήσει σε διάφορες ερωτήσεις περί της ζωής του αλλά και περί παντός επιστητού, να δώσει με άλλα λόγια μια παράσταση και να χτίσει μία περσόνα για το ευρύ κοινό, ελκυστική, μυστηριώδη, αξιαγάπητη, οτιδήποτε τέλος πάντων προκειμένου να πουλήσει το βιβλίο.
Αν εξαιρέσουμε τους μελετητές του έργου ενός συγγραφέα στους οποίους η γνώση της ζωής του θα μπορούσε να είναι χρήσιμη – αν και ακόμα και αυτό αμφισβητείται εφόσον το έργο ενός σημαντικού συγγραφέα υπερβαίνει κατά πολύ τα προσωπικά του βιώματα – τι ακριβώς εξυπηρετεί η αποκάλυψη του Γκάτι και του κάθε Γκάτι; Χρησιμεύει μήπως στην καλύτερη κατανόηση του έργου της Φεράντε; Η ίδια αναφέρει ότι ο Ίταλο Καλβίνο είπε κάποτε σε έναν μελετητή του έργου του ότι πιθανόν να απαντήσει στις ερωτήσεις που θα του κάνει, χωρίς όμως να πει την αλήθεια.
Κερδίζει μήπως ο αναγνώστης κάτι παραπάνω απ’ αυτή την ιστορία; Αν ένα βιβλίο σε συναρπάζει, δεν είναι επειδή ξέρεις τι κάνει ο συγγραφέας στην προσωπική του ζωή αλλά επειδή αισθάνεσαι – παρόλο που ο συγγραφέας δεν ξέρει τίποτα για σένα – πως δημιουργείται ανάμεσά σας μια μοναδική ώσμωση, πως κατανοεί τις πιο μύχιες σκέψεις σου, τις πιο μύχιες πλευρές του εαυτού σου, πως προσδίδει στα πράγματα και στον κόσμο που σε περιβάλλει νόημα και συνοχή.
Το ζήτημα σχετικά με το δικαίωμα ενός συγγραφέα να παραμείνει ανώνυμος ή όχι είναι παλιό. Ας μην ξεχνάμε ότι στο 19ο αιώνα, οι γυναίκες συγγραφείς – Τζωρτζ Έλιοτ αντί για Μαίρη Αν Έβανς, Κάρερ Μπελ αντί για Σάρλοτ Μπροντέ – αναγκάζονταν να χρησιμοποιούν αντρικά ονόματα για να καταφέρουν να εκδώσουν το βιβλίο τους. Πολλοί συγγραφείς επέλεξαν να παραμείνουν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και κάποιοι, όπως ο Σάλιντζερ ή ο Πίντσον, τα κατάφεραν. Άλλοι, νιώθοντας εγκλωβισμένοι στη γνωστή συγγραφική τους ταυτότητα, επινόησαν μια δεύτερη, όπως ο Ρομέν Γκαρύ που έκανε μια εξίσου λαμπρή καριέρα ως Εμίλ Αζάρ, ή πολλές άλλες, όπως στην περίπτωση του Πεσόα. Είναι άραγε δυνατόν να βγει αλώβητος ο συγγραφέας από όλη αυτήν την έκθεση που απαιτεί σήμερα η αγορά; «Πόσο εύκολο νομίζετε ότι είναι, κυρίες και κύριοι,» λέει ο Κούτσι διά στόματος Ελίζαμπεθ Κοστέλο, «να μένει αυτός ο άνθρωπος πιστός στην ουσία του συγγραφέα, όταν πρέπει κάθε μήνα να ικανοποιεί όλους αυτούς τους ξένους – εκδότες, αναγνώστες, κριτικούς, σπουδαστές, που όλοι διαθέτουν τις δικές τους απόψεις όχι μόνον γύρω από το τι είναι ή τι θα έπρεπε να είναι η συγγραφή, τι είναι ή τι θα έπρεπε να είναι το μυθιστόρημα, αλλά και γύρω από το τι σημαίνει ή τι θα έπρεπε να σημαίνει να είσαι ευχαριστημένος; Νομίζετε ότι είναι δυνατόν να τον αφήνει ανεπηρέαστο όλη αυτή η πίεση που του ασκείται να ευχαριστήσεις τους άλλους, να είναι γι’ αυτούς ό,τι εκείνοι νομίζουν ότι θα έπρεπε να προσφέρει;» (μτφρ. Β. Καραγιώργος, εκδ. Διήγηση)
Και τι γνωρίζουμε τελικά επί της ουσίας για το συγγραφέα, μαθαίνοντας πού μένει ή αν είναι παντρεμένος ή όχι; Μήπως όλη αυτή η συστηματική έκθεση συμβάλλει μάλλον στην ακόμα μεγαλύτερη αδιαφάνεια; Μήπως ποτέ δεν υπήρξαμε όλοι μας περισσότερο παρόντες- απόντες, διαρκώς ορατοί και ωστόσο ουσιαστικά αόρατοι, μονοδιάστατοι ήρωες ενός θεάτρου σκιών;