Ποια από κείνα τα παιδάκια του εξήντα (του Β. Χατζηβασιλείου)

0
984

 

 

 

Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.

 

Γράφω λίγο (αν όχι και ελάχιστα) για ποίηση εδώ και πολύ καιρό (ελπίζω αυτό να θεραπευτεί κάπως κατά τη διάρκεια της νέας χρονιάς η οποία θα είναι απαλλαγμένη από τη συγγραφή ενός βιβλίου για τη μεταπολιτευτική πεζογραφία που μου πήρε πάνω από μια δεκαετία). Το αποτέλεσμα είναι να έχω χάσει κάποιες λεπτομέρειες (κάποιες εσώτερες αποχρώσεις) από τα τεκταινόμενα μεταξύ κυρίως των νέων ποιητών. Ο Γιάννης Τζανετάκης, που έχει χαράξει από το 1978 μιαν ολιγόλογη (εννέα ποιητικές συλλογές μέσα σε σαράντα χρόνια) πλην πολύ πυκνή διαδρομή, δεν είναι πια νέος. Και το καινούργιο του ποιητικό βιβλίο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο Θαμπή πατίνα (εκδόσεις Πόλις), έχει ακριβώς ως θέμα του το ζήτημα του χρόνου και της ηλικιακής φθοράς. Η δεκαετία του 1960 αντιπροσωπεύει για τη γενιά του Τζανετάκη, που είναι και η δική μου γενιά, την ανεπίστροφη παιδική ηλικία – την εποχή που αγγίξαμε για πρώτη φορά τον κόσμο, έναν αλλοτινό κόσμο, ο οποίος γίνεται εκ των πραγμάτων όλο και πιο μαγικός ή μυθικός όσο μεγαλώνουμε. Και ιδού αμέσως, για να μη φανεί πως μιλάω αφηρημένα, το κλίμα που φιλοτεχνεί ο ποιητής για το παιδικό μας χρυσάφι:

 

Πόλη σαν ψέμα

εκδρομή

 γέλια και χαρά

 

 στη Ναυαρίνου ένα-δυο

η τάξη μου όλη

 

 -πίσω η θάλασσα

άμμος υγρή απ’ το κύμα-

 

 κοιτάζω τη φθαρμένη πολαρόιντ

 ποια από κείνα τα

 

παιδάκια του εξήντα

 άραγε

 

 σήμερα να ‘χουν βγει

απ’ τη σειρά

Επιγραμματικός, με ομοιοκατάληκτα λιτά δίστιχα να παρεμβάλλονται μεταξύ των ποιημάτων, με το ρήμα να απουσιάζει συχνά από τον λόγο του, προκειμένου να μεταφερθεί η ενέργειά του στα ουσιαστικά και τα επίθετα (πρωτίστως στα ουσιαστικά), ο Τζανετάκης δεν επιστρέφει στα παιδικά χρόνια και την εφηβεία του για να θρηνήσει το οριστικά χαμένο παρελθόν. Τι νόημα θα είχε άλλωστε ο θρήνος για κάτι που έσβησε δια παντός και στοιχειοθετεί μόνο τις αναμνήσεις μας ή μάλλον τις εντυπώσεις τις οποίες μάς προκαλεί η μνήμη; Οι εντυπώσεις, ωστόσο, ακριβώς τις οποίες μάς προκαλεί η μνήμη είναι ένα από τα διαιώνια θέματα της ποίησης και αυτή είναι η κατεύθυνση προς την οποία κινείται ο Τζανετάκης. Οι μνημονικές εντυπώσεις δεν αποτελούν εν προκειμένω ένα ατόφιο, ακέραιο κεφάλαιο που το βγάζουμε από το ντουλάπι ή το κατεβάζουμε από το ράφι για να το θαυμάσουμε και να παινέσουμε τον εαυτό μας που βρίσκεται στην κατοχή μας, αλλά ένα δυναμικό ρευστό, μιαν υπνώττουσα ύλη την οποία ενεργοποιεί αναπάντεχα ένα έναυσμα αντλημένο από τη σημερινή μας ζωή – κάτι το οποίο θα αποκτήσει σάρκα και οστά μόνο διαμέσου της παροντικής μας εμπειρίας.

Η ισχυρότερη σύσταση για τα ποιήματα του Τζανετάκη είναι η αμεσότητα των εικόνων τους και η εμπράγματη γλώσσα τους. Φυλαχτά, καρουσέλ, κόκαλα, κασμίρια, ψίχουλα, μπουκάλια μπύρας, κουρτίνες, φανάρια, κορνίζες, σακάκια, κούνιες, τραμπάλες, μαντολάτα, δίχτυα, πιπίλες, βάζα, κουμπιά, φόδρες, βελόνια και κουτάκια στήνουν τον χορό των αντικειμένων που παρελαύνουν ακατάπαυστα μπροστά από τα μάτια μας για να ενώσουν τον τετελεσμένο με τον τρέχοντα χρόνο, χωρίς ποτέ να εκβιάσουν τα αισθήματά μας, δίχως ούτε μία φορά να παγιδέψουν τη συγκίνηση στα γρανάζια της νοσταλγίας. Αλλά έτσι δεν συμβαίνει πάντα με τη καλή ποίηση;

 

info: Γιάννης Τζανετάκης, Θαμπή πατίνα (εκδόσεις Πόλις)

Προηγούμενο άρθροΆλμα 22, (Πρωτοχρονιάτικο της Αργυρώς Μαντόγλου)
Επόμενο άρθροΛουλούδι με glitter και χαρακτήρα    (της Ελένης Σβορώνου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ