Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου
Ars Poetica
|
Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι αγώνας, όχι μια μουσική που λύνεται μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα. |
Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ’ αχαμνά ζωύφια τυχαίες, σκοτωμένες απ’ το νόημα με αίσθημα ποτισμένες. |
(Ο δύσκολος θάνατος, 1978)
Η ποίηση δε μας αλλάζει
|
Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει. |
Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη |
Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη. |
(Νοσοκομείο εκστρατείας, 1972)
Ντίνος Χριστιανόπουλος
Εγκαταλείπω την ποίηση
|
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία, δε θα πει ανοίγω ένα παράθυρο για τη συναλλαγή. Τέλειωσαν πια τα πρελούδια, ήρθε η ώρα του κατακλυσμού· όσοι δεν είναι αρκετά κολασμένοι πρέπει επιτέλους να σωπάσουν, να δουν με τι καινούριους τρόπους μπορούν να απαυδήσουν στη ζωή. |
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία. Να μη με κατηγορήσουν για ευκολία, πως δεν έσκαψα βαθιά, πως δε βύθισα το μαχαίρι στα πιο γυμνά μου κόκαλα· όμως είμαι άνθρωπος και γω, επιτέλους κουράστηκα, πώς το λένε, κούραση πιο τρομαχτική από την ποίηση υπάρχει; |
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία· βρίσκει κανείς τόσους τρόπους να επιμεληθεί την καταστροφή του. |
(Ποιήματα, «Διαγώνιος», 1985)
Γιώργος Μαρκόπουλος
Τα ποιήματα, ένα ποτάμι, ο ποιητής
|
Τα ποιήματα είναι τόσο δύσκολα, το ξέρετε. Και αν σηκώσεις τις λέξεις, είναι τόσο θλιμμένα σαν δάχτυλα που πόνεσες μια νύχτα με αγωνίες. |
Ένα ποτάμι είναι ένας ξένος που κρύβεται, το ξέρετε. Την ημέρα πηγαίνει στη θάλασσα. Το απόγευμα λουφάζει ακίνητο σαν αγρίμι που πέρασαν δίπλα του κυνηγοί. |
Ο ποιητής, ένας δήθεν αδιάφορος που κρύβει τα χέρια του στις τσέπες. |
(Οι πυροτεχνουργοί, 1979)
Βύρων Λεοντάρης
[Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν]
|
Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν γιατί πια δεν τις κατοικούν τα βάσανά μας. Τις εγκατέλειψαν σάμπως να επίκειται σεισμός ή έκρηξη. Ανάσα και χειρονομιά καμμιά μέσ’ στα αδειανά φωνήεντα κι ούτε ένα τρίξιμο απ’ τα σύμφωνα και μήτε τρέμισμα κορμιού ή κεριού και μήτε σάλεμα σκιών στους τοίχους. |
Ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο βολεύτηκε σ’ αυτή την προσφυγιά πήρε μαζί του για εικονίσματα φωτογραφίες δημίων όργανα βασανιστηρίων για φυλαχτά μιλάει μόνο με σήματα μέσ’ στην οχλαγωγία της ερημιάς στις φαντασμαγορίες του τίποτε. Έτσι κι εμείς αδειάσαμε και μας ψεκάσαν με αναισθητικό έτσι που αποξενωθήκαμε απ’ τον πόνο — αυτό δα είναι κι αν είναι αποξένωση… — κι η ποίηση έγινε κραυγή έξω απ’ τον πόνο. Σμιλεύουμε σμιλεύουμε πληγές σκαρώνοντας μνημεία και μπιμπελό Αλλά το τρομερό καραδοκεί. |
Ό,τι δεν είναι τέχνη μέσ’ στην τέχνη αυτό το ανθρώπινο αυτό κι εμάς κι αυτήν θα μας ξεκάνει. |
(Εν γη αλμυρά, 1996)
Γιάννης Πατίλης
[Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία]
|
Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία. Από κει κουβαλάω με κόπο Υπέροχα ποιήματα. Είναι διάφανα, φωτεινά κι ανέκφραστα. Αλλά στο δρόμο μού πέφτουνε, σπάνε. Τα μπαλώνω, τα κολλάω με λέξεις. Με λέξεις που οι άνθρωποι λένε. Μ’ αυτά που ξέρω, που βλέπω κι ακούω. Και τα χαλάω μ’ αυτό που υπάρχει. |
(Ζεστό μεσημέρι, Αθήνα 1984)