Γιούλη Αναστασοπούλου.
Η Ευσταθία δούλευε στις γραμμές. Στις γραμμές τη λέγανε Σταθία. Αγαπούσε τα τρένα με μια παιδική αγάπη, μόνο που το χειμώνα δυσκολευόταν και μαράζωνε αυτή η αγάπη γιατί κουλουριαζόταν στο φυλάκιο και προσπαθούσε να ζεστάνει τα μικρά της χεράκια στην ξυλόσομπα.
Χειμώνας βαρύς, ξημέρωμα Δεκέμβρη, ο Πειραιάς στολισμένος με τους ίδιους σιωπηλούς αγγέλους με τις βουβές τους καραμούζες και ο πάγος να γυαλίζει στις γραμμές του τρένου, σαν να ‘χε έρθει η πεθαμένη μάνα της από το χωριό και να άλειψε τις ράγες με βούτυρο από άκρη σε άκρη, βούτυρο κερκύρας και ζάχαρη άχνη. Ως εκεί που πιάνει το μάτι άστραφταν ανάμεσα στις γκρίζες πέτρες οι πασπαλισμένες ράγες και μετά χάνονταν, κρύβονταν πίσω από τον Κεράνη, το εργοστάσιο καπνών στο λιμάνι.
O Νικόλας δούλευε στο σταθμό. Όταν τελείωνε η βάρδια του και έφευγε για το σπίτι, όλοι τον κοιτούσαν. Όχι όπως τον κοιτούσε η Ευσταθία, κατάματα, αλλά λοξά ώστε να προσπεράσει το βλέμμα τους το πρόσωπό του και να κοιτάξουν αλλού.
Κάποιοι άλλαζαν πεζοδρόμιο γιατί η φήμη του είχε προηγηθεί και φοβόντουσαν μήπως την συναντήσουν στον παρακάτω δρόμο. Παραμονή Χριστουγέννων ήταν, χρόνια πριν, όταν ο πατέρας του τα βρόντηξε όλα και έφυγε. Αυτός δεν έφταιγε, δεκαπέντε χρονών ήταν τότε, αλλά η γειτονιά τους έβαλε όλους στο ίδιο τσουβάλι. Ποδαρικό στο σπίτι τους δεν ήρθε να κάνει κανείς.
Έβγαινε από τότε μεταξύ έξι και επτά το απόγευμα για τον καθημερινό του περίπατο. Έβγαινε πάντα την ίδια ώρα. Τέτοια ώρα ήταν που είδε τη Σταθία κουλουριασμένη στο φυλάκιο με τα χεράκια της προτεταμένα σαν σε ικεσία μπροστά στην ξυλόσομπα. Τα δικά του τα χέρια τα είχε στις τσέπες γιατί ήταν λεπτά και μακριά και όταν τα άφηνε να πέσουν αυτονομούνταν και χοροπηδούσαν σε άλλο ρυθμό· έμοιαζε πάντα ξεχαρβαλωμένος. Ίσα ίσα έφερνε το ένα χέρι στο στόμα για να καπνίσει ένα άφιλτρο. Και αυτά τα φαρδιά του παντελόνια που χάριζαν μια φούρια στην κίνησή του, της είχαν κάνει εντύπωση της Σταθίας, ψηλός και θεωρητικός της είχε φανεί, με μεγάλες δρασκελιές διέσχιζε το χωματόδρομο που χώριζε το φυλάκιο από την άσφαλτο. Περπατούσε σαν να είχε κάτι σημαντικό να κάνει. Όμως τίποτε σοβαρό δε φανέρωνε η υπόλοιπη παρουσία του ότι τον περίμενε, τίποτα πέρα από το λαβύρινθο του μυαλού του. Και μήνες μετά τη γνωριμία τους, η Σταθία, αν και δεν ήξερε πολλά, κατάλαβε με την παιδική ψυχή της ότι εκείνος πάλευε να ξεφύγει από τις σκέψεις του με το συστηματικό περπάτημα.
Η Σταθία, ήξερε τον τρόπο με τον οποίο συνέβαινε αυτό, ότι δηλαδή ο Νικόλας βυθιζόταν όλο και περισσότερο στο βηματισμό του με μια ένταση που έδινε ώθηση στα πέλματά του για να ξεριζωθούν από το τσιμέντο. Και βάδιζε με αυτό το ρυθμό λες και είχε κάνει συμφωνία με το σύμπαν, σαν να ‘χε βρει μια μαθηματική εξίσωση που όριζε τον τρόπο με τον οποίο αυτή η επανάληψη, σε αυτή την ταχύτητα, με την συγκεκριμένη συχνότητα, θα τον ανέβαζε μια σπιθαμή πάνω από το τσιμέντο. Και τότε κανείς δε θα μπορούσε να τον πειράξει πια.
Αύγουστος του 1985 ήταν που εκείνος είχε πιάσει δουλειά στο σταθμό του Πειραιά. Η Σταθία, σύντομα μετά τη γνωριμία τους, άρχισε να του πηγαίνει ένα ταπεράκι γεμάτο φαγητό που το παραλάμβανε άδειο στο τέλος της βάρδιας για να το καθαρίσει έπειτα με αγάπη και νοιάξιμο με το σφουγγαράκι της και να το γεμίσει γεμιστά ή ντολμάδες την άλλη μέρα. Η Ευσταθία έμενε κοντά, δεν ήταν κόπος, έτσι του έλεγε. Μια γυναίκα σκοτεινή ήταν όπως οι παλιοί διάδρομοι των μονοκατοικιών και μύριζε νυχτολούλουδο. Τα μαλλιά της μύριζαν νυχτολούλουδο, τα δάχτυλά της χλωρίνη κλασική και δούλευε στα τρένα. Αυτά ήξερε για εκείνη. Αλλά δεν αρκεί αυτό για να ζεις με μια γυναίκα και να επιστρέφεις άδειο ή μισοφαγωμένο το ταπεράκι της. Είναι σαν να τρως την καρδιά της λίγο λίγο. Αυτό σιγόβραζε στο μυαλό του Νικόλα. Το σωστό, το πρέπον. Γιατί ο Νικόλας δεν ήθελε ποτέ να κάνει σπιτικό. Ήθελε μόνο να περπατάει, να μετράει διαδρομές.
Χιονόνερο στο τζάμι και μια υποψία ομίχλης. Το ρολόι έλεγε τρεις παρά τέταρτο. Η Σταθία, το μαυροτσούκαλο, με τα χοντρά φρύδια του πατέρα της, κοντά εικοσιτέσσερα, κοίταζε πάντα το ρολόι τοίχου. Κάθε μέρα τέτοια ώρα, ενώ σχολούσε ο Νικόλας, εκείνη είχε ειδοποίηση για την ταχεία από Πελοπόννησο. Ερχόταν η ταχεία καμαρωτή. Τέτοιες μέρες ήταν γεμάτη κόσμο φορτωμένο με τσάντες που πήγαινε στους δικούς τους. Αυτή δικούς της δεν είχε, έναν πατέρας που κοιμόταν πριν βραδιάσει και δεν έβγαζε άχνα. Ο Νικόλας μόνο ήλπιζε να γίνει δικός της με τον καιρό. Τόσο δικός της ώστε όλες οι Πρωτοχρονιές του κόσμου να ξημερώνονται σπίτι τους.
Η ταχεία θα έφτανε σε μισή ώρα. Το δίφραχτο κατεβασμένο, ο πάσαλος καλά ασφαλισμένος. Πέρσι είχαν ακόμα την αλυσίδα δεν είχαν τα φετινά κόλπα. Έπρεπε να τραβά το συρματόσκοινο όταν το πρώτο φως του τρένου πρόβαλε στον ορίζοντα. Την είχε χτυπήσει και ηλεκτρικό ρεύμα μια φορά και εκείνη και την Τασούλα στο άλλο φυλάκιο που δεν πρόσεχε διόλου. Πάλι χρονιάρες μέρες ήταν. Χρονιάρες μέρες και να σε χτυπά το ρεύμα σαν χταπόδι, καλό δεν ήταν. Η Τασούλα χτυπήθηκε πολύ και βγήκε με αναπηρική. Της Σταθίας της είχε καεί μόνο η παλάμη· στο σημείο που περνούσε η γραμμή της ζωής. Είχε από μικρή μια γραμμούλα ζωής διακεκομμένη, όπως το σημείο που διακλαδώνονται η ταχεία και ο αυτομόμπιλις ο αργός τρένος. Μετά το άγγιγμα του ρεύματος απέκτησε μια χοντρή γραμμή ζωής που έφτανε μέχρι τα βραχόλια του καρπού. Σαν να της δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία, έτσι το πήρε το συμβάν· αντί να κλάψει, ξεφύσηξε, ανασκουμπώθηκε και υποσχέθηκε στον εαυτό της ότι έχει δυο ζωές να ζήσει. Και ήθελε να τις ζήσει και τις δύο και όσες τις χαρίζονταν με τον ίδιο άνθρωπο, το Νικόλα.
Εκείνο το βράδυ όμως, ο Νικόλας της φάνηκε πως περπατούσε ελαφρώς καμπουριαστός, σαν κάτι να τον είχε βρει. Δεν ήξερε τι. Μαύρο τραχανά είχε κάνει, έτσι έλεγε από μικρή τις φακές. Έφαγε λιγοστά, ξάπλωσε και πήγε ξανά την επομένη στη δουλειά.
Εκείνη ήξερε τι της έφταιγε. Ήταν η ντίζελ. Η μηχανή. Θα έφτανε με το νέο χρόνο βαριά και ασήκωτη με τη γερμανική προφορά της και θα άλλαζε τα πάντα. Και τι θα γινόταν η ταχεία; Τόσο την είχε μαυρίσει αυτή η σκέψη που δεν παρατήρησε πως μέρες τώρα ο Νικόλας δε γύρναγε στο πατρικό του αφού σχολούσε, αλλά περπατούσε όλο και πιο πολύ και επέστρεφε τα ταπεράκια της μισογεμάτα γιατί κάπου αλλού τον τραπέζωναν.
Τη μέρα που η ντίζελ έφτασε στου Κεράνη, ο Νικόλας έφυγε. Είχε έρθει στο φυλάκιο να της το πει. Μάλλιασε η γλώσσα της να τον κάνει να μείνει έστω για τις γιορτές. Δεν την άκουγε και συνέχιζε το περπάτημά του πάνω στη γυαλιστερή δοκό, ξεγλιστρούσε, δεν τον βάσταγε ο τόπος. Λίγα λεπτά πριν είχε σφυρίξει για τελευταία φορά η ταχεία. Δεν ήξερε αν κυνηγούσε το πόδια του η Σταθία στις ράγες ή το ίχνος της ταχείας και τη μυρωδιά της. Τελικά αναχαίτισε την πορεία του όταν του΄πε πως θα ριχτεί μέσα στις ράγες να σκοτωθεί, του το΄πε με τα λαμπερά της μάτια πιο πολύ παρά με τη φωνή της γιατί ήταν λεπτή η χροιά της και λίγοι έδιναν σημασία σ’αυτά που έλεγε. Πήδηξε αυτός τελευταία στιγμή ενώ τα φώτα του τρένου άχνιζαν, η φιγούρα του μαύρη και άραχνη γλίστρησε στις πέτρες και χάθηκε στη στολισμένη λεωφόρο.
Πήγε όμως την επόμενη μέρα να ζητήσει συγγνώμη, προπαραμονή του νέου χρόνου ήταν που φάγαν αυτοί οι δυο, ο ένας το ένας το φαί του άλλου, για τελευταία φορά· άλλες φορές έτρωγαν με σκυφτά κεφάλια και άλλες βούταγαν στο λάδι και έλαμπαν τα δόντια τους και καμάρωναν τα φρύδια τους το μπόλικο φαί τους. Εκείνη η φορά όμως ήξεραν πως ήταν η τελευταία. Για το σωστό και για το πρέπον.
Πρωτομηνιά μετακομίσε ο Νικόλας σε μια διπλοκατοικία στην Καλλίπολη, και όταν τακτοποιήθηκε άρχισε πάλι να περπατάει, χάραζε νέες διαδρομές και ξεχνιόταν. Και περπατούσε πια τόσο πολύ που ξεχάστηκε για τα καλά, λες και η παλιά μυστική συμφωνία με το σύμπαν ήταν το δώρο εκείνων των Χριστουγέννων και τα είχε καταφέρει, είχε καταφέρει τελικά να σηκωθεί η σόλα του μια σπιθαμί από το έδαφος. Το χειλάκι της Σταθίας αγέλαστο. Το είχε καταλάβει πως είχε πια ανυψωθεί εκείνος. Την επομένη σταμάτησε να πηγαίνει στα τρένα. Τα χαιρέτησε ένα ξημέρωμα, ένα ένα. Τα χάιδεψε στα μάγουλά τους και στα στρογγυλά τους φώτα λίγο πριν τα βάλουν στη φωλιά τους στο κοιμητήριο των βαγονιών. Την ταχεία τη φίλησε μαλακά κάτω από τα μάτια. Μια πιο γρήγορη είχε πάρει τη θέση της, μια καινούργια, αξιόπιστη, όμορφη και σβέλτη, αλλά εκείνη πάντα θα την αναζητούσε και θα της έλειπε η φούρια της, ο τρόπος που έμπαινε στην πόλη, πλακωμένη να έρθει στην ώρα της, με τα φαρδιά της καπούλια να ξεφυσάει τον ερχομό της. Στο μικρό της ραδιοφωνάκι στο φυλάκιο άκουγε τα ματόκλαδα σου λάμπουνε και δάκρυζε. Και σαν να την καταλάβαινε η ταχεία ότι είχε κλάψει και περνούσε εκείνη με ορμή για να σηκώσει στο περάσμά της τα πάντα και να στεγνώσει τον καυμό της Σταθίας για το Νικόλα και για όλα όσα περνούσαν από το μυαλό της το ξημέρωμα: τον πατέρα στην οικοδομή, τη μάνα που είχε γίνει κλωναράκι πέρισυ τέτοια εποχή και τον αδελφό που μπαρκάρισε. Όλα τα στοιχειωμένα της τα μαλάκωνε το πέρασμα της ταχείας. Έβγαινε η Σταθία και άφηνε το σώμα της να ταλαντωθεί ενώ ο αέρας από την φούρια της αμαξοστοιχίας σφούγγιζε το πρόσωπό της. Σαν τα λούλουδα του κάμπου, βρε, τά ματόκλαδά σου λάμπουνε.
Ο Νικόλας, έμαθε, είχε μετακομίσει αρχές του χρόνου απέναντι από τη φίλη της τη Σόφι. Η Σοφούλα, φανατική των περιπάτων τα είχε τακιμιάσει με το Νικόλα, ενώ εκείνη, η Σταθία, αγαλματάκι ακούνητο, έβλεπε μόνο τα τραίνα να περνούν από το μικρό παράθυρο του φυλακίου. To δικό της όνειρο δεν είχε καινούργιες διαδρομές, άρχιζε και τελείωνε σε μια κάμαρα με το Νικόλα, και με αυτή την εικόνα ήταν ευτυχισμένη, όσο ευτυχισμένοι και μακάριοι είναι οι άνθρωποι με όνειρα που χωράνε σε σπιρτόκουτα. Τώρα σαν ζεύγος παράλληλων σιδηροτροχιών προχωρούσαν οι δυο τους και εκείνη, ενώ δεν ήθελε, έπρεπε να ζήσει τη δεύτερη ζωή της γιατί η πρώτη είχε χαθεί το Δεκέμβρη του 1985, όπως χάνονται οι ζωές όσων δεν ξέρουν να ζήσουν μόνοι τους γιατί κανείς δεν τους μαρτύρησε τη δύναμή τους.
Ο Νικόλας συνέχιζε να περπατά, αλλά τώρα είχε και παρέα.
Παγωνιά και βαριά σύννεφα. Ξημέρωνε Πρωτομηνιά. Ανασηκώθηκε στο κρεββάτι της. Η ανημπόρια τη χτύπησε στα γόνατα, ένας οξύς πόνος ήταν που την τρόμαξε βαθιά και έφτανε ως πάνω στο διάφραγμα, μια κοφτή ανάσα σα λιγοψυχιά.
Το πρώτο πράγμα που έκανε, ήταν να επιστρέψει στα τρένα.
Πρωτομηνιά και μαζί με το χιονιά έριχνε καρεκλοπόδαρα, όλο το χρόνο δεν είχαν δει τέτοια βροχή και δυο του μηνός, κάτω από ένα καθαρό και ξάστερο ουρανό, ενώ τα πουλιά αποδημούσαν σε σμήνη πάνω από το κεφάλι της, η Ντίζελ έκανε ποδαρικό στο λιμάνι. Η Σταθία να στέκεται ακούνητη σαν σε προσοχή. Βρόντηξε στις γραμμές εκείνη, λυγερή και περήφανη προσπερνώντας με δύναμη το λεπτό κορμάκι της Σταθίας που το τίναξε σαν κλαράκι. Και τότε κάτι αναθάρρεψε μέσα της, χαζεύοντας τη στιβαρή μαύρη μηχανή της Ντίζελ που άστραφτε, κάτι που δεν είχε φανταστεί· μια σιγουριά πως είχε δεύτερη ζωή να ζήσει.