Ποίηση τον Δεκέμβριο, Μίνως Ζώτος, Πρόδρομος Μάρκογλου, Νίκη Μαραγκού, Γιώργος Μπλάνας (ανθολόγηση: Θανάσης Χατζόπουλος)

0
1213

Ο Θανάσης Χατζόπουλος ανθολογεί για τον Δεκέμβριο Μ.Ζώτο, Πρ.Μάρκογλου, Νίκη Μαραγκού και Γ.Μπλάνα.

 

ΜΙΝΩΣ ΖΩΤΟΣ

(1905-1932)

 

ΔΙΚΑΙΩΣΙΣ

 

«ποινή πως έοικε Ση χάρις, Κύριε»

 

Αγίων ψαλμοί και Αγγέλων κίνησις πολλή.

Η ανάκλησίς μου εν ουρανοίς εορτή μεγάλη.

Εν νεφέλη αφαρπάζομαι. Άγγελοι εν στολή

προς το αναβήναι με κρατούν απ’ την μασχάλη.

 

Και ιδού πομπή μακρά με δάδας και πυρσούς

με δέχεται εν οργάνοις ˙ δεν απουσιάζει

εκ των Αγίων ουδείς, και μόνον ο Ιησούς,

ολοέν και πλέον βαρύθυμος, πέραν μονάζει.

 

Μακαρίζω την τύχη μου. Ευτυχής εγώ

ότι ηξιώθην χάριτος. Εδόθη μοι όντως

λαμπρά δικαίωσις τον Θεόν να υμνολογώ

εκ δεξιών Αγίου Κλαυδίου του μειδιώντος.

(1931 ή 1932)

 

 

 

 

ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ

(1935)

 

Θ΄ [πρόσφυγες]

 

Φτάσαμε σ’ αυτή την ακτή

κολυμπώντας ακρωτηριασμένοι στα πλοία που φεύγανε

ναυάγια και ξύλα.

 

Γαντζωθήκαμε στα βράχια σαν τις πεταλίδες

τα παιδιά μας μεγάλωσαν κοιτώντας τ’ άδικο

να μοιράσουν πάσχισαν δίκαια τα βράχια

τους σκότωσαν.

 

Τώρα συνεχίζουμε το ρίζωμα σαν τον κοχλία

με σαράντα πυρετό ξενοπλένουμε

στ’ αλίπαστα στοιβάζουμε το σάπιο αίμα

στα καπνομάγαζα.

 

Έτσι προσπαθούμε να περισώσουμε τους δικούς μας

κι ό,τι άλλο μας έχει απομείνει.

(ΧΩΡΟΣΤΑΘΜΗΣΗ, 1965)

 

 

 

Η ΝΑΥΣΙΚΑ ΤΩΝ ΚΗΠΩΝ

 

Κάποτε μας ωθούν οι ανάγκες

επιστρέφουμε στους παλιούς κήπους,

όπου

αγαπήσαμε τις περίβλεπτες γυναίκες

αυτές

που τις πήρανε

οι μηχανές, οι εύκολοι δρόμοι.

 

Επιστρέφουμε

στους κήπους που τώρα είναι αμμουδιές

κι η θάλασσα

αφήνει μαλακά κορμούς μιας άνοιξης

λησμονημένα οστά,

όπου αναγνωρίζουμε

ή μέσα στις ανάγκες μας πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε,

το λευκό χέρι και την κρυπτή κοιλότητα

της Ναυσικάς.

(ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΦΩΝΕΣ, 1971)

 

ΟΡΜΑΕΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

 

Ορμάει η θάλασσα τ’ απόγευμα

Ανεβαίνει από τοίχους κι άσφαλτο

Αεράκι παρήγορο

Μέσα στην κιμωλία του ήλιου

 

Κυριακή το άεργο μυαλό μου

Ταξιδεύει σε ανθισμένο πέλαγο

Κι όμως τα μαλλιά σου φυλλώματα της ελιάς που παίρνουν φωτιά

Τα μάτια σου κοχλάζοντας ασβέστης

Λευκό το χρώμα του θανάτου

Πάλι ορμάει η θάλασσα με άσπρα βήματα χορευτικά

 

Στιγμή δεν μπορείς να αφεθείς

Καταραμένες μέρες

 

Μαύρος Μινώταυρος έρχεται απ’ τη θάλασσα

(ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ, 1975)

 

ΣΤΟ ΛΙΓΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΦΕΓΓΕΙ

 

Στο λαρύγγι του πρωινού

Στο λίγο φως που φέγγει

 

Τη σκοτεινή ροκανίζω πλευρά του χρόνου

Λέξεις του έρωτα ριπές θανάτου

Πεύκα που τα πήρε η φωτιά

Άνθη της λυγαριάς στα χέρια

Και κάτω από τη μαύρη μουριά ο πεθαμένος

Πίσω από τις λέξεις σπαρακτική ενδοχώρα

Δροσερές διάφανες θάλασσες απρόσιτης μνήμης

 

Με λέξεις θρύμματα ταΐζω σπουργίτια

Που ήδη φτερουγίζουν

Στο αμφίβολο φως του επερχόμενου ποιήματος

(ΠΑΡΟΔΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ, 1989)

 

 

 

 

 

ΝΙΚΗ ΜΑΡΑΓΚΟΥ

(1948-2013)

 

ΚΟΝΤΕΥΕΙ ΜΑΡΤΗΣ

 

Κοντεύει Μάρτης

κι εσύ δεν θα καταλάβεις

ούτε το ρόδι που έφαγα

ούτε τον ύπνο του νερού

τους άγγελους περί την τράπεζαν

δε θα τους ανταμώσεις

τη θάλασσα που κρέμεται σε μια χρυσή κλωστή

το λάδι που εχύθηκε

κι απλώθη σιωπή

 

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΜΙΣ ΚΑΙ Η ΔΟΞΑ

 

Η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα

του γυμνού σου σώματος

από το παράθυρο τα σύννεφα να μετακινούνται

και τα μαλλιά σου δέντρα

σαν σ’ έρημο

κι από μακριά οι ήχοι

από το ψεσινό σου όνειρο

κύμβαλα και ταμπούρλα

χορδές και όργανα

και οι τέσσερις με τ’ άμφια

και συ να λες

 

«χωρίς εσένα, χαράμι η ζωή μου»

Θα μπορούσα να πως κάτι όπως

η κάμπια της σκέψης μου

ανεβαίνει πάνω στο φύλλο

και το τρώει σιγά-σιγά

(ΤΑ ΑΠΟ ΚΗΠΩΝ, 1980)

 

 

ΣΗΜΑ ΧΕΙΜΩΝΟΣ

Γίνωσκε δ’ οίος ρυσμός ανθρώπους έχει

Αρχίλοχος

Τα δέντρα φορτωμένα με βερίκοκα

τα ρόδια να φουσκώνουν

οι λόφοι να ξαναθυμούνται

τους θρήνους τις φωτιές

τις κραταιές Μυκήνες

 

μια αράχνη πλέκει τον ιστό της

οι βασιλιάδες ανάμεσα στα φύλλα

απόμακροι

με τους αιρετικούς και τους πιστούς

οι ανδρουκλιές να σκάζουν το φλοιό τους

φανερώνοντας το δροσερό βλαστάρι

 

όμως η ανθρώπινη ζωή

είναι συμβατική και δέσμια

και οι άνθρωποι κολλούν

πάνω στα πράγματα

και δεν τα αφήνουν

κι ας γίνεται θολή καμιά φορά η εικόνα τους

στα κύματα του ύπνου

στην αίθουσα των ΚΤΕΛ Πελλοποννήσου

ο αχνιστός αέρας πάνω στα χαλίκια

οι σπόροι που κολλούν στο χώμα

 

Θέλω να καταλάβω τους ανθρώπινους ρυθμούς

τη φύση – όχι πια σαν παρηγοριά

να την ξεχνώ σαν τα παιδιά.

(ΑΡΧΗ ΙΝΔΙΚΤΟΥ, 1987)

 

ΟΙ ΑΝΕΜΟΙ ΤΟΥ ΣΕΠΤΈΜΒΡΗ

 

Οι άνεμοι του Σεπτέμβρη

φέρνουν τα πέταλα της βουκεμβίλιας

στο μαγαζί

κοσμούν το πάτωμα

ακούω τα ψιθυρίσματα των φύλλων

κάτι σαν

«αμφιπότατε», «πότε»

«πάντα»

κάτι μου έρχεται να πω

μα τρέμω μην ταράξω την ευτυχία.

 

ΟΙ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΕΣ

 

Παρέα με τον γεωμέτρη και τον κηροπλάστη

φύτεψα φέτος τριανταφυλλιές στον κήπο

αντί να γράφω ποιήματα

την εκατόφυλλη από το σπίτι με το πένθος στον Άγιο Θωμά

την εξηντάφυλλη που έφερε ο Μίδας από τη Φρυγία

την Μπαγκσιανή που ήρθε από την Κίνα

μοσχεύματα από τη μοναδική μουσσιέττα που επέζησε

μες στην παλιά την πόλη

αλλά προπαντός τα Rosa Gallica που έφεραν οι στυροφόροι

που αλλιώς τη λέμε και δαμασκηνή

με το εξαίσιο άρωμά της.

 

Παρέα με τον γεωμέτρη και τον κηροπλάστη

αλλά και τον τετράνυχο, τον τίγρη, το φυλλοδέτη

τη μηλολόνθη, τη χρυσόμυγα

το αλογάκι της Παναγίας που τα τρώει όλα

θα μοιραστούμε φύλλα, πέταλα, ουρανό

στον αφάνταστο αυτό κήπ

κι αυτοί κι εγώ περαστικοί.

(DIVAN, 2005)

 

 

 

 

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

(1959)

 

ΑΚΟΥΣΕ ΜΕ: ΙΣΩΣ Ν’ ΑΝΤΕΞΕΙΣ ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

 

Γρήγορη είναι η Ψυχή

γρήγορη και μαλακή ˙

να το θυμάσαι.

Αν ζεις είναι γιατί μπορεί να τρέχει

πιο γρήγορα από τη Ζωή

και να περνά τις τρύπες του Θανάτου

δίχως να φθαρεί.

 

Η Ζωή, αργή και δύσκαμπτη, σ’ ακολουθεί:

αγκομαχεί, μένει πίσω, σπάζεις στις άκρες.

 

Κάποτε όμως συνηθίζει στο ρυθμό σου

μαλακώνει, σε ξεπερνά – όπου και να ’σαι.

Η ψυχή σου σκληραίνει αργά κι αργεί

κι αυτό το λένε Θάνατο ˙ να το θυμάσαι.

 

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ

 

Οι νύχτες λάμπουν σαν κεριά στα χέρια των νεκρών ˙

εκείνοι στέκονται – χρόνια – βουβοί

κάτω από δέντρα, σε χωράφια, σε πλαγιές, σε παραλίες.

 

Μόνο αν κάποτε γλυκάνει ο καιρός

κι οι φλόγες στενάξουν τρεμοπαίζοντας στον Ανοιξιάτικο αέρα

 

σηκώνουν το χέρι

πασχίζοντας να κρατήσουν

το μόνο πράγμα που είναι γι’ αυτούς σαν το φως.

 

Γιατί κι η νύχτα είναι Φως μπρος στη μαυρίλα του Θανάτου.

 

ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΝΑ ΜΟΥ ΦΥΛΑΤΕ

 

Η Άνοιξη τρομάζει τις ψυχές.

 

Άνεμοι τρεχάτοι μισανοίγουν τις πόρτες της Ζωής

κοιτάζουν γρήγορα και φεύγουν σκούζοντας στις ερημιές.

 

Αυτό που βλέπουν τρεμοσβήνει στα μάτια των παιδιών

όταν μέσα στη νύχτα προσπαθούν να διακρίνουν

τις λεπτές κλωστές

που συγκρατούν τον ουρανό και το φεγγάρι

(Η ΖΩΗ ΚΟΛΥΜΠΑ ΣΑΝ ΦΑΛΑΙΝΑ ΑΝΥΠΟΠΤΗ ΠΡΙΝ ΤΗ ΣΦΑΓΗ, 1987)

 

  1. Τα βράδια φυσούσε (σαν πάντα)

και το βάθος του ορίζοντα: στήθος πλατύ,

μιαν αχλή μελανή ιδρωκοπούσε,

τις γωνιές της θαλάσσης κρατώντας ορθές,

σάμπως να ’ταν εκείνο το εντός μου

ένα δώμα μικρό, φτωχικό,

μια γαλήνη η καρδιά μου βουβών δισταγμών,

κι έξω η νύχτα μια μόνιμη σκέψη φυηγής.

«Χάσου φάσμ’ απ’ εμπρός μου». σκεπτόμουν, «ή γείρε τα βλέφαρα πια!»

Τα βράδια φυσούσε (σαν πάντα) ˙

μιλούσα του αγέρα,

κι αυτός μου απαντούσε: διπλή μοναξιά.

 

  1. «Ας μένει πια η δύσκαρπη σπορά των αποστάσεων,»

είπα και κάθισα στην άμμο.

Ο άνεμος σηκωνότανε αργά, σπρώχνοντας προς το βάθος

του ορίζοντα τα ελάχιστα σύννεφα που ’χαν απομείνει

σ’ έναν βαθύ γαλάζιον ουρανό.

Έμεινα κάμποσο εκεί, κοιτάζοντας το πέλαγο, σαν να μπορούσα

με μια ματιά να διαγράψω το νόημα τόσου νερού,

κι όταν το αλάτι άρχισε πια

ν’ ασπρίζει αργά στις άκριες των μαλλιών μου

(βράδιαζε, κι ήταν η δροσιά πυκνή σαν χιόνι)

τινάχτηκα απότομα, κι έσυρα άγρια φωνή: αυτού που βρήκε

λόγο στην τόση ανεμοζάλη της καρδιάς του:

«Ακόμη λάμπουν τα καρφιά των αστεριών, κι αν γέρνει

ο ουρανός από το βάρος των δυσκίνητων θεών του,

όμως δεν πέφτει:

στέγη καλή, και πάντα αυτή, στα πάντα.»

(ΝΥΧΤΑ, 1991)

 

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ΒΛΟΣΩΝΟΣ ΕΦΕΣΙΟΣ ΤΑΔΕ ΛΕΓΕΙ…

 

Εδώ που βρίσκομαι, το φως του απογεύματος επιδεικνύει

μιαν αφοπλιστική επιμονή στη λεπτομέρεια:

τα δέντρα στέκονται σχεδόν υπεροπτικά απέναντι του.

Κι όμως, αν το μάτι εγκαταλείψει έγκαιρα τη φυσική του βουλιμία,

μπορείς να δεις τις ρίζες και τ’ ακρόφυλλα ν’αργοσαλεύουν,

ρουφώντας άπληστα ό,τι σκοτεινό

μέσα σ’ αυτήν την παράδοξη διαφάνεια.

Ξέρω, στη φύση αρέσει να κρύβεται ˙

κι ίσως γι’ αυτό το φως να λάμπει

τόσο εγκάρδια λίγο πριν χαθεί.

Τα είπαμε αυτά, καταλήξαμε,

αποδεχθήκαμε το μερίδιό μας

από την αναπόφευκτη κληρονομιά

ενός Θεού ενεχυροδανειστή.

Κι εγώ κουράστηκα ˙ αφήνομαι συχνά

στη νωχέλεια της απατηλής κερδοφορίας του.

Όμως, τρομάζω, όταν σκέφτομαι πως ό,τι γύρω μας κρυφό

δε μας ανήκει παρά μόνο στην πληγή του.

Πώς να κρυφτείς απ’ ό,τι δύει;

 

ΚΑΘΩΣ ΕΡΧΟΤΑΝ ΜΕΣ ΣΤΟ ΦΩΣ ΓΥΜΝΗ ΣΧΕΔΟΝ ΑΠΟΥΣΑ

ΝΟΜΙΣΑ ΠΩΣ ΜΟΙΑΖΕΙ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΚΙ ΕΤΣΙ ΤΗΣ ΜΙΛΗΣΑ:

 

Φαίνομαι να ’ρχομαι απ’ όπου σ’ έχω λησμονήσει.

Λέξη τη λέξη ανέσκαψα το δρόμο της φωνής μου,

ώσπου να φτάσω την ειρκτή του ονόματός σου.

Και να: εκείνο το πουλί

που πέταξε απρόσμενα λίγο πριν έρθω.

 

Μένει ακόμα μια σταγόνα της βροχής

που τάραξε την άνυδρη νωχέλεια των ριζών,

κρεμάμενη σ’ άκρο κλαρί

και παραπέρα ένα νησί:

κοιμούμενο λιθάρι του πελάγου να πασχίζει

στην αρμυρή του απάθεια την απείθεια του πουλιού.

Κέρδος, αν όχι πλούσιο,

μετρήσιμο ωστόσο

– όμως αλλού και Άλλο.

 

Όσο να πεις,

ασήμαντη προσπάθεια μια κραυγή

που μόλις μπόρεσε το σχήμα της να δείξει κι ίσως ίσως

τη δύσβατη συνήθεια μιας πληγής

– αλλού και Άλλου.

(ΠΑΡΑΦΟΡΟ, 1996)

 

 

ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΟ ΕΞΗΚΟΣΤΟ ΟΓΔΟΟ

 

Μα δεν φαντάστηκα ποτέ πως θα μπορούσα να μισήσω

τόσο βαθιά τον ήλιο στο βλέμμα των ανθρώπων ˙

σαν να μην είδα ποτέ φύλλο να λάμπει μετά τη βροχή

ή σαν να ήμουν μόνον εγώ απ’ όλους τους ανθρώπους,

που είδα τη χελώνα να ρωτάει βουβά τον ίσκιο του θάμνου

από πού πάνε για την αιωνιότητα.

Λέτε πως ο ήλιος στο τέλος θα συντρίψει

τον άνθρωπο, γι’ αυτό πρέπει ο άνθρωπος…

Τι πρέπει, ασύστατοι, ο άνθρωπος;

Έμαθε ποτέ κανείς κάτι χρήσιμο για τον άνθρωπο –

εκτός από το γκρεμό του; Κι απ’ αυτόν

μόνο το ίλιγγο του βάθους ˙ ποτέ το βάθος το ίδιο –

αν τελικά υπάρχει βάθος, αν δεν είναι παρά

το θηλαστικό σκοτάδι των σπλάχνων που ετοιμάζεται ν’ ανθίσει

την έρημό του. Στο μεταξύ, το μαρτύριο προφέρεται θάνατος

κι ακούγεται ζωή και κανείς δεν ξέρει ποια γλώσσα μιλάει

ο ύπνος, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν τα όνειρα

μιλούν γι’ αυτόν ή κάποιον άλλον πολύ πιο ξένο.

Κι έτσι ό,τι ξεκινάει σαν επινόηση

δεν ευθύνεται για τη χυδαιότητα των εφαρμογών του,

αν και δείχνει με χέρια και με πόδια

την αθλιότητα των ειδικών του.

Κριτήρια! Να τι λείπει

απ’ αυτήν την εποχή. Κριτήρια –ε;–

και κάτι ρωμαλέο στον αέρα εν γένει:

μια ακατάσχετη παρόρμηση αποστείρωσης –

φωσφορούχο λίπασμα, υδροξείδιο του ασβεστίου,

τέφρα, αμμώνιο, θείο και ανθρακικό οξύ.

Γέμισε ο κόσμος επαναστάτες και μετανάστες.

Εμπρός δουλειά! Τι στέκεστε;

Εύκολα τους ξεχωρίζει κανείς:

πεθαίνουν πάντα στη μητρική τους γλώσσα ˙

Μερικές αποκλίσεις ανθρώπων

θα σας χαλάσουν τα σχέδια;

Οι άνθρωποι φτιάχνουν την Ιστορία,

οι μέσοι άνθρωποι που πάνε στη δουλειά τους.

Τόσο εύκολο είναι να φτιάξετε μέσους ανθρώπους,

που πάνε στη δουλειά τους;

 

Ο ήλιος απλά κοιτάει.

(ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΑ 51-100, 2015)

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροH ελπίδα ξεψύχησε νωρίς (του Άριστου Τσιάρτα)
Επόμενο άρθροΠοίηση στα χρόνια της απελπισίας (του Σπύρου Κακουριώτη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ