Ποίηση στα χρόνια της απελπισίας (του Σπύρου Κακουριώτη)

0
876

 

του Σπύρου Κακουριώτη.

 

Οι εορτασμοί για την εκατονταετηρίδα της Ρωσικής Επανάστασης έχουν κοπάσει πλέον, καθώς το επετειακό 2017 οδεύει προς τη λήξη του. Παρατηρώντας τις ευάριθμες εκδόσεις και εκδηλώσεις, δεν μπορεί κανείς παρά να σημειώσει με έκπληξη την σχεδόν πλήρη απουσία όσων ακολούθησαν την επαναστατική «στιγμή», δηλαδή τη σταδιακή μετάλλαξη του επαναστατικού καθεστώτος σε σταλινική δικτατορία.

Προφανώς, δεν υπονοώ με αυτό ότι η επανάσταση ήταν προορισμένη, «νομοτελειακά», να οδηγήσει στον ολοκληρωτισμό. Όπως και κάθε ιστορική διαδικασία, χαρακτηριζόταν από εγγενή ενδεχομενικότητα. Όμως, αυτό που εντέλει ακολούθησε τον Οκτώβρη, δηλαδή ο σταλινισμός, παραμένει άρρηκτα δεμένος μαζί του, έτσι ώστε η συνεξέτασή του ως μέρος της επαναστατικής διαδικασίας που ξεκίνησε τον Φλεβάρη του 1917 να μην μπορεί να παρακαμφθεί.

Την έλλειψη αυτή ήρθε να υπογραμμίσει η επανέκδοση των απομνημονευμάτων της Ναντιέζντα Μαντελστάμ, συζύγου του ποιητή Όσιπ Μαντελστάμ, ο οποίος χάθηκε με τραγικό τρόπο στο Γκούλαγκ κατά τη διάρκεια του «Μεγάλου Τρόμου», το 1938. Έχοντας αναλάβει το καθήκον να διατηρήσει ζωντανή τη μνήμη, αλλά και την ποίηση του Μαντελστάμ, η Ναντιέζντα (που διέσωσε από μνήμης έναν μεγάλο αριθμό ποιημάτων του που αλλιώτικα θα είχαν χαθεί) καταγράφει την τραγική μοίρα των εξόριστων, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο μια από πρώτο χέρι μαρτυρία για τον κόσμο των σοβιετικών λογοτεχνών τον καιρό των σταλινικών εκκαθαρίσεων.

Γεννημένος από εβραϊκή οικογένεια της Βαρσοβίας, ο Οσίπ Εμίλιεβιτς Μαντελστάμ (1891-1938[;]) αποτελεί μία από τις τραγικότερες, αλλά και λυρικότερες φωνές των ρωσικών γραμμάτων. Στενός φίλος της Άννας Αχμάτοβα και του συζύγου της Νικολάι Γκουμιλιόφ, που εκτελέστηκε το 1921, μαζί με τους οποίους συμμετείχε στην κίνηση του ακμεϊσμού, θα κρατήσει επιφυλακτική στάση απέναντι στην επανάσταση, ενώ τη δεκαετία του 1920 θα εγκατασταθεί στην Πετρούπολη, όπου θα συνεχίσει να δημοσιεύει έργα του και να κάνει μεταφράσεις. Το 1928 θα εκδώσει μια αναδρομική συλλογή ποιημάτων του και στη συνέχεια, μέχρι τον θάνατό του, δεν θα του επιτραπεί καμία άλλη δημοσίευση.

Οι ομότεχνοί του, καθ’ υπόδειξιν του κόμματος, θα διακόψουν κάθε επαφή μαζί του, θα στραφούν εναντίον του, κάποιοι μάλιστα θα τον προπηλακίσουν δημόσια. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που θα δείξουν την αλληλεγγύη τους στο ζεύγος Μαντελστάμ, ενώ όσο ο κλοιός της τρομοκρατίας σφίγγει όλο και θα λιγοστεύουν. Στο τέλος, ο μόνος άνθρωπος που θα συνεχίζει να τους στηρίζει με όσες δυνάμεις του απομένουν θα είναι η Άννα Αχμάτοβα.

Το 1934 ο Μαντελστάμ συλλαμβάνεται, εξαιτίας ενός επικριτικού για τον Στάλιν ποιήματος: «Ζούμε δίχως να νιώθουμε κάτω απ’ τα πόδια μας τη χώρα, / τα λόγια μας στα δέκα βήματα ψυχή δεν τ’ ακούει τώρα / κι όπου κουβέντα αρχινούν / για του Κρεμλίνου τον βουνίσιο κάτι θα πουν. / Χοντρά τα δάχτυλά του, με σκουλήκια μοιάζουν παχιά, / σαν βαρίδια οι κουβέντες του ηχούν με σιγουριά». Ένα ποίημα που προκάλεσε τον φρικτό του θάνατο, γιατί, όπως έλεγε κι ο ίδιος, «μόνο στη χώρα μας σέβονται την ποίηση –για χάρη της σκοτώνουν».

Ο ποιητής θα οδηγηθεί στη Λουμπιάνκα, την δυσώνυμη έδρα της NKVD, θα ανακριθεί και θα εξοριστεί στο Βορόνεζ, όπου και θα πραγματοποιήσει μια πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας. Η σύζυγός του καταγράφει τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες διαβίωσης στην εξορία –καθώς δεν τους επιτρεπόταν να εργαστούν– αλλά και όλες τις κατοπινές προσπάθειες για να επιστρέψουν στη Μόσχα, κάτι που θα τους είναι απαγορευμένο ακόμη και μετά τη λήξη της ποινής του Μαντελστάμ. Παράλληλα, μέσα από διαρκείς αναδρομές, δίνει μια εικόνα για τις μικρές και μεγάλες προδοσίες που αντιμετώπισαν από ομοτέχνους, από ανθρώπους που προσπαθούσαν, με τον τρόπο αυτό, να επιβιώσουν.

Το 1938 ο Μαντελστάμ θα συλληφθεί για δεύτερη φορά και θα σταλεί πλέον σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, στο Βλαδιβοστόκ, με σκοπό να μεταχθεί σε στρατόπεδο εργασίας στην Κολιμά, στον αρκτικό κύκλο. Σύμφωνα με τις αντικρουόμενες μαρτυρίες που συγκέντρωσε η Ναντιέζντα, πίστευε ότι οι φρουροί ήθελαν να τον δηλητηριάσουν, γι’ αυτό έτρωγε ελάχιστα και μόνο φαγητό που μπορούσε να εμπιστευτεί. Άρρωστος, πέθανε πριν τη μεταγωγή του, είναι όμως αβέβαιο το πότε, καθώς και το πού. Όπως σημειώνει πικρά η σύζυγός του, «άλλοι ξέρουν ακόμα λιγότερα για τον θάνατο των δικών τους»…

Έργο που θα μπορούσε να εντάξει κανείς στη στρατοπεδική λογοτεχνία –μολονότι η βασική αφήγηση δεν εκτυλίσσεται εκεί– η Ελπίδα στα χρόνια της απελπισίας, που πρωτοκυκλοφόρησε στη Δύση το 1970, έρχεται να συμπληρώσει μαρτυρίες κρατουμένων όπως ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν ή ο Βαρλάμ Σαλάμοφ, προσφέροντας μια συνταρακτική μαρτυρία για μια εποχή όπου η έλλειψη οποιασδήποτε αξίας αποτελούσε προϋπόθεση για την επιβίωση…

Η καλή μετάφραση της Σταυρούλας Αργυροπούλου συμπληρώνεται με πληθώρα υποβοηθητικών σημειώσεων, κατάλογο αναφερόμενων προσώπων, καθώς και ρευμάτων της ρωσικής και σοβιετικής λογοτεχνίας, που επιτρέπουν στον αναγνώστη να προσανατολιστεί σε ένα σύμπαν που δεν είναι ευρύτερα γνωστό στο ελληνικό κοινό, ενώ η έκδοση συμπληρώνεται με πρόλογο του Αναστάση Βιστωνίτη, καθώς και με τη νεκρολογία της Ναντιέζντα Μαντελστάμ από τον νομπελίστα ποιητή (και διωκόμενο στην ΕΣΣΔ) Γιόζεφ Μπρόντσκι.

 

info: Ναντιέζντα Μαντελστάμ, Ελπίδα στα χρόνια της απελπισίας, Αναμνήσεις από τη ζωή μου με τον Όσιπ, Μετάφραση: Σταυρούλα Αργυροπούλου, Μεταίχμιο, 2017

Προηγούμενο άρθροΠοίηση τον Δεκέμβριο, Μίνως Ζώτος, Πρόδρομος Μάρκογλου, Νίκη Μαραγκού, Γιώργος Μπλάνας (ανθολόγηση: Θανάσης Χατζόπουλος)
Επόμενο άρθροΧριστουγεννιάτικο 3, “Η γραβάτα του Θεού” (της Πέλας Σουλτάτου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ