Της Λίλας Κονομάρα.
Η Λετονία είναι μια χώρα που γνώρισε πολλούς κατακτητές: Δανούς, Γερμανούς, Ρώσους, Σουηδούς. Τα dainas, δημοτικά τραγούδια της χώρας, τα οποία ξεπερνούν τα 2 εκατομμύρια, καταγράφουν όλη την πολιτιστική κληρονομιά αυτού του λαού, αλλά και τα σημάδια που άφησαν οι κατακτητές. Με ποικίλες αναφορές στη μυθολογία, είναι συχνά ένας ύμνος στη γη και την αγροτική ζωή, εμπνέονται από τα ατέλειωτα δάση και τα νερά της χώρας, αναφέρονται στην άμεση επαφή του ανθρώπου με τη φύση. Παράλληλα μιλούν για τον έρωτα, την έγνοια για κάθε ζωντανό πλάσμα, την κοινωνική ευθύνη και τις συλλογικές μνήμες. Τα dainas, τα μικρά αυτά τετράστιχα, τραγουδιούνται ακόμα και σήμερα από τις πολυάριθμες χορωδίες της Λετονίας, η οποία διοργανώνει κάθε χρόνο φεστιβάλ με τη συμμετοχή μέχρι και 25.000 τραγουδιστών επί σκηνής.
Όταν το 1940, η Λετονία προσαρτήθηκε στη Σοβιετική Ένωση, στα πλαίσια της ρωσοποίησης της χώρας πολλοί Ρώσοι εποίκησαν τη Λετονία. Επρόκειτο κυρίως για εργατικό δυναμικό, με στόχο να καλυφθούν οι ανάγκες της χώρας στον τομέα της βιομηχανίας, και στρατιωτικό προσωπικό. Κατά τη διάρκεια της σοβιετικής κατοχής, η διδασκαλία της ρωσικής γλώσσας στα σχολεία ήταν υποχρεωτική. Οι Λετονοί αναγκάστηκαν να μάθουν ρωσικά, ενώ οι Ρώσοι δεν ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν το αντίστοιχο, πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα μαζί με το γεγονός ότι επρόκειτο για σχέση κατακτητή και κατεχόμενου η ρωσόφωνη μειονότητα να μην αφομοιωθεί ποτέ με τη λετονική. Σήμερα, η μειονότητα αυτή αποτελεί το 32% του πληθυσμού της χώρας. Τα ρωσικά μιλιούνται παντού παράλληλα με τα λετονικά, όταν όμως μετά από αίτημα της ρωσόφωνης κοινότητας ζητήθηκε να καθιερωθούν τα ρωσικά ως δεύτερη επίσημη γλώσσα του κράτους, οι Λετονοί με δημοψήφισμα αρνήθηκαν.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, ήταν πολύ φυσικό η ποίηση η οποία αποτελεί μέχρι και σήμερα το κυρίαρχο λογοτεχνικό είδος στη χώρα, να αναπτυχθεί προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Σύμφωνα με την Anna Auzina, λετονή ποιήτρια με σημαντικές διακρίσεις στη χώρα της, η ποίηση της ρωσόφωνης εθνοτικής μειονότητας τόσο λόγω γλώσσας όσο και λόγω ύφους δεν υπάγεται στη λετονική ποίηση παρά την υποστήριξη του επίσημου κράτους.
Κατά τη διάρκεια των 50 χρόνων που η Λετονία ήταν προσαρτημένη στη Ρωσία, η ποίηση σημείωνε μεγάλη άνθηση. Κυκλοφορούσαν 500-1.000 ποιητικές συλλογές το χρόνο. «Παρά το γεγονός», λέει η Anna Auzina, «ότι η ποίηση έπρεπε να κινείται μέσα στα πλαίσια μιας προκαθορισμένης ιδεολογίας προάγοντας τα ιδανικά του κομμουνισμού και τον σοβιετικό τρόπο ζωής, λειτουργούσε ως μέσο αντίστασης κατά των κατακτητών. Μέσω ενός λόγου μεταφορικού, οι σημαντικότεροι ποιητές της εποχής, η Vizma Belsevica, o Imants Ziedonis, o Ojars Vanietis συγκάλυπταν την κριτική που ασκούσαν. Σε αντίθετη περίπτωση κινδύνευαν να σταλούν στη Σιβηρία ή όπως η Vizma Belsevica, η οποία θεωρείται η σημαντικότερη ποιήτρια της Λετονίας, να μην μπορούν να βρουν δουλειά και να ζουν από μεταφράσεις χωρίς να εμφανίζεται ποτέ το όνομά τους. Επιλέγοντας τον ελεύθερο στίχο, η ποίηση, έντονα λυρική, έθετε ζητήματα ηθικής ακεραιότητας και ανθρώπινων αξιών».
«Με την απελευθέρωση της χώρας το 1991», συνεχίζει η ποιήτρια, «το ποιητικό τοπίο διαμορφώνεται εντελώς διαφορετικά. Το ενδιαφέρον του κοινού για την ποίηση μειώνεται αισθητά». Αντιδρώντας στην εν μέρει στρατευμένη ποίηση των προηγούμενων χρόνων, ποιητές όπως οι Edvins Raups, Liana Langa και Maris Salejs απομακρύνονται από τα τρέχοντα κοινωνικά και ηθικά ζητήματα και δείχνουν να ενδιαφέρονται καθαρά για ζητήματα ποιητικής. Στο έργο τους υπάρχει πλήρης απουσία λυρισμού. Αντίθετα με τον ιδεαλισμό και την εξιδανίκευση της ανθρωπότητας που χαρακτήριζε τους προγενέστερους, κυριαρχούν στοιχεία όπως η ασχήμια, το γκροτέσκο, εικόνες του εφήμερου, καθώς και μια αγωνιώδης αναζήτηση νοήματος. «Η ποίησή τους», λέει η Anna Auzina, «είναι μια ποίηση εγκεφαλική, κυνική, δυσνόητη και απροσπέλαστη από το πλατύ κοινό».
«Από το 2000 και μετά, λόγω του ατομικισμού που χαρακτηρίζει την εποχή, η ποίηση αλλάζει και πάλι και ανοίγεται προς πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις. Αποκαθιστώντας τον διάλογο με το κοινό, γίνεται πιο αφηγηματική, πιο προσωπική, πιο άμεση και κατανοητή». Λόγω της κρίσης η οποία πλήττει τη χώρα από το 2008, οι ποιητές συναντούν όλο και μεγαλύτερες δυσκολίες να εκδώσουν τα έργα τους. Μαζί με την Anna Auzina, εμφανίζονται οι Inga Gaile, Karlis Verdins, Κristina Ehin και άλλοι, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους μένουν στις μεγάλες πόλεις και κυρίως στη Ρίγα. Σε κάποιους, το αστικό τοπίο έρχεται σε αντιπαράθεση με το φυσικό, η απομάκρυνση από τη γη παρουσιάζεται σαν εξορία, γίνεται σύμβολο του χαμένου εαυτού. Με σαφείς επιρροές από τον μοντερνισμό, οι νεότεροι αυτοί ποιητές επιχειρούν κάποιους πειραματισμούς όσον αφορά τη στίξη και τη μορφή (πεζά ποιήματα), δίνουν έμφαση στο ρυθμό και τη μουσικότητα και μιλούν για όλα μέσα από τα μικρά καθημερινά πράγματα. Κάποιοι, προβαίνουν σε δραματοποιημένες συνθέσεις των έργων τους με συνοδεία μουσικής.
Την ίδια περίοδο (1999) γεννιέται στη Ρίγα, την πρωτεύουσα της Λετονίας, μια ομάδα ποιητών, η Orbita (www.orbita.lv). Τα μέλη της, οι Sergei Timofejev, Seymon Khanin, Artur Punte, Vladimir Svetlov και Zhorzh Uallik ανήκουν στη ρωσόφωνη μειονότητα της χώρας και γράφουν ποίηση στα ρωσικά. Επιλέγουν επίσης τον ελεύθερο στίχο -παρότι στη Ρωσία αυτό καταδικάζεται ως ευκολία από κάποιους κριτικούς-, ένα ύφος νατουραλιστικό και μοιάζουν να συνδιαλέγονται με νεοϋορκέζους ποιητές, όπως τον Frank O’Ηara και τον John Ashbery.
Στόχος της ομάδας είναι ο διάλογος μεταξύ ποίησης και άλλων μορφών δημιουργίας, όπως οι εικαστικές τέχνες και η μουσική. Η Orbita διοργάνωσε επίσης επί τρεις χρονιές ένα φεστιβάλ με τίτλο «Word in motion» όπου παρουσιάστηκαν ποιητικά βίντεο και multimedia παραστάσεις σε συνδυασμό με μουσικούς και video-artists. Εξέδωσαν επίσης δίγλωσσες ποιητικές συλλογές της ρωσικής ποίησης στη Λετονία. Στις 16 Σεπτεμβρίου η ομάδα θα παρουσιάσει ένα project με μια σειρά εκδηλώσεων, μεταξύ των οποίων ένα διαδραστικό χάρτη της Ρίγας με αναφορές σε διάφορες ποιητικές δουλειές που σχετίζονται με συγκεκριμένα σημεία της πόλης που θα περιλαμβάνει επίσης βίντεο, παραστάσεις, installations. To 2005 τους απονεμήθηκε το Ετήσιο Λογοτεχνικό βραβείο της Ένωσης Λετονών Συγγραφέων, το παράδοξο όμως είναι ότι απ’ τη μια οι λετονοί ποιητές δεν τους αναγνωρίζουν ως δικούς τους, απ’ την άλλη το κοινό της Οrbita είναι κατά βάση λετονικό διότι το πολιτιστικό επίπεδο της ρωσικής μειονότητας παραμένει χαμηλό. Πώς είναι άραγε να γράφεις σε μια χώρα όπου η επίσημη γλώσσα είναι άλλη και η δική σου μπορεί να αποτελεί θέμα εχθρικής αντιμετώπισης; Πώς είναι να γράφεις σε μια χώρα όπου η γλώσσα σου δεν μπορεί να ξεδιπλωθεί σε όλο της τον πλούτο όπως κάθε ζωντανή γλώσσα; Πώς είναι να γράφεις σε μια χώρα με ελάχιστο ομόγλωσσο κοινό; Τίθεται ένα μεγάλο ζήτημα ταυτότητας, το οποίο απ’ ό,τι φαίνεται προς το παρόν είναι ακόμα πολύ λεπτό, γι’ αυτό και οι περισσότεροι δεν είναι διατεθειμένοι να μιλήσουν γι’ αυτό ούτε και αποτυπώνεται με οιονδήποτε τρόπο στη θεματολογία της σύγχρονης ποίησης της χώρας.
Σημείωση : Στη φωτό η Anna Auzina
ΛΕΤΟΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Dainas
Five sons did one father have,
Five hundred mighty oaks
And so each son inherited
One hundred mighty oaks.
All my beloved brothers have
Drowned in a sea of porridge
I was left all by myself
Gazing at the porridge pot.
What could be wrong in living beside
The edge of a vast, mighty wood?
Five stags had I to plough my land,
And six young deer to harrow it.
Provide me with walking shoes
And show me wich road to take
Then blame me if I could not
Earn myself my daily bread.
The mouse rides in a rattling cart
Heaped with a cargo of sleep
Please make a stop, mouse, at our house,
We’ve got a flock of little children.
Μετφρ. Rita Laima Krievina
I know the sun will always shine,
The river flowers will always flow.
But is there ever enough time to teach a rabbit how to write?
Is there ever enough chalk to turn charcoal white?
Why does the sea snore so this evening?
Why is she coughing? What did she swallow?
I saw the sun go swimming in the sea.
Maybe her gold fell off her finger there.
Maybe it got caught in the throat of the sea.
How do we prepare for Johnny’s day?
We weave wreaths of grass, flowers and oak leaves
And decorate the barns with cuttings from the birch.
We bake bread, make cheese, we remember to brew beer.
Where is Johnny now?
Johnny is in the barn milking cows,
Soaking his balls in a bucket of milk.
On Johnny’s night he’ll sit with us
And slap his hands on the linden table.
The girls will bring him their best cheese.
Η γιορτή του Γιάνις, ανάλογη με τη δική μας του Αι-Γιαννιού, γιορτάζεται ακόμα και σήμερα κατά το θερινό ηλιοστάσιο και συμβολίζει τη δύναμη της ζωής. Ο Γιάνις θεωρείται ο λετονός Διόνυσος και λέγεται ότι όσοι φέρουν το όνομά του κυριεύονται εκείνη τη μέρα από το πνεύμα του.
The chickadee sits on the gate post.
Harshly, harshly screams the chickadee,
What news bring you, my chickadee?
I bring you news of war
Your brother must off to war.
Go, sister, in your garden
And dress your brother’s hat with flowers.
Sing when you give it to him,
Cry as you take leave of him.
Watch, sister, the sapling
Your brother breaks and plants by the roadside:
Whether it greens, whether it wilts.
If it wilts, only his horse will return.
You’ll have to ask the horse where your brother died.
He died where the river of blood flows,
He died where the bridges are made of men’s bones.
He died where the Sun’s daughters cross the river
Blooming like cherries.
He died where the Sun’s daughters cross the bridges
Shaking like leaves.
Μετφρ. Anton Benjamins
Vizma Belsevica
GRATITUDE
What happened between us
In the moonlit confusion,
I gathered together and pressed
Into the bell of a single snowdrop.
I sealed the petals with my lips
And placed it in the leaves of a book.
When I turn the pages, it opens once more
In its dusty cemetery of words,
And rises up, confounding death,
To take the way it only knows.
The path is found, can you hear
The belled snowdrop ring in my heart?
See how whitened I walk
And leave prints of golden pollen,
But they do not see or know
the misery that issues from my joy.
Words about Words
Words came to me in a dream. They gathered around like little
scamps, whose mother had been summoned by the militia to answer
for their mischief. And the soft lips of the smallest and sweetest of
them grew stiff and began to quiver and it seemed, at any moment
now, he would cry, “I’ll never do it again.” But he wasn’t a crying
word. And so I said:
Words, my words, don’t hang your heads, when once again
We’re put on trial. The dock of the accused
Is just a worn threshold to be trodden
For a world with no walls to begin. A land not a room.
There comes a time to hatch from the egg.
All birds know this. Even the hen.
This is known by the bird. The poet. And the word.
Even the ultimate sentence brings a freedom,
That cannot be revoked. If brushed by open air,
Don’t look back on the walls, your life.
Birds die. And poets. The blow of an axe
Can’t fell a word that’s said before death.
A word that’s been spoken can’t be annulled.
Like a swallow in the sky, it can’t be run to ground.
Words, my words, spare your pity!
The ground that supports the harvest
Is not to be pitied by the seed.
With no new shoots, no ploughshare, the soil grows thin.
Hack deeper, painfully, for new thought to thrive.
Come praise or punishment: it’s not your worry.
When the poem is done, the gates between us close.
Go on alone. I brought you forth to life,
And take full responsibility,
Words, my words…
Μτφρ. Mara Rozitis
Anna Auziņa
Our Mothers
both our mothers – they are robber molls
sitting by the side of the road with legs spread wide
and smoking pipes
our mothers are also country women
they eat juicy apples and go to mow some grass for the cow
our mothers are witches
stoking fires in dark kitchens just like in hell
stirring some brew
and they are also quite some hetairas
black with painted eyes
with wine on their lips
and our mothers are madwomen
in long white jackets
with huge eyes
without any teeth
wagging their bony fingers
and our mothers are children
with damp curls over round cheeks
when after a good cry they finally doze off
Kārlis Vērdiņš
Come to me
I was bringing you a little cheese sandwich. It was two in the
morning, everybody sleepy, shops closed but in the I Love You bar
they gave me a little cheese sandwich.
I was in a taxi bringing you a little cheese sandwich ’cause you
were lying there sad, perhaps even ill, and there was nothing good to
eat in the house. Was real expensive, around one lat, but that’s OK.
So I was in the taxi with my little iluvu, all squished, practically
cold. But for some reason I didn’t make it home. Somehow I ended
up where all were merry and witty, and starving. So I drank, I sang,
but I saved my little sandwich.
Must have been the third day when I could finally treat you to it,
you were so angry, you ate the sandwich hardly looking at it. Had I
had more courage, I would have said: but you know I love you, you
know I admire you. Don’t make me say it again.
Μτφρ.Ieva Lesinska