O Θανάσης Χατζόπουλος ανθολογεί Νίκο Καρύδη, Θανάση Τζούλη, Αναστάση Βιστωνίτη και Παναγιώτη Κερασίδη.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΥΔΗΣ
(1917-1984)
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ
Με μυστικές προσευχές
με μυστικέ σιωπές
η ζωή σου πέρασε κραυγή
που δεν την άκουσε κανείς.
Τώρα σ’ ένα βουνό φυτεμένο
με σανιδένιους σταυρούς
ο αγέρας έρχεται μέρα νύχτα
και σου μιλά
για νεκρούς ταξιδιώτες
για πεθαμένα αγάλματα
για μικρά παιδιά και χορταριασμένα κάστρα
για άντρες φυλακισμένους.
Όταν έρχεται και ο Θεός
τότε
ο αγέρας ο Θεός και συ
τα ξαναλέτε τα ίδια
τα πουλιά φεύγουν
και ο βουνίσιος ήλιος
χρυσώνει τους σανιδένιους σταυρούς.
(ΕΝΘΥΜΙΟΝ, 1972)
ΕΧΑΣΑ
Στην άχνα του καλοκαιριάτικου πρωινού
όταν το μόνο φως που έρχεται είναι
από τα καντήλια των ξύλινων σταυρών
και σημάδι ζωής είναι
ο ήχος των νερών που τρέχουν
κορίτσια που μ’ ερωτεύθηκαν παράφορα
γονατίζουν
λύνουν τα μαλλιά
ανοίγουν τα χέρια
και προσεύχονται
για τα μεσημέρια της θάλασσας
για τις νύχτες του ήλιου
για τις φωνές της βροχής
για ό,τι δικό μου
μοίρασα
σπατάλησα
έχασα.
ΘΑ ΞΑΝΑΒΡΕΘΟΥΜΕ
Σκιές έπεφταν καπνοί ανέβαιναν
ένας άλλος καιρός υπήρχε
σε ρολόγια που ζούσαν μαζί μας
ιστορίες μιας άλλης ζωής
μετρώντας πόσα χάσαμε πόσα κερδίσαμε
σε ημέρες θανάτων.
Φύγαμε μαζί με το φως που έφευγε
κοιτάζοντας σε καθρέφτες άφωνους
που δεν επιστρέφουν τίποτα
σίγουροι ωστόσο ότι δε θα χαθούμε
ότι η συνάντηση θα γινόταν
θα ξαναβρισκόμαστε σε κείνες τις μέρες.
(ΚΑΠΝΟΣ ΑΙ ΗΜΕΡΑΙ ΜΟΥ, 1982)
ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΖΟΥΛΗΣ
(1932-2010)
ΗΘΙΚΗ
Η ηθική που γυρεύω είναι να εμπιστευθώ στη φωνή μου
όπως το ποτάμι που δεν ξέρει από απαγορευμένους ήχους
όταν είναι μέσα στη φύση του το κύλισμα της φωνής
και δεν έχει άλλες στροφές
παρά όσες του επιβάλλουν οι μάζες του νερού
(ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΤΩΝ ΜΥΡΩΝ, 1977)
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΔΑΜ
Άνοιξε το κλουβί – το ποίημα
να ιδείς που οι λέξεις μένουν με ριζώματα
και αρμούς και ιδίως με εντελέχεια που τις ωθεί
κι όπως χύνονται από μέσα τους γλυκά νερά της γέννας
με τον πλακούντα να παραμερίζει μ’ άλλα τρύπια νέφη
γύρισε αθέατα το διακόπτη της Εκάτης
να αναδυθεί
το ποίημα φεγγαροπρόσωπο
και κάτω ο νερονόμος ποιητής ανάμεσα σε πουλολόγους
ή ο ποταμός Νείλος που με το φύσημα των νερών του
χάνουν οι αγροί τους όχτους
γιατί η γεωμετρία του ποιήματος
έχει από μέσα της όρια
και με πέντε λέξεις και δύο ιχθείς του δάσους του
χορταίνουν οι ακτήμονες
Μόνο μην κλείνεις το κλουβί ˙ακούμπησε
τις χυμένες αισθήσεις σου στο άνοιγμα
κι άκουσε τι συμβαίνει στο στάβλο του το χάραμα
που η φύση ορίζεται από το φύλο της πρωτόγονα
κι η γλώσσα είναι του Αδάμ
ΜΑΣ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ ΤΟΥΣ
Είναι πρόσωπα που τα λέμε νεκρά και βγαίνουν
όπως τα γένια μας
Τα κόβουμε με παμπάλαιες μηχανές
που τα γρανάζια του τρίζουν στο απολιθωμένο αίμα
και στους παγετώνες που ξερίζωσαν την κλήρα μας
κι αυτά γκρεμίζουν τα ηχεία από πάνω μας
σκύβουν στις μικρές γούρνες που πιάνει το κορμί μας
πώς ξεχάσατε ν’ αναπνεύσετε λένε
σα να ’στε νεκροί και δε σαπίζετε
απλώς αλλάζετε σκουριά στους παγετώνες
Και μας παίρνουν στο στόμα τους όπως η σκύλα τα κουτάβια της
ν’ αλλάξουμε φωλιά
ΟΙ ΠΙΟ ΧΥΜΩΔΕΙΣ ΗΧΟΙ
Οι πιο χυμώδεις ήχοι είναι έξω από τη φυλή της γλώσσας
ιδίως αυτοί που καταπίνονται από αδιόρατα αιδοία
και με περιέχουν όπως τα βραδινά έλη τη φωνή του βάτραχου
για τις συλλήψεις στο αίμα
και τις καύσεις του
(Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΔΑΜ, 1982)
ΕΤΣΙ ΛΥΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΥΠΑΚΟΗ ΟΙ ΔΙΣΤΑΓΜΟΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Στον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη
Σήμερα τελώ τα εισόδια της σάρκας μου
στο ποίημα
κι αύριο τη μνήμη της
Τα φέγγος γυρεύει όνομα στο ποίημα
όπως ο Ιησούς μου εντός του Ιορδάνη
που φέγγουν έντρομα τα νερά κι ανέρχονται κομμάτια θεότητας
Σήμερα τελώ τα εισόδια της σάρκας μου στο ποίημα
κι αύριο τη μνήμη της
και δίνω χρώμα στο πρώτο θαύμα
οινωπό προς τις ώρες του όρθρου
και τις υδρίες του
όπως λέμε αρτοκλασία στο όρος ή γάμο εν Κανά
κι έχουν οι λέξεις το χρηστό τους μερίδιο
τίποτα να μην καταλιμπάνεται
στην περιττότητα
κι η φωνή να είναι στους πρώτους χαιρετισμούς
του εκκλησιάσματος που νυμφεύεται ενώ φέγγει
ανοιχτή κάτω από τα σέπαλα η Σεμέλη κι η γύρη της
Έτσι λύνονται με υπακοή οι δισταγμοί του ποιήματος
και γυρίζει ο ενικός σε πληθυντικό και τανάπαλιν στο ίδιο όρος
όπως αλλάζεις θέα ανερχόμενος και είναι όλα επώνυμα
και μετέχουν με το κεράκι τους και τα τροπάρια στη χάρη του πλήθους
(ΟΤΑΝ Ο ΘΕΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΣΩΜΑ ΕΛΘΕΙ ΠΟΛΥΣ, 1990)
ΕΚΑΝΑ ΑΓΙΑΣΜΟ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ ΜΟΥ ΝΑ ΣΕ ΟΝΟΜΑΣΩ
του Χάρη μου
Έκαμα αγιασμό στο στόμα μου να σε ονομάσω
όπως σωρεύουμε τους καρπούς σε μεγάλα κοφίνια
με άρτους ανάμεσα και πουλιά
καθημερινά κοτσύφια πετροπέρδικες συκοφάγους
και αμπελοχελώνες όλο από χώμα
και κεραμιδένιο όρθρο επάνω τους με χρώμα
από σπλάχνο καρπού και αγιασμό
να ’χουμε αρτοκλασία στο ύπαιθρο
από την πρώτη μέρα που σου έδειχνα
κάτω από τις ρίζες όλα τα απόκρυφα
όπως κι ο ιερέας που έχριε τα μέλη σου
χαρά που είχε η σάρκα μου
και πώς αγάλλονταν το κοκκινόχωμα που ήταν λεχώνα
ο καιρός ήταν μια μεγάλη άσπρη δάδα από έλατο
ΖΩΗ
Όπως κάθεται γυναίκα όμορφη στα χέρια της φύσης
όλη από χώμα που πλάθεται και γυρίζει εντός
το σχήμα της να κρατάει το αμίλητο νερό
και φέγγει ένα λιβάδι παπαρούνες ανάμεσα
που είναι όρθρος σάρκας με το υγρό αγγείο της
να σκουραίνει αγροδίαιτο όσο που βλέπεις
τη λευκότητα της ευωδιάς και τη φλόγα της
σαν φέτα έλατου που στάζει πριν από το μυστήριο
και δεν είναι ον που να μη θέλει σάρκα η σάρκα του
(ΚΑΙ ΓΑΜΟΝ ΕΒΡΟΥ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ, 1996)
ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ
(1952)
ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ
Τα πράγματα επιστρέφουν στον χρόνο
χωρίς ν’ αφήνουν πληγές.
Αδιάτρητα, ακίνητα, απέχοντα,
κυκλώνοντας την ζωή και τον θάνατο,
αφήνοντας τον σπαραγμό να λανθάνει.
Τα πράγματα χάνονται δίχως να πεθαίνουν.
Βέβαια και ελεύθερα
υπάρχουν και σωπαίνουν.
(ΑΝΙΧΝΕΥΤΕΣ, 1974)
ΠΕΔΙΟ ΒΟΛΗΣ
Το μεσημέρι θρυμματίζεται.
Άταφο πεθαμένο φως.
Η θάλασσα κυκλώνει τον ορίζοντα.
Σκιές απέναντι στον ήλιο
κι η μέρα – το αρπαχτικό ποτάμι.
Ακούς τις ομιλίες. Κάπου αλλού
πυκνώνει το πλήθος, σιδερένιο
μέσα στην ανοιγμένη πόλη
κι ο ήλιος στατικός και κίτρινος –
μια φωτεινή καρέκλα
στο κέντρο τ’ ουρανού.
ΟΔΟΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΡΩΙ ΩΡΑ 8 ΚΑΙ 10΄
Ασήμι και λάσπη στο δρόμο.
Ερχόταν το πρωί από μακριά
κρύο κι ωχρό – μέσα στην πόλη το παιδί
με τ’ ανοιχτά του μάτια κοίταζε μπροστά
μόνο, κυκλωμένο από αθλιότητα και φως.
(ΤΕΦΡΕΣ, 1980)
1968
Το βράδυ βούλιαξε στο ποτάμι,
από τα χόρτα βγήκε μισό φεγγάρι,
αέρας χύθηκε στις κορνίζες
και το παράθυρο νεκρός κρατήρας
κοίταξε τον ίσκιο, κοίταξε τον τυφλό,
τα ξεραμένα φύλλα του καπνού στην αποθήκη.
……………
Είμαι ένα κομμάτι απ’ όλα όσα συνάντησα,
είμαι το άστρο που πηδάει από τη βάρκα,
η μουσική που κυματίζει στο μυαλό,
το όνειρο του ποταμού κι ο ίσκιος του καθρέφτη.
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Τι κάνω εδώ
κοιτώντας το άδειο ποτάμι.
Παλιώνει και σκουριάζει το φως:
το μέγα σκάνδαλο.
Χαρτιά κυκλοφορούν
στα ύψη των κτιρίων.
Θ’ απλώσουν οι άνθρωποι μια εφημερίδα
να σκεπάσουν τον ήλιο.
Το φως δεν εστιάζεται ˙
καίει το νερό.
Αστράφτουν τα έντομα.
Τυφλά δάχτυλα,
ρυάκια του καιρού.
(ΟΙ ΚΗΠΟΙ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ, 1990)
ΕΠΙΚΛΗΣΗ
Φωνή του χόρτου και λάμψη του βουνού
που χάνεστε μες στα νερά του νόστου,
σήμα του χρόνου και χάρτη τ’ ουρανού
δείξτε μου απόψε τα παράθυρα του αγνώστου.
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ
Πάνω από το τσιμέντο η Σελήνη ανοίγει τα φτερά
και σαν γεράκι χύνεται στο μέλλον
όπου πηγάζουν τα νερά κι όπου φυτρώνουν τα βουνά
με τις κορφές τους να κοιτούν τα μάτια των αγγέλων.
Ο,ΤΙ ΠΕΡΝΑΕΙ ΧΑΝΕΤΑΙ
Σαν το βηματισμό των λεγεώνων,
σαν τον παλμό της γέφυρας κάτω από το βήμα,
σαν ψίθυρος γέρικων αιώνων
που τους δένει ένα ξεφτισμένο νήμα,
όλα είναι πιο παλιά κι από τη μέθη,
από το δάκρυ και την κατακραυγή,
από τη μηχανή που μας αλέθει
κι από τη μολυσμένη αυγή.
Γύρω σου μόνον ερημιά και σκοτάδι,
το μαύρο πέπλο, η σημαία του νεκρού,
κι αυτό που πίστεψες όνειρο και χάδι
σφηνωμένο στο χρόνο του ατσαλιού.
Η Μούσα δεν παίρνει εκδίκηση για μας,
τα λόγια δεν περιγράφουν την πτήση.
Εδώ θ’ ακούς μονάχα τον τροχό της αγοράς.
Ο ήλιος που ήξερες έχει σιγήσει.
(TERRA INCOGNITA, 1989-1995)
CAUSA
Το σκοτάδι είναι η φωνή του πηλού,
ο πηλός είναι η στάχτη των παιδικών σου χρόνων
τα παιδικά σου χρόνια τώρα πια
μια ξεχασμένη ήπειρος μέσα στο κρύο φως της μνήμης
κι η μνήμη ένα κρύσταλλο που θάμπωσε,
ένα παράφωνο μουσικό κουτί –
από τις τρύπες του οι εποχές δραπετεύουν.
ΣΗΜΑΤΑ
Σε μια εποχή συνεχών αποχωρισμών
παγώνουν μέσα στο κενό
κατάλευκες οι σημασίες
σαν τον παγετό που σκεπάζει τα βουνά
σ’ αυτόν τον παρατεταμένο χειμώνα.
Από το βάθος αναδύονται
τα σανσκριτικά της ηρεμίας
καθώς τα μιλούν βρέφη ντυμένα στο μετάξι
κι ο νους ασύμβατος με τους κώδικες
κόβει αζιμούθιο στη στρατόσφαιρα
και με σφηνοειδείς κινήσεις εισχωρεί
στη θάλασσα της αφασίας
τραβώντας τώρα για τις πύλες του διαστήματος
εκεί που αναβοσβήνουν τα μνημεία,
εκεί που πάει και χύνεται
ο Αχέρων της Σελήνης.
(Ο ΗΛΙΟΣ ΣΤΗΝ ΤΑΦΡΟ, 2004)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΕΡΑΣΙΔΗΣ
(1955)
ΕΛΑ
Δεν είναι η βροχή
ούτε τα σύννεφα
δεν είναι οι βροντές που με ταράζουν
είναι οι αστραπές
που αναβοσβήνουν.
Φωτίζουν και μαυρίζουν το δωμάτιο
χωρίς το κάλεσμα το ελάχιστο
έλα,
να ’βλεπα οριστικά
να τυφλωνόμουν
μάτι του ζώου
στις θαμπές απουσίες
που δεν εμφανίζονται
και σ’ αφανίζουν.
Στο βλέμμα που χάνεται
να χανόμουν
φιλί της ποίησης οριστικό.
ΟΤΑΝ ΑΣΤΡΑΦΤΕΙ
Όταν αστράφτει κάπου βρέχει.
Παραμύθι γρήγορο του σκοταδιού
στο τζάμι του παράθυρου
τα μάτια θαμπώνουν
και μας φωτίζουν.
Δεν είναι σκοτάδι.
Είναι η μνήμη που σβήνει
σαν ζώο ελεύθερο
και σαν μονόλογος
οργισμένης προσευχής
ολόσωμη σφίγγα ζωής.
(ΟΙ ΑΚΡΕΣ ΤΩΝ ΔΑΧΤΥΛΩΝ, 1992)
ΗΧΕΙΟ ΑΝΑΣΑΣ
2
Γυρίζει πλευρό
προσπαθώντας με μουδιασμένο σώμα
Πιάνει το σφυγμό του και ξυπνά.
Λάμπουν εικόνες κομματιασμένες
η μία μέσα στην άλλη.
Δεν είναι τα’ όνειρο. Είναι μία ζωή
που αυτός λείπει στις μαγικές οθόνες
που σχηματίζονται ερήμην του ξανά.
Έξω οι όρκοι βγαίνουν
βλέμματα ζεστά
χωρίς προορισμό.
Γεράματα βαθιά.
Γεράκια που κουράστηκαν.
Πουλιά που φεύγουν διασχίζοντας
δίχως να σκίζουν τίποτα.
18.
Λουλούδια βουτιάς
στα στήθη αγριεμένων ομήρων.
Αγγίζοντας τα άκρα σύνορα
βρέφη ερώτων ψιθυρίζουμε
Αντικρίζοντας σκισμένα ρούχα
κι άλλα λαμπρά υπολείμματα.
Σημάδια που μεταποιούνται στις εορτές
και πωλούνται ακριβά στις ερημιές.
Βαρέθηκα αυτά και τα άλλα.
Τα ζώα μου λείπουν στο φως του αίματος.
Είμαι αθώος. Είμαι όμηρος.
Και προσφέρω την αθωότητά μου
Ολόκληρη κόλαση.
Όχι σαν δώρο κι ούτε σαν απειλή.
(ΗΧΕΙΟ ΑΝΑΣΑΣ, 1995)
ΤΟ ΖΩΟ ΖΕΙ
1.
Οι κοίτες φταίνε των χαραδρών
που συνεχώς μετατοπίζουν
με γκρεμισμένα σώματα
την έξοδο κινδύνου από το χθες.
9.
Σε νοσταλγώ καθώς σκέφτομαι θολά
για πράγματα ανύπαρκτα.
Καθώς σηκώνομαι από τον ύπνο που μ’ έριξες
και μουντζουρώνω το κενό
που μας χωρίζει.
Η μουντζούρα του κενού,
αυτή η ζωγραφιά,
όπου πας και καθρεφτίζεσαι.
18.
Τόση αυτοσυγκράτηση θυσιασμένη
για ένα ποίημα,
ένα μάθημα,
που με νεύματα, χειρονομίες, τραυλά συνθήματα
ραγίζει την κλεψύδρα
όπου έχουν κρυφτεί τα πράγματα
που κυνηγάμε,
απελευθερώνοντας
την αποτελεσματικότητα των αισθημάτων
όταν ξυπνούν τα τραύματα
και ισορροπούν τα νιάτα και τα γηρατειά
στις απουσίες.
Όσο κι αν ματώνουν τα γόνατα,
δε θρυμματίζονται εύκολα τα κόκαλα.
Δε γίνεται λιώμα ποτέ το σώμα.
Σκίζουμε τις ρώγες των δαχτύλων
γράφοντας και χαϊδεύοντας,
πλάθοντας εικόνες.
Χαράζοντας με το αντικλείδι του πάθους
το πένθος που θέλουμε να ξαναζήσουμε.
Το πένθος που παγώνει το χρόνο.
22.
Τα παιδιά που πέφτουν, που παίζουν, που γλείφουν,
αναμασώντας τη σάρκα των λέξεων
σβήνουν ίχνη αφήνοντας άλλα.
Για να μαθαίνουμε τα σώματα
που έρχεται και φεύγει η σκιά τους
και να θυμόμαστε τα λόγια και τα χάδια
που αγαπήσαμε στην κούνια μας.
Με το ένα πόδι στο κενό.
Με το άλλο πατώντας στο βουνό.
(ΤΟ ΖΩΟ ΖΕΙ, 2000)