Ο Θανάσης Χατζόπουλος στην Ανθρωπογεωγραφία του ανθολογεί Γ.Λίκο, Μ. Μουντέ, Δ. Χριστοδούλου και Β. Ντόκο.
ΛΙΚΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
(1920-2000)
Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΣ
Στην Πόπη
Η καρδιά μας βαραίνει πάνω στη ζυγαριά του ονείρου
Όσο μια ρίζα πλάτανου
Όσο μια πέτρα στο χέρι του σύννεφου
Όσο μια χαραξιά του αποσπερίτη
Στον αφρισμένο βράχο της ερημιάς.
Η καρδιά μας βαραίνει ίσα με την καρδιά των καραβιών
Όταν τα χέρια του λιμανιού την αγκαλιάζουν στοργικά
Όταν οι φάροι ανοιγοκλείνουνε τα ματωμένα μάτια
Παίζοντας με την υγρή ζωή.
Η καρδιά μας βαραίνει όσο το σήκωμα μιας άγκυρας
Όσο ένα πουλί στα ξάρτια της γοργόνας
Όσο ένα ρίπισμα του ανέμου στα πανιά
Όσο και το ξεχείλισμα του αφρού στην πλώρη.
Η καρδιά μας βαραίνει πάνω στα κύματα
Ταξιδεύει λικνίζεται ξεχνιέται
Η καρδιά μας βουλιάζει
Ταξιδεύει στο βυθό.
Η καρδιά μας πουλιέται με τα σφαχτάρια
Η καρδιά μας πουλιέται με το κιλό.
(ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΔΕΣ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ, 1944-1949)
ΚΑΡΥΣΤΟΣ ’46
Κάτω στο γιαλό κοντή
Νεραντζούλα φουντωτή.
Κάτω στο γιαλό πίσω απ’ τα χαλάσματα
Κοντά στον άσπρο τοίχο με τη φραγκοσυκιά
Εκεί που έγραψε πάνω στην άμμο ο έρωτας τα σώματά μας
Στην όχθη των ψαράδων χωρίς αποχαιρετισμό
Κοντά στο κοιμητήρι της θάλασσας
Με λίγο λάδι για το κόκκινο φανάρι της νύχτας
Με λίγη τρυφερότητα μες στην καρδιά μας
Τα μυστικά μας ν’ ανάβουν τις φωτιές τ’ Άι-Γιαννιού
Το φόβο της ψυχής μας μπρος στην απειλή.
Στιγμές μικρές στιγμές
Ζωή των κοχυλιών στιγμές του έρωτα
Η μυρωδιά του αγέρα στα μαλλιά σου
Η επανάληψη του κύματος
Η αγωνία του ρυθμού στο πρόσωπο του Χρόνου
Η τραγική απελπισία της αφής
Η γεύση των πραγμάτων πριν απ’ το χειμώνα.
Πώς λάμψανε τα μάτια σου κάτω απ’ το βάρος
Της καρδιάς μου.
Κάτω στο γιαλό
Πίσω στα χαλάσματα της μνήμης
Κάτω στο γιαλό κοντή
Νεραντζούλα φουντωτή.
ΜΙΚΡΟ ΚΑΡΑΒΙ
Ευδαιμονία της νύχτας
Κουμπωμένη ως το λαιμό μ’ αστέρια
Υγρή απ’ την αγάπη των νεφών
Το σπαραγμό των εραστών
Ατέρμονα.
Ρινίσματα ψυχής και καθιζήσεις
Ο-έ, Ο-έ
Μικρό καράβι που δεν ταξίδεψες ποτέ.
Χέρια μου μοναχικά
Καμιά φορά σας μπλέκω να κάνετε παρέα
Χέρια μου εκεί που τελειώνετε
Τα πουλιά που ταΐσατε
Ό,τι κι αν ποτίσατε
Αγκίδες τα χάδια έμειναν.
Ο-έ
Λαλιά ανθρώπου απελπισμένου
Κραυγή και σχισμή του ονείρου
Κι ξάφνου τα νύχια του σκύλου πάνω στις πλάκες
Κι η νοσταλγία ξεχειλίζει στάζοντας δάκρυα.
(ΔΙΑΥΛΟΣ, 1953-1957)
ΑΝΟΙΞΗ 1980 μ.Χ.
Ξέφτια της άνοιξης πολύχρωμα
Να τα χαρίσω κουρελού στη Μοναξιά μου
Χρόνια τα δάκρυα σκάψαν τη δική τους ποταμιά
Που χάνεται μες στο φαράγγι των ονείρων
Μα οι πέτρες δε μαλάκωσαν κι ας ήπιαν τόσο αίμα
Μόνο χαλάσματα ναοί γραμμένοι στο συναξάρι των ανέμων.
Ψηλά περνά ο Θάνατος καλοντυμένος μέσα στ’ αεροπλάνο
Αλλάζει μορφές όταν πλησιάζει τσιμεντένιες κορυφές
Φοράει γάντια και κρατά τους χάρτες απλωμένους
Με τους φονιάδες γύρω του σκυμμένους
Ν’ αντιλαλήσουν οι ψυχές στο τελευταίο Φως.
(ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΕ ΣΤΑΣΙΜΑ, 1978-1982)
ΜΟΥΝΤΕΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ
(1935-2000)
ΣΧΟΛΙΟ
Η ποίηση είναι μια έκφραση ευγνωμοσύνης
δίνει προέκταση στον έρωτα και στο Θεό.
Ανάμεσα στο κίνητρο και την υποταγή
η ποίηση επισημαίνει
το αιώνιο παράπονο του παιδιού
τη βαθιά μοναξιά του εργένη
τη μάταιη σκόνη των πράξεων.
ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑΣ
Απώτερος σκοπός του λυρισμού μου
ήταν ανέκαθεν
να ξεκοιλιάζει μορφάζοντας
την ιδέα.
Γι’ αυτό ελπίζω
ότι τα επιτεύγματά μου
θα εκραγούν μια μέρα
σαν πυροτεχνήματα παιδικά.
Προς το παρόν άραξα στον όρμο του αλλατιού.
Η απογύμνωση της κίνησης
δίνει έναν ήχο παγερό.
(Το προεγώ: ύλη και χάος
λύπη από γρανίτη
στεναγμός από ατσάλι.)
Μέσα στα σκοτάδια των χαμηλών νερών 0
είναι το σπέρμα του φωτός.
ΤΑ ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ
Άργησε να καταλάβει πως ο ουρανός
είναι φυτό φυλλοβόλο.
Έφταιξε η μακριά διαδικασία
να ξεντυθεί τον παλιόν άνθρωπο
καθώς το φίδι το πουκάμισό του.
Τώρα πια χειρίζεται το χρόνο
κατά πως του αρέσει.
Πέρασε τα σύνορα της ονειροκρατίας.
Μας περιφρονεί. Αφήνει κάτω από τις
πόρτες μας αντί για επισκεπτήρια
στελέχη των αεροπορικών του εισιτηρίων.
Βρίσκεται κοντά στην απόγνωση του Θεού.
Δεν μας φοβάται πια.
Έπνιξε τη σκοτοφοβίνη, που είναι
ο φορέας του μηνύματος του φόβου
– αυτό υποστηρίζει ο καθηγητής κύριος Ουγκάρ.
Ούτε και τα αισθήματά του πια φοβάται.
Στο ίδιο μελέτημα πληροφορήθηκε
πως τα αισθήματα δεν είναι
τίποτε άλλο παρά απλές
εκρήξεις αμινοξέων. Και όχι μόνο αυτό.
Κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει
ολόκληρο το χημικό κώδικα
και των δικών μας συναισθημάτων.
Δε μας φοβάται πια. Οι λέξεις του 0
κριθαρένιο ψωμί κι οι αριθμοί του
όλοι θετικοί, με ρίζα.
Τετραγωνική, κυβική, νιοστή ρίζα.
Του ετοιμάσαμε έναν ουρανό γεμάτο πύον
έναν καιρό σαν κακοφορμισμένη πληγή.
Εκείνος άνοιξε την πόρτα του
στον άνεμο. Ήταν ντυμένος
με την ερημιά των προφητών.
Μας χαμογέλασε γιατί δε φοβάται
την πτώχευση. Έχει το κριθαρένιο ψωμί
είναι ο προμηθευτής των χαρταετών.
Έχει ανοιχτή την πόρτα του στον άνεμο.
Δεν κρυώνει. Τον ντύνει η ερημιά
των προφητών.
(ΤΑ ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ, 1982)
ΑΣΜΑ ΠΑΙΔΙΚΟ
Εμπιστευτείτε το άσμα
που αναμέλπεται μέσα σ’ ένα παιδικό δωμάτιο
κράμα από νανούρισμα και κλάμα.
Εξορκίζει το σκότος
τους αιώνες της πίκρας
σαρώνει σαν μελτεμάκι
τους βαριούς ήχους των βασανισμένων.
Είναι στην αρχή πορφυρό
ύστερα κίτρινο, ύστερα λευκό
κι ύστερα γίνεται θαλασσάκι
και μας προσκαλεί
κι απλώνεται στους δρόμους των περάτων
στους πέντε ανέμους των θλιβομένων.
Κυλάει διαπεραστικό στα πνεύματα
και στα κορμιά
σαλεύει μέσα στις νύχτες
γίνεται φτερούγισμα συννεφιάς
και λαμπερό νερό
και αστράφτει μέσα στο χειμώνα
φορτωμένο πορτοκάλια και πουλιά
χιλιάδες μάτια δακρυσμένα
και ονόματα ποιητών
που ακόμα δεν το ’χουν καταγράψει.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Οι ουρανοί διηγούνται το παρελθόν
ποτίζουν τα βουνά των αρωμάτων.
Τα παιδιά μας αγαπούνε με τα μάτια
βοηθούν την ευκρασία των αέρων
την ευφορία των καρπών της γης.
Κάποτε μας φαίνονται ασήμαντα 0
αλλά δέονται υπέρ πλεόντων, οδοιπορούντων
νοσούντων, καμνόντων, αιχμαλώτων.
Είναι δροσερά
τα κορμάκια του μυρίζουν ροδόσταμο
μιλούν τη γλώσσα του Ωκεανού
τρυφερά σαν το χιόνι.
Οι ουρανοί απειλούν το κλίμα του μέλλοντος.
Τα παιδιά είναι το φιλοδώρημα
του Θεού
στα όνειρά μας που σαπίζουν ατρύγητα
στο σκοτάδι.
ΚΟΙΜΗΣΗ
Μια έρπουσα οδύνη
εξαρθρώνει τον ύπνο μου
εδώ κι εκατοντάδες χρόνια.
Το στρώμα βρώμικο
τα τεχνάσματα ξεπερασμένα
χυμένο μολύβι στο γέλιο των παιδιών.
Πώς να κοιμηθείς;
Μητέρα της πληγής
φερμένη από τον καταρράχτη των δακρύων
βρέχεις το πρόσωπό μου
απλώνεις τις πάνες τ’ ουρανού
στη βρεφική μου μνήμη.
Αναβρύζει κάποια δροσιά
Μητέρα. Ορθρίζει.
(ΝΗΠΙΟΒΑΠΤΙΣΜΟΣ, 1992)
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑ
(1953)
Ο ΚΗΠΟΣ
Ήρθε η άνοιξη. Ακούω τον άρρωστο που σέρνει
Τη ρόμπα του μες στους πανσέδες.
Κι η μπουκαμβίλια κρεμασμένη απ’ το μπαλκόνι
Σαρώνει ελαφρά τη γη.
Πώς, λοιπόν, και με τι να ζήσω;
Έζησα με το καθετί
Κι αυτό ποτέ δεν ήταν κάτι
Όπως είναι κάτι ένα πουλί
Πάνω στο φράχτη με τα γεράνια.
(Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΝΑΙΔΟΥΣ, 1991)
ΛΕΝΕ
Μην είδατε το πέτρινο πουλί;
Μη φάνηκε ο βασιλιάς
Του Κάτω Κόσμου;
Όχι. Είδα ένα πουλί εκεί, στα ψίχουλα.
Ένα γδυτό μωρό του τα ’ριχνε, όλο γέλια.
Είχε κορόνα στο κεφάλι.
ΚΟΡΙΝΘΙΑ
Ι
Απλώθηκε το μεσημέρι του Νοέμβρη
Επάνω στα φρεσκοπλυμένα λεμονόδεντρα
Κι ο γάτος, δεινά μουσκεμένος,
Να λιάζεται σε μια προσήλια πέτρα.
Άμεμπτα είναι τα έργα του Θεού,
Σιγοτραγούδησε ο καπνός από τις στέγες.
(ΤΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ, 1995)
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
Δες πώς συσσωρεύεται η κτίση
Κάτω απ’ το βλέμμα του ανθρώπου
Τι απομένει… Έν’ απέραντο σεντόνι.
Τις άκρες του θα σηκώσει μονάχος.
Τον μπόγο θα φτιάξει της κατοικημένης γης,
Ακόμη και της στέπας και της θάλασσας,
Στον ώμο του θα τον φορτώσει
Και θα φύγει.
ΤΟ ΗΧΕΙΟ
Κι όπως πήρε το χώμα και το φύσηξε,
Ζωή δεν ήρθε. Μα ένα σφύριγμα
Όπως μέσα από κούφιο καλάμι.
Αλλά ένας ταπεινός επενόησε
Τον αυλό.
Κι ένας άλλος
Τον στρόβιλο του αέρα μέσα από ένα
Χρόνια παρατημένο χωριό
Και πως, περνώντας ο ταξιδιώτης
Κάτω από τα κρεμασμένα παράθυρα,
Σφίγγεται στο σακάκι του
Κι όλο σφυρίζει ένα σκοπό
Που ο κουρνιαχτός κουκουλώνει.
(ΦΟΡΤΙΟ, 1997)
ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, ΙΙ
Ποιος είναι μέσα στη λαγοφωλιά;
Ποιος είναι μες στη μυρμηγκότρυπα;
Ποιος τρέχει στη στοά του αρουραίου;
Τι είναι αυτό με τα φύλλα;
Τι είναι αυτό με τα φτερά;
Πώς σέρνεται αυτό που σέρνεται στο χώμα;
Ανοίγει τα μάτια του διάπλατα
Ένας εγκέφαλος πλυμένος με πείσμα
Και βλέπει άσπρο, κάτασπρο πανί
Τον κόσμο.
ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΓΥΡΩ
Μεγάλες ώρες τα γης που αποδημούνε
Σε δευτερόλεπτα των χωραφιών.
Εδώ χτύπος του ρολογιού κανένας.
Κανένα έμφυτο ωράριο.
Οι λόφοι, τα βουνά δείχνουν δώδεκα.
Ο κάμπος αθέριστο μεσημέρι.
Μα τα χνάρια από τις πατημασιές στα ουράνια
Δείχνουν πως τρέχει να γλιτώσει τη δίκη του
Ο Μεσσίας.
(ΛΙΜΟΣ, 2007)
ΤΟ ΚΟΥΤΙ
Όταν ανοίγω τον ουρανό, το βρίσκω
Το κρύο ρόδο που μ’ έσπειρε.
Μα όταν το κλείνω, τίποτε.
Ούτε άνθισα ούτε έχω γεννηθεί.
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΒΛΕΠΩ
Ποιος ξέρει πού γυρίζει, τέτοια νύχτα,
Του πατέρα μου η παιδική ηλικία.
Χωρίς φωνή και χωρίς βάδιση κι όμως,
Αν κρίνω από τα δάκρυά του, ο θεός
Του επιτρέπει να τη θυμάται,
Ο στυγερός, αφού τον κρέμασε πρώτα
Μ’ ένα καρφί από το πίσω του κρανίου του.
ΑΝΑΠΝΟΗ
Ώρες της εξοχής υπερούσιες,
Όταν η βλάστηση την αντοχή σου καταπίνει
Και γίνεσαι άθυρμα των περιστάσεων
Και η γη, νερό χορτάτη, σε περιέχει
Και το πουλί πετάει από το ’να κλαρί στ’ άλλο
Σαν μια βασανισμένη θεότητα
Που επιμένει να θαυματουργεί…
(ΠΩΣ ΑΥΤΟΚΤΟΝΟΥΝ ΟΙ ΑΣΣΥΡΙΟΙ, 2009)
ΕΜΠΡΑΚΤΩΣ
Αν ο χρόνος είναι σκέψη,
Ο τόπος μου είναι το νόημα.
Τα μέσα μου είναι τα φτερά
Και ασαφής ο σκοπός μου.
Αν ο σκοπός είναι ο χρόνος μου,
Η σκέψη μου είναι τα φτερά.
Το νόημα είναι τα μέσα μου
Και ακαθόριστος ο τόπος.
Αν τρέμει το νερό στην πηγή του,
Το κλάμα εκείνου που διψά δεν ακούγεται.
Κάποιος πέταξε και του ’φερε να πιει,
Για να ’χει η σκέψη του νόημα.
ΟΣΟ ΒΛΕΠΩ
Μην είσαι τόσο λυπημένη, θάλασσα.
Θα φύγω, ναι, αλλά στα χέρια μου
Σαν νύφη θα σηκώσω την παλίρροια.
Ποιος ξέρει γιατί πρέπει ο άνθρωπος
Να έχει σταθεί ένα πρωινό μπροστά σου
Με τη συνείδηση δραστήρια. Τα νεύρα
Πάνοπλα ενώπιον των χρωμάτων.
Γιατί να πολεμά την ταπείνωση,
Το φόβο, το θυμό, τον μάταιο κόπο,
Γιατί να χρειάζεται να αναγνωρίζει ποιον
Ξεβράζει μπρος στα πόδια του το κύμα.
Ο ΔΥΤΗΣ
Βρίσκω έναν κόκκο αλήθειας στο απόγευμα.
Έχει τουλάχιστον παραδεχτεί το ανάστημά του.
Πίσω του ώρες υπακοής και αγωνίας.
Σπίτι του πάει με κοντά ποδάρια.
Δεν υπάρχουν εκεί μονάχα αμφιβολίες.
Γέρικο κατοικίδιο η νύχτα.
Γνώριμη μυρωδιά, παλιά παιχνίδια.
Ένα ποτό μπορεί να φέξει στα σπλάχνα
Μετά τη γκρίνια, πριν την οδοντόκρεμα.
Σαν μια τρυπούλα νεροχύτη η άβυσσος,
Φτύνει τα ψέματά του και βουτά.
(Ο ΤΡΟΜΟΣ ΩΑ ΑΠΛΗ ΜΗΧΑΝΗ, 2012)
ΣΚΥΛΙΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ
Άπειρα μίλια μακριά απ’ το σπίτι
Ταχτοποιώντας την κλωτσιά όπως όπως
Κοιτάζουν το όργανο της τάξης με τον τρόπο
Εκείνου που δεν έχει ιδέα τι άλλο
Να σκέφτεται γι’ αυτόν ο Κύριος
Και ποιος
Μπορεί
Να Του προτείνει
Τι.
ΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ
Ήρθε και κάθισε δίπλα μου
Με μια ζακέτα από λέπια
Κι ένα ζευγάρι ασημένια γόνατα.
Η θάλασσα μετρούσε στα πόδια του
Χαρτονομίσματα.
Επέμενε να τον εξαγοράσει
Αυτόν τον ανυπόφορο Ύπνο.
(ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΨΩΜΙ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ, 2014)
ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΤΟΚΟΣ
(1963)
ΠΑΡΑΘΑΝΑΤΙΟ
Τι φλύαρη γυμνότητα
τόσα κορμιά στον ήλιο
Και τόσα βήματα στην άμμο
αποσιωπητικά
μιας ζωής που δεν…
Γλείψε με κύμα όψιμο
μπλάβο σκυλί του απείρου
Και τράβηξέ με να χαθώ
στη σκοτεινή σου αγέλη
Είμαι ο παραθαλάσσιος
είμαι ο παραθανάτιος
ψυχών
ναυαγοσώστης
Τα βράδια δεν ονειρεύομαι
ρεύομαι μόνο
πραγματικότητα
(ΤΑ ΑΛΕΚΤΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, 1994)
ΕΩΘΙΝΟ, Ι
Το φως της καινούργιας μέρας
μια ανακοίνωση στο τζάμι
Το τζάμι μι’ αποκρυστάλλωση
αυτού που μεσολαβεί
Πάλι αδιάβαστη θα μείνει η γραφή
πάλι αδιάβατη η μέρα
Τα πάντα είναι κοντινά
κι όμως πολύ πιο πέρα
ΕΩΘΙΝΟ, ΙΙ
Η κάθε καινούργια ημέρα
ακουμπάει έναν καθρέφτη στα τζάμια μας
Ό,τι κοιτάμε
μας κοιτάζει με τα μάτια μας
Όσο αναπνέουμε ο καθρέφτης θαμπώνει
δεν βλέπουμε το είδωλό μας
Αν κρατούσαμε την αναπνοή μας σαν δύτες
τότε θα διακρίναμε
πίσω απ’ το θάμπος του ορατού
πόσο βαθιά μας έχει κρύψει
η προφάνεια
Ο ΙΣΟΡΡΟΠΙΣΤΗΣ
Ίσως η μόνη μας ψευδαίσθηση
να είναι η πραγματικότητα
Κι ίσως αυτός που ισορροπεί
στο τεντωμένο νήμα της προσήλωσης
σ’ ένα σημείο απροσπέλαστα θαμπό
βαθιά μέσα στην όραση
σα να κοιτάζει μεσ’ στο ίδιο του το κοίταγμα
ίσως αυτός που ισορροπεί πάνω απ’ τη λήθη
αυτών που φέραμε κοντά απλώς για να τα ξεχάσουμε
ίσως αυτός μόνο γνωρίζει
καθώς την πτώση του ωριμάζει
ότι το δίχτυ που από κάτω απλωμένο τον γλιτώνει
είναι το ίδιο που μετά
τον κουκουλώνει σαν θήραμα
ΠΟΙΗΤΙΚΗ
Ο εθισμός στο κοίταγμα το καθημερινό
το πάντα ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι
το πάντα ατεκμηρίωτο απ’ τ’ αντικείμενό του
το κοίταγμα που δεν βλέπει
και επιστρέφει άκαρπο λάμνοντας σ’ άδεια μάτια
την όραση απονευρώνοντας
λες και της θέας τα’ άδειο δέμα
κάνει μετάσταση στο βλέμμα
το κοίταγμα ετούτο σε τυφλώνει
Έτσι τραβιέσαι απ’ τα τζάμια
και επιστρέφεις στο τραπέζι
στην παγωμένη διάταξη των κύβων
στο παζλ που πια κανείς δεν παίζει
χαλάς την έτοιμη εικόνα
κι αλλάζεις θέση στα κομμάτια
γυρεύεις το συνδυασμό
που ξεκλειδώνει το ορατό
ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ
Κάθε εργαλείο
κάνει πιο λείο τον κόσμο
Και κάθε μέρα που περνάει
ο κόσμος γλιστράει πιο πολύ
μέσ’ απ’ τα χέρια μας
(ΚΥΛΙΟΜΕΝΟ ΦΩΣ, 2001)