Ποίηση γα τον Φεβρουάριο (Μ. Ελευθερίου, Γ. Χρονάς, Κ. Μπουρναζάκης, Π. Γκολίτσης)

0
4837

 

Του Θανάση Χατζόπουλου (Η  ανθρωπογεωγραφία του Φεβρουαρίου, Μ. Ελευθερίου, Γ. Χρονάς, Κ.Μπουρναζάκης, Π. Γκολίτσης).

 

 

ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ

(1938)

 

ΟΨΕΙΣ ΑΔΗΛΩΝ ΤΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ

 

Προσπαθούσα χρόνια να μεταφράσω αισθήματα ˙

ο χρόνος έλεγα, προηγείται του ρήματος

και το πληθυντικό σου πρόσωπο

πίσω από λέξεις ανασαίνει.

 

Γραμματική της στέρησής μου, που όλα τα ’θελες

χωρίς Κανόνες,

σ’ αυτό το λεξικό σε βρίσκω σκάρτη.

Ο έρωτας είναι το ρήμα που ακολουθεί

για τη ρεμπέτικη λογιοσύνη μου.

(ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ, 1978)

 

ΞΑΝΑ ΜΕΣ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ

 

Αιμορραγούν ξανά μες στο μυαλό

τα βρέφη που υπήρξαμε.

Η πιθανότητα μιας άλλης μέρας

ή μιας απόλαυσης άγνωστης που ανήκει στα δέντρα ίσως

δεν είναι σύμβολα κι ερείπια αισθημάτων.

 

Όσοι παλέψανε μονάχοι με τον κίνδυνο

με το ουράνιο τράνταγμα μιας σκέψης νοητής

προμήνυμα μιας άλλης δύναμης ή μιας ξεχωριστής ευτυχίας

θα καταλάβουν.

 

Σ’ αυτό τον τόπο θα μας κομματιάσουν.

(ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΠΗΓΑΔΙ, 1983)

 

ΕΠΑΡΧΙΑ

 

Ζω σε μια πόλη ξεπεσμένου ελληνισμού.

 

Αγγίζοντας κι εγώ το χρόνο κάποτε

μιας φονικής χαράς

τινάχτηκα σα ν’ άγγιξα ηλεκτροφόρα σύρματα.

 

Σ’ αυτό τον τόπο που τρέχουμε όλοι πανικόβλητοι

σαν τα παράνομα ζευγάρια σ’ ένα φλεγόμενο ξενοδοχείο.

 

Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ

 

Αιμορραγούν οι αισθήσεις όταν θυμόμαστε.

 

Επιθυμίες και φιλιά γδέρνουν τη μνήμη.

 

Χιόνι σπαράζει και χρυσάφι.

 

Παιχνίδια ενός τυφλού παιδιού που παίζει.

(ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΕΡΑ, 1987)

 

Ω ΦΙΛΟΙ, ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ

 

Φίλοι παλιοί χρυσάφι παλιό

χρόνια κρυμμένοι στις σκιές

το θάνατό τους τον μαθαίνουμε απ’ τις εφημερίδες.

 

Στα μαγεμένα σπίτια τους είχαν καθρέφτες σκοτεινούς.

Τα βράδια ντύνονταν πτηνά να ξεγελούν τους ουρανούς.

Νιώθαν ασφάλεια μες στις χαράδρες του έρωτα

ύψωναν πόρτες στις ερήμους

κυκλοφορούσαν μόλις νύχτωνε σαν αυτοκράτορες.

 

Με τόσες μάσκες, μεταμορφώσεις και μονόλογους

δε φταίει κανείς που χάθηκαν μέσα σε τόσους ρόλους

μήτε που τρίζει το βασίλειο σαν το σπασμένο καναπέ.

 

Ω φίλοι, φίλοι μου,

μιλήσατε τα ελληνικά σαν τα ξερά φύλλα της λεύκας

στον αέρα

 

ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΨΥΧΗ

 

Όχι μονάχα εκείνο που είμαστε κι ό,τι απόμεινε από μας

ή ό,τι αγωνιζόμαστε να φαίνεται

 

αλλά μαζί μας σέρνουμε και τις μορφές των άλλων

που με τα χρόνια γίνονται ίσκιος ανάμνησης

 

μαζί μας σέρνουμε σημάδια και κομμάτια τους

το αίμα, την αγάπη τους, την περιφρόνησή τους

τα πάθη και τα μίση τους και την εκδίκησή τους

αυτά που χάσαμε σε τρόμους και κινδύνους–

 

όσα κερδίσαμε σε μάχες βιαστικές, τυραννικές

κι όσες μας έδωσαν χαρές περαστικές οι αθάνατοι.

 

Έτσι σιγά σιγά χτίζεται σώμα και ψυχή.

Έτσι σιγά σιγά το πρόσωπό μας.

 

ΤΟ ΜΠΛΕ ΠΟΥ ΓΥΡΕΥΑ

 

Το μπλε του κόσμου γύρευα

και καθώς ενόμιζα πως κουβαλούσα το αεράκι

του μέλλοντός μου

είδα το χιόνι των ερώτων ανθρώπων μακρινών

και να ματώνουν τα πνευστά και να ιδρώνουν θάνατο

 

και τα σώματα να γίνονται μοίρα

με τη μνήμη μας ένα ποτάμι θηρία που αστράφτει

κατηφορίζοντας στα μεγάλα βουνά των ανθρώπων.

 

ΣΧΗΜΑΤΑ ΘΗΡΙΩΝ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΓΕΡΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

 

Νεκρό νερό στο ποτήρι. Τα φάρμακα στο συρτάρι.

Μυρίζει χρόνια κι αέρας με χρόνια και σκόνη.

Σχήματα θηρίων κάτω απ’ το σεντόνι.

Σχήματα μιας ανάμνησης σωμάτων

και σχήματα μιας νύχτας των κυμάτων.

 

Στο ταβάνι ξαφνικά μια δοξαριά νερού.

Δόξα του ήλιου τη στιγμή που άγγιξε το ποτήρι.

(ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ, 1997)

 

ΥΠΕΡ ΑΝΑΠΑΥΣΕΩΣ

Μνήμη Μαρουσώς Κοτσολάκη

Ακουστά την είχα τη νοσταλγία

νομίζοντάς την άγρια τριανταφυλλιά

στο τοιχαλάκι της νεότητάς μου.

 

Μαθήτρια του Τέλλου Άγρα σ’ ένα σχολείο

λησμονιάς

 

με τους κινδύνους και τους τρόμους

των ζώων του δάσους.

 

Ακουστά την είχα τη νοσταλγία.

Ώσπου γύρισες από τον Άδη φαρμακωμένη.

 

Για την ώρα ο θάνατος έχει συμβεί

μόνο στους άλλους.

 

ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

 

Σαν να ’ταν αύριο που θα γίνονταν όλα.

 

Και το αναμμένο φως στο κομοδίνο

να ξορκίζει και να αναβάλλει το θάνατο.

 

Κι έτσι σιγά σιγά που γέρνεις και γερνάς

στο θάνατο του ύπνου

μόλις εκείνες τις στιγμές καταλαβαίνεις

ότι γνωρίζεις όλες τις παλιές αλήθειες

αλλά ποτέ δε θα μπορέσεις να τις αποδείξεις.

 

Αχ πόσα μας επιφυλάσσει ακόμη

το παρελθόν.

(Η ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ, 2003)

 

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ

(1948)

 

ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΜΥΗΜΕΝΟΥΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ

 

Εκείνοι που γεννήθηκαν για ν’ ανήκουν στον κάτω κόσμο

δε θ’ αγαπηθούν όσο και να το γυρεύουν, δε θα υπάρξουν ποτέ

παρά σε κάτι μικρές στο χρόνο ιστορίες ασήμαντες.

Ένα πρωί θ’ ακουστεί ο δικός τους θρήνος στο δρόμο

με τα κόκκινα ρόδα θα φύγουν για τον Κεραμεικό – μάνες μαύρες,

φίλοι μαύροι, τυφλοί οργανοπαίχτες.

Η ταφή ήταν εικονική. Αυτοί γεννήθηκαν για ν’ ανήκουν στη γη

κάτω από το χώμα.

Γη που τους σκέπασες, κράτα τους γερά. Χώμα μαύρο, σκόνη της Πομπηίας

στείλε τους νερό για τα χείλη όταν διψούν μέσα στη νύχτα ή όταν

στο μεσημέρι γυρνούν απέραντα μόνοι.

Νύχτα που τους θανάτωσες για πάντα. Εκείνοι που γεννήθηκαν

για ν’ ανήκουν στον κάτω κόσμο δεν έζησαν.

(ΒΙΒΛΙΟ 1, 1973)

 

ΝΥΧΤΑ ΘΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΟΥΜΕ

 

Νύχτα θα επιστρέψουμε στα σώματά μας

το ίδιο ανύπαρκτοι όπως όταν ήμασταν εντός των.

Τότε σαν σκιές θα διαφεύγουμε, τότε σαν από άλλες τύψεις

κυνηγημένοι θα πεθαίνουμε.

Μάταιες οι ματιές που θα μας περιμένουν. Μάταια τα σώματα

που μας ζητούν. Εμείς δεν θα είμαστε πια εμείς.

Θα είναι άλλοι πίσω από εμάς. Μπροστά από εμάς. Τίποτα.

Εμείς πια δεν θα έχουμε παρά ένα πρόσωπο μέσα στη νύχτα

αυτό το αποτυπωμένο στα χαρτιά τους πρόσωπο δεν θα είναι

το δικό μας.

Εμείς θα διαφεύγουμε από το πλήθος φορώντας γυαλιά,

δίχως μάτια θα διαφεύγουμε από την ομίχλη, τα δέντρα θα

διαφεύγουμε.

Χωρίς υποψίες μπροστά στα παράθυρα θα αλλάζουμε

τα πουκάμισα, τις αθλητικές φανέλες. Έφυγε ο Παύλος, θα ρωτάμε.

Στα λεωφορεία θα μπαίνουμε. Θα κατεβαίνουμε στις αποβάθρες.

Δίχως επιθυμίες θα πίνουμε. Δεν θα βλέπουμε όνειρα.

Δεν θα βλέπουμε καράβια να περνούν στο βάθος των υαλοπινάκων.

Τραίνα να μακραίνουνε τους τόπους. Το θάνατό μας δε θα βλέπουμε.

(ΟΙ ΛΑΜΠΕΣ, 1974)

 

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

 

Υπάρχουν γυναίκες που ακολουθούνε κηδείες

Πριν να γεννηθούν ακολουθάνε κηδείες

Φορώντας μαύρα πανωφόρια, πράσινα κομπιναιζόν

Μονάχα φορώντας τη ρόμπα τους

Στα δάχτυλα μια βέρα, ένα ψεύτικο δαχτυλίδι

Τα μάτια τους δεν έχουν άλλους κύκλους

Άλλα στεφάνια πένθιμα να αποθέσουν.

 

Υπάρχουν και γκαρσόνια

με σταθερές κινήσεις χορευτικές

στα μαύρα πρόσωπα των πεθαμένων

κόκκινα ρόδα βάζουνε

Σάββατο παρά Σάββατο

Τετάρτη παρά Τετάρτη

Περνάνε και πάνω από τους τάφους τους καπνίζουνε

Σκύβουν σα να φιλάνε ψεύτικες βλεφαρίδες καστορένιες

Άλλοτε μαζί τους σέρνουνε θείες ή ξαδέλφες, κάποια Νότα

απ’ τη Χαιρώνεια.

 

Καθώς η πόλη αποτραβιέται σε εσωτερικούς χώρους

σε κλειστές τζαμαρίες δίχως ήχους παραγγέλνει

Σε δικούς τους τόπους συναντιώνται

καλά κλεισμένοι από τις επιτυχίες των ακιρών.

 

Σε διαδρομές παρόμοιες σπαράζουν.

 

ΤΟ ΜΠΑΡ J. S. BACH

 

Με το κρύο μικραίνουνε τα δάχτυλα

Πέφτουνε τα δαχτυλίδια των νεονύμφων

Αυτών που πέρασαν τα χρόνια μαζί

χάνονται

Αλλάζουν όψη τα κορίτσια στο μπορντέλο

Τα σώματα χαλαρώνουνε μετά από δυνατές

ψηλαφήσεις

Οι μαγικές λέξεις δεν ακούγονται

Οι σάλες γεμίζουνε άγνωστους, με πεθαμένους φίλους

τα μαγειρεία

 

Τέτοια βράδια πυκνώνουνε οι τάξεις των αγνοουμένων

(απόσπασμα)

(ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΤΑΚΟΥΝΙΑ, 1979)

 

ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ

 

Ο Θεός της Ψυχασθένειας στο πρόσωπο ενός φτωχού νέου κρατάει γραφίδα και απειλεί να γράψει στην άκρη, επάνω, στο τέλος λευκού χαρτιού. Άγγελος από τα τείχη ψηλά φαίνεται αλλόφρων και ετοιμάζεται να σαλπίσει. Δύο βρέφη μπλέκονται στα πόδια του.

 

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΠΕΡΜΑΤΟΣ

                       

Ο θάνατος του πατέρα μου

Από την κηδεία του πατέρα μου έρχομαι

Κάντε στην άκρη.

Μπορώ να πω δεν τον αγαπούσα

Ποτέ δεν τον ήθελα

Πάντα είμαστε αντίπαλοι

Αλλά να, από την κηδεία του πατέρα μου έρχομαι

κάνει ζέστη και τον ξάδελφό μου

πάνω απ’ το φέρετρο είδα που έκλαιγε

πιο πολύ από μένα

 

Α΄

 

Λησμονημένος από φίλους και εχθρούς

κοιμάται με κλεισμένα τα παράθυρα

τοίχοι που καλά τον κρύβετε, σεντόνια εσείς

με τα πεθαμένα σχήματα των φυτών

τις φιγούρες των παράξενων αλόγων

έτσι καλά το σώμα του να κρατάτε

 

Β΄

 

Τι κι αν κοιμάται μονάχος και σωπαίνει

πείτε του,

γι’ αυτόν χτυπούν οι σάλπιγγες στα σιωπητήρια

γι’ αυτόν ηχούν τα πένθιμα εμβατήρια

των ραδιοφωνικών σταθμών

Πέρα στους δρόμους του Βερολίνου

στου Μπουένος Άυρες τα δέντρα

αργά πίσω από τζάμια θολά

η μοίρα του υφαίνεται

(Ο ΑΝΑΙΔΗΣ ΘΡΙΑΜΒΟΣ, 1984)

 

ΙΕΡΟΣ ΠΟΝΟΣ

 

Αισθάνομαι χωρίς προέλευση

χωρίς καταγωγή

όπου καταλήγω με καλύπτουν

οι μουσικές

οι φωτισμένες πλευρές των πόλεων.

Βαδίζω έξω από τα σύνορα

θέλοντας να συλληφθώ

και να ομολογήσω

ότι υπήρξα ένα τίποτα

ένας ιερός πόνος

στην ωμοπλάτη

(ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΩΝ, 1997)

 

 

 

 

 

 

 

ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΑΚΗΣ

(1961)

 

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

ΣΑΒΒΑΤΟ, ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Στην πόρτα του μοναστηριού αρχάγγελοι

Καλωσορίζουν τους προσκυνητές.

Έχουν στους ώμους πάχνη σεντεφιά

Στα χέρια τ’ αστερόκηπου τριφύλλι.

 

Πεχλιβάνηδες στους πάγκους –

Αγοράστε κι από μένα

Φυσαρμόνικες, πιστόλια, μπάλες, μενταγιόν

Κοκόρια, χαϊμαλιά τ’ Αγίου Τάφου.

 

Από την άπλα τη θυμαρωτή, μια πυρκαγιά

Στρωμένες πατανίες κι αρτοφόρια.

Ποιος πρώτος και ποιος δεύτερος

Την πλάση σκέπει Εκείνη κι αγγελοκρουστή.

 

Μια προσευχή μοιράζεται. Μια προσευχή

Με φοινικιές, μαύρες πληγές και σκαλοπάτια

Σιγοτρέμει καίει τον ουρανίσκο

Τρυπά το θόλο και σπιθίζει προχωρώντας.

 

Όλα γίνονται. Καινούργιος ουρανός

Τον κόσμο αδελφώνει. Το γέλιο, το δάκρυ

Κι η μάσκα της Ανατολής. Ναι σήμερα ο ήλιος

Δε νοσταλγεί τη ζωή κανενός μας.

 

Ασβεστωμένα τείχη ψηλά κι χαμηλά.

Έξω ποτάμια λεμονιάς. Όπου αχτίδα κι ίσκιος.

Μ’ ένα μενεξεδί λουλούδι στα μαλλιά, η Αννίκα

Στροβιλίζεται, γεννιέται και πεθαίνει

Στα ρίγη της λύρας κυλάει, κι εδώ κι αλλού.

(ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ, 1997)

 

ΠΡΑΣΙΝΟ ΑΣΤΡΟ

 

Πεισματωμένη κι ανυπάκουη λάμψη ρίχνεται

για να φυλακιστεί σ’ ένα απόμακρο αστεροσκοπείο.

Επάλληλες αναπαραγωγές της σαν αγκάθια,

ή φασματικά εξογκώματα, αν και πολύ δύσκολα

θα ’βγαινε νόημα φιλικό με το πριόνισμα

αυτής της τρομακτικής ωραιότητας.

Λείπουν καιρό οι ναυτικοί, αλλά κι εδώ,

στο μικρό βασίλειο της πλαγιάς, κάποια πυξίδα

υπάρχει, δείχνει το δρόμο στο μικρό σαλιγκάρι

που ανεβαίνει, δέχεται, συνεχίζει, δεν εξερευνά ˙

τέτοια ευπείθεια σε προεξοχές και κοιλότητες

ακόμη και στο χυμένο αλεύρι – μια κλωστή ζωής

που ταλαντεύεται απ’ το ελάχιστο στο αβυσσαλέο.

Διακεκομμένη ομολογία μουγκή εμπιστοσύνη ˙

στη μεγάλη πυρκαγιά αυτής της νύχτας

σε κάθε ρωγμή σε κάθε γυμνό μέτωπο:

αστήρικτο τρυπώνει ένα πράσινο άστρο.

 

ΤΟ ΦΥΛΑΧΤΟ

 

«Όλοι ενδίδουν», είπες ξαφνικά, «σ’ αυτή

την ακαθόριστη ηλικία, χωρίς αποσκευές,

χωρίς προορισμό, σχεδόν χωρίς θλίψη.

Δεν κινδυνεύομε άλλο από την ασυμπλήρωτη

νεότητα, από το φυσερό και τ’ αμόνι της».

 

Ανέτοιμος βρέθηκε στους φωταγωγημένους

δρόμους, η πολυώροφη μοναξιά πετούσε

τ’ απομεινάρια μιας θύμησης ψαλιδισμένης

που μόνη παρηγορία είχε ένα παμπάλαιο

σφύριγμα νύχτας παιδικών Χριστουγέννων.

 

Λιγόστεψε ο κόσμος, έμεινε μια φωτογραφία

με τσακισμένες άκρες, δειλές χειρονομίες,

κι ένα βάζο με κοντά μανουσάκια που απολήγουν

στο πιο αινιγματικό θρόισμα. Όμως δεν αμφιβάλλεις:

ένοικοι των θαυμάσιων μυστικών υπάρχουν ακόμη.

 

ΑΝΤΙΚΑΤΟΠΤΡΙΣΜΟΙ

 

Θριαμβικά μεσημέρια ˙ στις πέτρες του νερόμυλου

τρεις τσαλαπετεινοί ηλιακά ρολόγια. Ανάμεσα

στους φράχτες και στην πόρτα του σπιτιού σου

επίμονοι αντικατοπτρισμοί απ’ τα ρυάκια

του ύπνου. Το τρέμουλο της θάλασσας

αγνοεί τα ερείπια, θρυμματίζει την ακινησία ˙

στη θολωτή ομιλία των φυλλωμάτων

γέλιο περαστικό ξεσηκώνει τους κάλυκες

με τα ωραία ονόματα γεμίζοντας τον άνεμο

σπίθες αγάπης. Κοχλάζει το αίμα ˙και τώρα

τι θα ’λεγες αντί να ζητάς το καταφύγιο

με τις αθρόες αντιφάσεις, να πάρεις ξανά

τη χάρτινη πανοπλία και τον κόκκινο

σκούφο σου, κι ενώ θα σ’ ακολουθούν

πειρατές κι ακόπαστα βέλη, να χτίσεις

στην αμμουδιά τις ίδιες αρχαίες πολεμίστρες,

να πιεις νερό απ’ την κελαρυστή πηγή,

και νυχτωμένα πια, μ’ ένα μικρό λυχνάρι,

έξω μ’ ορμή να βγεις απ’ τα’ όνειρό σου

και ν’ αλλάξεις τον κόσμο για πάντα.

(ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ, 2016)

ΕΝΝΙΑ ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ,

γ΄

Όπως χορευτικά το χέρι σου ποτίζει τα λουλούδια

ή μισοβγαίνεις απ’ τη θάλασσα κι είναι καταμεσήμερο,

γελώντας ξάφνου, η ομορφότερη – είσαι για μένα

η νοσταλγία που δε γνώρισα και τώρα πάει να μ’ αφανίσει

και μες στον κίνδυνο σε θέλω κι αν κάνω βήμα παραπέρα

ακούω το τρέξιμο του ήλιου κρουστό και μες στις φλέβες μου.

 

Κι όπως ξελύνεις την ανέμη των μαλλιών σου

είσαι για μένα ένα σταφύλι ρουμπινιών

λάφυρο γης αιματοστάλαχτης κι ελεύθερης.

 

Είσαι μια ρίζα τ’ ουρανού που κράτησα στα χέρια μου

λίγο να τη ζεστάνω ˙κι έγινες μόνο σε μια νύχτα η Δρυάδα

κι η μηλιά των όρκων, λεύκα μικρή των αστεριών – μείνε ˙

μες στις καρδιές μας φέρε κι απ’ την κλειστή γαζία στάλες Ανατολής.

 

Είσαι μια ήπειρος γυμνή που κολυμπά βαθιά στον ήλιο,

από τα φινιστρίνια των ματιών σου βλέπω ψηλά

μια πολιτεία ολόχρυση με δρόμους φιλντισένιους

που όποιος τολμά να κατεβεί θα ’βρει του φεγγαριού το πορφυρένιο πρόσωπο

κι όταν ανέβει, το περήφανο του ανέμου και της θάλασσας.

 

Όπου κοιτάζεις όλα παίρνουν τη μορφή σου

γη κι ουρανό κρατάς σ’ ένα φτερό και γράφοντας

με χρώματα, με χελιδόνια, με τραγούδια και με κύματα

το χρόνο ταξιδεύεις: γεμάτο ακρογιαλιές, ροδώνες κι αετώματα,

γεμάτο αγρίμια, χαραυγές, δάκρυα και κυπαρίσσια.

(ΕΝΝΙΑ ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ, 2016)

 

 

 

ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ

(1978)

 

ΤΟ ΧΙΟΝΙ

 

Μια αίσθηση ζωής

νηπιακής

παιδί πέφτω στο παιδί

που ήμουν

–σαν χιόνι–

και είμαι

μια αίσθηση εαυτού

που περιέχει

τα μελλούμενα

ως ήδη τελεσμένα

η απόσταση μειώνεται

τα χιόνια φεύγουν

αφήνουν πίσω τους

τσιμέντο

(ΤΟ ΤΡΙΒΕΙΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ, 20130

 

ΟΤΑΝ Η ΜΗΔΕΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΗ ΦΟΝΙΣΣΑ

 

Α! Ο καυλός μου πώς τον γιόρτασαν

τον γλέντησαν

σαν βασιλιά και σαν θεό

τον λάτρεψαν

χύνοντας πάνω του κρασιά

μυρωδικά, σαμπάνιες

μία μία στη σειρά

α χ ό ρ τ α γ α

καβάλαγαν τα κάλλη του

το αίμα του, το σφρίγος, τη ζωντάνια του

πηγή που ολοένα αναβρύζει

 

μα σκέφτομαι

τη Μήδεια και τη Φόνισσα

που σφάζουν και γκρεμίζουν τα παιδιά

δεν είχαν άλλη πρόθεση παρά

να εναντιωθούν

στο αίμα που διαδέχεται το αίμα

γενιά με τη γενιά

παίγνιο η ζωή –σε ξένα χέρια– σε συντρίβει

κίνηση ματ

σε λάθος ώρα η θηλιά

(πάντοτε λάθος η ώρα)

στον Μέρμερο στον Φέρητα

την σφίγγει μόνος του έχε γεια

«μάνα σ’ αγάπησα γιαγιά

σ’ ευχαριστώ που με τσακίζεις

απ’ τα βράχια»

(Η ΣΑΡΚΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΏΝ, 2015)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΕυγενία Μπογιάνου: Η κοινοτoπία του τραύματος (της Σ.Καλασαρίδου)
Επόμενο άρθροΤι είναι το Αμπερλουδαχαμίν (του Κίμωνα Θεοδώρου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ