Πιάσε το τιμόνι γίγαντα…. (του Ανδρέα Καρακίτσιου)

0
658

του Ανδρέα Καρακίτσιου(*)

Ο τίτλος του βιβλίου είναι και ακούγεται κάπως σαν σύνθημα σε άψογο τροχαϊκό μέτρο με μια δεσπόζουσα προστακτική που φωνάζει, ικετεύει και χαρακτηρίζει το μεγαλείο του χαρακτήρα/πρωταγωνιστή, που βρίσκεται στο κέντρο του μύθου και ανασταίνεται στηρίζοντας όλο το αφήγημα, τη δομή του και την πλοκή του.

Ο χώρος του εκτεταμένου αφηγήματος είναι η Νίσυρος, το όμορφο αιγιοπελαγίτικο νησί, το οποίο εγγράφεται στο αφήγημα ως τόπος δράσης,  υποστηρίζοντας την αληθοφάνεια της αφήγησης και στερεώνοντας την αυθεντικότητα του τοπίου. Ψηφίδες τόπου καταγράφονται στο κέντρο του αφηγηματικού χώρου, η δρακοσπηλιά, το λιμάνι και τα μικρά καφενεία στη χώρα.

Εκεί στη Νίσυρο ζει με τη μητέρα του και τη γιαγιά του την  πρώην καπετάνισσα ο Αργύρης, ένα άγουρο  παλληκαράκι που ακούει και στο όνομα  γίγαντας (παρατσούκλι). Ο πατέρας του, ο μοναχογιός της καπετάνισσας τους έχει εγκαταλείψει από καιρό, αφήνοντας πίσω του μόνο χρέη τεράστια και  ανυπέρβλητα οικονομικά προβλήματα για την οικογένεια του. Η γιαγιά του Αργύρη καταγράφεται ως ένα πρόσωπο συμβολικής αξίας, μια φιγούρα βουβή και άλαλη στα όρια της εξαθλίωσης και της μείζονος κατάθλιψης ( δεν αντέχει τη φυγή του γιου της, αυτή μια πρώην καπετάνισσα και πρώην πρώτη κυρία στο νησί). Στο νησί μένει επίσης και αγωνίζεται δίπλα της με νύχια και με δόντια, η μητέρα του Αργύρη. Παλεύει για να αντιμετωπίσει μόνη της χωρίς άλλη βοήθεια τις οικονομικές δυσκολίες, τα χρέη από τα δάνεια, τις τράπεζες και τις απειλές των πλειστηριασμών αλλά και τις κακίες και τα σχόλια των τρίτων. Συμπαραστάτης της οικογένειας και ιδίως του Αργύρη  στέκεται ως φύλακας άγγελος του (λειτουργεί σχεδόν  ως αναπλήρωση του πατρικού μορφοειδώλου) ο Παυλής, ο καπετάν γόης, ο βιωματικός και αδερφικός φίλος του πατέρα του. Με  τη βοήθειά του ο Αργύρης θα μπει στο δικό του καΐκι νωρίς, για να δουλέψει και να βοηθήσει την οικογένεια του.

Ο Αργύρης συνειδητοποιεί γρήγορα την πραγματικότητα και εισέρχεται σε μια απότομη και βιαστική ενηλικίωση κάτι σαν μια βίαιη και υποχρεωτική ωρίμανση. Καταφέρνει να πείσει τη μητέρα του για τη διακοπή των σπουδών του, την αναγκαιότητα να μπει στη δουλειά για να σώσει το σπίτι τους και αποφασίζει μόνος του να ρισκάρει και να ανακαλύψει το χαμένο θησαυρό, η ανεύρεση του οποίου σημαίνει την απαλλαγή τους από τα χρέη. Η ιστορία του «χαμένου θησαυρού», όπως και το αίσιο και ευτυχές κλείσιμο της περιπέτειας του Αργύρη είναι τα απαραίτητα αξεσουάρ (όπως και στις κλασικές αφηγήσεις), που στηρίζουν στέρεα την πλοκή των γεγονότων .

Εδώ τελειώνει ο μύθος του βιβλίου και ανοίγονται άλλα ερωτήματα ίσως περισσότερο ενδιαφέροντα, που αφορούν στη σύνθεση και στην ειδολογική κατάταξη του βιβλίου. Πρώτα- πρώτα ο μύθος έχει έναν αέρα η έναν μανδύα γραφής που θυμίζει τα παλιά λαϊκά μυθιστορήματα περιπέτειας, καθώς αναφέρεται σε κρυμμένους  θησαυρούς και περιπέτειες αναζήτησης σε μια εξωτική σπηλιά, σε πράγματα που αγγίζουν ή φαίνεται να κινούνται στα όρια  μεταξύ φανταστικού και πραγματικού.  Είναι ένας ενδιάμεσος χώρος που ορίζεται ως χώρος  του παράξενου ( strange/ étrange), καθώς δεν είναι η φαντασία η κυρίαρχη λειτουργία στην ύφανση των επεισοδίων, αλλά απλά ένας ελαφρύς τόνος μυστηρίου που εύκολα προσλαμβάνεται και ερμηνεύεται από το μικρό αναγνώστη. Με αυτόν τον τρόπο o μικρός Αργύρης, το αμούστακο παλικάρι και ο κεντρικός ήρωας, λειτουργεί ως σύστημα γνώσεων και μοντέλο συμπεριφοράς για τους μικρούς αναγνώστες, εφόσον υπερβάλλει εαυτόν και αντιμετωπίζει τα στοιχεία της φύσης χωρίς  να έχει υπερφυσικές ικανότητες αλλά απλά με ψυχή και καρδιά με συναισθήματα και αξίες. Προβάλλεται έντονα η εικόνα ενός παιδιού, που εργάζεται σκληρά κάτω από αντίξοες συνθήκες χωρίς καν τη συναισθηματική κάλυψη μιας οικογένειας, χωρίς ακόμη να έχει ενηλικιωθεί.

Στη συνέχεια βεβαίως ο προσεκτικός και «έντιμος» αναγνώστης ανιχνεύει στον κεντρικό ήρωα  τον Αργύρη και γενικότερα σε όλο το κείμενο τα περισσότερο ορατά  χαρακτηριστικά ψήγματα και στοιχεία πραγματικότητας. Έτσι ο απόηχος της κρίσης εισβάλλει  στο κείμενο και στοιχεία σύγχρονης πραγματικότητας και αντίστοιχου προβληματισμού συνυπάρχουν σε ένα μεικτό ντεκόρ μυθοπλασίας, παράξενου και πραγματικού.

Τα μορφολογικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά του αφηγήματος, τα ιδιότυπα γνωρίσματα του Αργύρη (ηλικία, τρόπος σκέψης, τρόπος πρόσληψης) παραπέμπουν σε ένα εκτενές παιδικό αφήγημα, 80 σελίδων περίπου, και κατατάσσουν το βιβλίο στον αστερισμό του παιδικού μυθιστορήματος.  Ταυτόχρονα, φαίνεται ότι το βιβλίο της Έλενας Αρτζανίδου επιδιώκει, είτε εξαιτίας των ειδολογικών χαρακτηριστικών γραφής και σύνθεσης, είτε για λόγους μορφολογικούς (ποσότητα σελίδων,  γραμματοσειρά, εξώφυλλο, ενδιάμεσες εικονογραφήσεις σε κάθε κεφάλαιο), να στοχεύσει σε ένα ηλικιακό κοινό με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.

Τελικά, το βιβλίο «Πιάσε το τιμόνι γίγαντα» της Έλενας Αρτζανίδου,  μοιάζει να απευθύνεται ειδικότερα σε μια ειδική ηλικιακή γκάμα, 12-13 ετών. Μοιάζει- λέω- γιατί ποτέ κανείς δεν είναι σίγουρος πια σήμερα ποιος και πώς είναι τελικά ο προσδοκώμενος  μικρός αναγνώστης της λογοτεχνίας. Ούτε βέβαια πώς θα γίνει η πρόσληψη του βιβλίου από τον αναγνώστη, εφόσον δεν υπάρχει πια ένα συγκεκριμένο μήνυμα ή ένα μοναδικό νόημα σε κάθε λογοτεχνικό βιβλίο παρά μόνο αυτό η αυτά που θα αποδώσουν και θα «δημιουργήσουν» οι μικροί αναγνώστες διαβάζοντας και προσλαμβάνοντας τις περιπέτειες του Αργύρη με το δικό τους τρόπο. Οι οποίοι μικροί αναγνώστες δεν μας μοιάζουν αλλά ούτε και θέλουν να μας μοιάζουν…Ενίοτε μάλιστα, μας βγάζουν που και που τη γλώσσα είτε ειρωνικά είτε ενστικτωδώς από μορφασμό είτε για λόγους αφωνίας είτε για να μεγαλώσουν τις ενοχές μας.  Αλλά έτσι είναι. Ο τελικός  κριτής, νοηματοδότης  και «δημιουργός» σε κάθε λογοτεχνικό κείμενο παραμένει εξίσου με τον συγγραφέα ο μικρός αναγνώστης.

Καλό ταξίδι λοιπόν στο νέο βιβλίο της Έλενας Αρτζανίδου και ούριος άνεμος στα πανιά του.

 

Υ.Γ. Θα κλείσω με μια παρατήρηση για το μικρό σημείωμα (παρακείμενο) της συγγραφέως στο βιβλίο. Η αξία του είναι τεράστια. Οι πληροφορίες του με τα λίγα έστω στοιχεία αυτοαναφορικότητας  και μεταμυθοπλασίας για μια ακόμη φορά προσπαθούν να μας πείσουν ότι η λογοτεχνία είναι μια κατασκευή, ένα γλωσσικό παιγνίδι και η απόσταση του από την πραγματικότητα τρομακτική.

info: Έλενα Αρτζανίδου, «Πιάσε το τιμόνι γίγαντα»,Ψυχογιός

* Ο Ανδρέας Καρακίτσιος είναι καθηγητής στο ΑΠΘ

 

 

INFO

Έλενα Αρτζανίδου, Πιάσε το τιμόνι γίγαντα, εικ. Γιώργος Χαλκιάς, εκδ. Ψυχογιός, 2017

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθρο«Χέρια, φορείς παραμυθίας». Το παρακείμενο του Γιώργου Βέη (της Στ. Τσούπρου)
Επόμενο άρθρο“Η τζαζ καθαρίζει την σκόνη της καθημερινής ζωής” – 30 Απριλίου Jazzday (Γ.Ν.Μπασκόζος- Σ.Παπαδημητρίου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ