Περιστέρι κάτω από το καπέλο

1
201


Τόντορ Π. Τόντοροβ. 

Ήταν δύο εμιγκρέδες. Της παλιάς διανόησης. Από εκείνους, που κάνουν απόσταξη κονιάκ από παλιά βιβλία, κάτω από τα καπέλα τους κρύβουν σύννεφα, ενώ το βράδυ τα κεφάλια τους αποκτούν το περίγραμμα πουλιών με μυτερά ράμφη, προσηλωμένα στην επερχόμενη νύχτα. Ο Ιρινέι Πετρόβιτς και ο Κωνσταντίν Μπαλκάνσκι απολάμβαναν το τέλος του απογεύματος σε ένα καφενείο των Παρισίων, έπιναν γουλιά-γουλιά από τα φλιτζάνια τους, κάπνιζαν και άφηναν τον κόσμο αργά και κουρασμένα να συρρικνώνεται γύρω τους.  Έπιναν τον καφέ τους σε μικρές γουλιές, ύστερα διέλυαν τη μαύρη γεύση του σε μεγάλους θυσάνους καπνού. Ο Κωσταντίν Μπαλκάνσκι έσιαξε το παπιγιόν του, κοίταξε την ημέρα, η οποία ξεφλούδιζε τα τελευταία μπρούντζινα λέπια της έξω και τα σκόρπιζε στους δρόμους του Παρισιού. Ύστερα γύρισε, το βλέμμα του προσηλώθηκε στο αφημένο πάνω στο τραπέζι τους βιβλίο και ένευσε στον συνομιλητή του.

– Δάκτυλος του διαβόλου! – είπε λαχανιασμένα, όμως μακάβρια, με ίχνος ανεπαίσθητης ειρωνείας.

Ο Ιρινέι Πετρόβιτς, ο οποίος είχε γεννηθεί σε τρένο, κούνησε το κεφάλι του και ενώ ανακάτευε τον πηχτό καφέ στο φλιτζάνι, αποκρίθηκε:

– Ο δάκτυλος του διαβόλου δεν είναι λόγος να ανησυχεί κανείς, ακόμα λιγότερο, όταν είναι μέσα σε βιβλίο. Ναι, είναι σίγουρα λόγος για φόβο και για τρόμο, αλλά εγώ δεν βλέπω τίποτα το κακό στον φόβο και τον τρόμο. Γιατί να μην τους αντιλαμβανόμαστε σαν επιπλέον αισθήσεις, Κωσταντίνε, με τις οποίες η ζωή αποκτά λίγο περισσότερο… Πώς να το πω…

– Βάθος – ολοκλήρωσε ο συνομιλητής του με τη μύτη χωμένη στο βιβλίο.

– Ακριβώς, βάθος.

– Ακριβώς αυτό κάνει τα πράγματα ακόμα πιο ανησυχητικά – πρόσθεσε ο Μπαλκάνσκι, ενώ συνέχιζε να ξεφυλλίζει το βιβλίο.

Ο Ιρινέι Πετρόβιτς, ο οποίος όλη του τη ζωή κυνηγούσε μια γυναίκα στα χαμαιτυπεία της Ευρώπης, συνέχισε τους ονειροπόλους συλλογισμούς του:

–          Η ανησυχία είναι ένα μαγικό λουλούδι, σύννεφο βροχής στην έρημο, ο πιό πιστός συνοδοιπόρος μας στις κρυφές πύλες της ζωής. Με δυο λόγια – η σωτηρία. Από το να μείνουμε για πάντα φαντάσματα, μηχανές. Εγώ προσωπικά αναζητώ την ανησυχία, όπως στον καύσωνα του καλοκαιριού αναζητάς ένα ποτήρι νερό. Η συγκίνηση, Κωνσταντίνε, είναι στο βάθος των πάντων, χωρίς τη συγκίνηση, χωρίς τους κυματισμούς και τις αναταραχές η ζωή δεν θα αναδυόταν ποτέ από τα βάθη της θάλασσας.

– Ακριβώς. – ακούστηκε και πάλι η φωνή του Κωνσταντίν – Όλα είναι ακριβώς έτσι, όπως τα γράφει εδώ.

–          Μην υπερτιμούμε την αξία των βιβλίων!

– Ω, όχι, καθόλου. Ιδέα δεν έχω ποιος τα έκανε όλα αυτά, αλλά όλα είναι αλήθεια.

–          Σαν ισχυρισμός μού αρέσει, αν και η αλήθεια του είναι αμφιλεγόμενη. Τα πάντα είναι αληθινά. Ακούγεται κάπως πειστικά, όμορφα.

–          Όχι. Δεν με καταλαβαίνεις. Τα πάντα βρίσκονται εδώ, στο βιβλίο αυτό.

– Τα έχω ακούσει και πριν. Ειδικά από το στόμα νεαρών και αφελών, μαγεμένων από το δηλητήριο των γραμμάτων, αναγνωστών. Θα είμαι ειλικρινής. Παρόμοια παραμύθια εδώ και χρόνια δεν ταιριάζουν στην ηλικία σου.

–          Όχι δα, δεν ήταν ανάγκη να μου το πεις. Ήδη το διάβασα, τα πάντα είναι γραμμένα εδώ.

Και ο Κωνσταντίν σήκωσε το παράξενο βιβλίο με τις άδειες σκοτεινές σελίδες στον αέρα, ακριβώς μπροστά στα μάτια του αγανακτισμένου φίλου του.

– Κοίτα, Κωσταντίνε, τα βιβλία, αντίθετα με αυτά που μας μαθαίνουν από παιδιά, είναι σε θέση να μας προκαλέσουν και σοβαρή ζημιά. Και κυρίως να πειράξουν την υγεία μας. Κοίτα τον Δον Κιχώτη. Κοίτα τα πρόσωπα των συγγραφέων. Μοιάζει με πανούκλα.

– Οι χλωμοί κυνηγοί ονείρων – πρόφερε κάπως αφηρημένα ο Κωνσταντίν, με το βλέμμα ακόμα καρφωμένο στις σελίδες.

–          Μου πήρες τα λόγια από το στόμα.

– Ναι, τα διάβασα. Στη δεύτερη σελίδα. Όπως είπα, όσο απίθανο κι αν είναι, τα πάντα είναι εδώ μέσα. Μπορείς να διαβάσεις και μόνος σου.

– Περίεργο. – Ο Ιρινέι, ο οποίος κάποτε εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο αφού έλαβε ένα μυστηριώδες ανώνυμο γράμμα με γραφικό χαρακτήρα που τον έκανε να παρατήσει τα πάντα, εξακολουθούσε να μιλάει με περιγελαστικό τόνο, ο οποίος όμως όλο και περισσότερο έμοιαζε με απεγνωσμένη προσπάθεια αυτοάμυνας.

Μίλησε, ρούφηξε την πίπα του και συνοφρυώθηκε.

– Κοίτα, παραδείγματος χάριν, τι γράφει εδώ – και ο Κωνσταντίν απήγγειλε, γλιστρώντας το δάχτυλό του στη σελίδα: “Περίεργο”, είπε ο Ιρινέι, ρουφώντας την πίπα του και συνοφρυώθηκε.

– Έχω όλο και μεγαλύτερη περιέργεια. Και τι γράφει στην πρώτη σελίδα; Έχει ενδιαφέρον πώς, άραγε, να αρχίζει αυτό το διαβολικό βιβλίο;

Χωρίς κανένα δισταγμό ο Κωνσταντίν ξεφύλλισε τις σελίδες προς τα πίσω και άρχισε να διαβάζει φωναχτά:

– “Ήταν δύο εμιγκρέδες. Της παλιάς διανόησης”. Και λίγο πιο κάτω: «Ο Ιρινέι Πετρόβιτς και ο Κωνσταντίν Μπαλκάνσκι απολάμβαναν το τέλος του απογεύματος σε ένα καφενείο των Παρισίων, πίνοντας γουλιά-γουλιά τον καφέ από τα φλιτζάνια τους, καπνίζοντας και αφήνοντας τον κόσμο αργά και κουρασμένα να συρρικνώνεται γύρω τους».

–          Καλώς ειπωμένο.

Όμως μετά από σύντομη παύση ο Ιρινέι συνοφρυώθηκε και πάλι και πρόσθεσε:

– Όλα αυτά, φυσικά, είναι αδύνατα δίχως τη δική σου συμμετοχή. Εσύ τα έφτιαξες.

– А, όχι, όχι. Το βιβλίο ήταν εδώ ακόμα πριν καθίσω και παραγγείλω τον καφέ. Επιπλέον, δεν φαινόταν καθόλου καινούργιο. Ιδέα δεν έχω ποιος το άφησε εδώ. Ποιος θα μπορούσε να σκαρφιστεί τέτοιο αστείο;

–          Κάποιος από τους άλλους. Ο Αλφόνσο, παραδείγματος χάριν. Μας γνωρίζει  αρκετά καλά.

–          Όμως, όχι αρκετά καλά για να προβλέψει την κάθε λέξη, την κάθε κίνηση, έτσι δεν είναι; Εκτός κι αν μας παρακολουθεί από κάπου και γράφει το βιβλίο ακριβώς αυτή τη στιγμή.

–          Αλλά αυτό είναι αδύνατο. Τουλάχιστον για τον Αλφόνσο.

– Κανείς δεν είναι σε θέση να μας παρακολουθεί και να γράφει ταυτόχρονα, και την ίδια στιγμή εμείς να διαβάζουμε μαζί του εκείνο που έχει γράψει. Αυτό, τρόπος του λέγειν, ξεπερνάει κάθε φυσικό και μεταφυσικό όριο. Κι όμως, τι να κάνουμε με το βιβλίο; Δεν θα μου άρεσε ούτε να το κρατήσουμε, ούτε να βρεθεί σε χέρια άλλων. Ίσως το καλύτερο θα ήταν να το καταστρέψουμε.

Ο Ιρινέι Πετρόβιτς βυθίστηκε σε σκέψεις.

– Χμ, δεν ξέρω για τα όρια – άρχισε εκείνος, – αλλά πριν καταστρέψουμε οτιδήποτε, μπορούμε να ξεφυλλίσουμε είκοσι σελίδες και να δούμε τι γράφει εκεί.

–          Είκοσι σελίδες μπροστά; Είσαι σίγουρος;

Ο Ιρινέι Πετρόβιτς ένευσε καταφατικά.

–          Ναι, γιατί όχι; Να συνεχίσουμε το πείραμα.

Ο Κωνσταντίν Μπαλκάνσκι άρχισε να μετράει είκοσι σελίδες, ξεφυλλίζοντας θορυβωδώς το βιβλίο.

–          Πιστεύεις ότι υπάρχει Θεός; – άρχισε ο Πετρόβιτς. – Ας εικάσουμε, καθαρά υποθετικά, πως παρόλ’ αυτά κάποιος είναι σε θέση ταυτόχρονα να μας παρακολουθεί κρυφά, να καταγράφει όλα όσα κάνουμε, λέμε και σκεφτόμαστε, ενώ ταυτόχρονα εμείς διαβάζουμε αυτά που εκείνος γράφει. Για μας αυτά είναι παρελθόν πια, έχουν γραφτεί, ενώ για εκείνον είναι παρόν. Ή και πάλι όλα είναι προγραμμένα. Σε κάθε περίπτωση, για κάτι τέτοιο ικανός είναι μόνο ο Θεός. Αλλά τότε, γιατί μας το δείχνει; Γιατί να μη μείνει κρυμμένος, και, τρόπος του λέγειν, αθώος. Εκτός κι αν είναι κάποια φρικτή, αραχνοειδής, σαρδόνια θεότητα. Στην ίδια την εμφάνισή του υπάρχει κάτι το δαιμονικό. Η παρουσία του βιβλίου αυτού πάνω στο τραπέζι ρίχνει, θαρρώ, μια σκοτεινή σκιά πάνω σε όλη την ιστορία.

–          Όπως είπα  – δάκτυλος του διαβόλου.

–          Τι; Α, μάλιστα. Φόβος και τρόμος.

–          Και βάθος. Αν δεν το είχα διαβάσει, δεν θα το είχες σκεφτεί ποτέ. Η

σωστή λέξη θα σου διέφευγε, αλλά…

– Όμως δεν μου διέφυγε αφού το γράφει εκεί, έτσι δεν είναι; Είναι γραμμένο, άρα το είπα.

–          Πολύ γρήγορα γίνεσαι επιρρεπής σε δεισιδαιμονίες.

–          Ναι, η διεσιδαιμονία είναι μια τεχνική τού να φοβάσαι. Είμαι καλός σε αυτά.

Επικράτησε πάλι σύντομη σιωπή.

– Ορίστε, ακριβώς είκοσι σελίδες εφόσον ο Ιρινέι Πετρόβιτς επιμένει πως αφού είναι γραμμένο, άρα το είπε.

Το καφενείο είχε βυθιστεί σε μια απόκοσμη ησυχία, κανείς δεν έμπαινε, δύο άνδρες κάθονταν μόνοι τους σε ένα τραπέζι κάτω από τις μωβ ηλιαχτίδες του δειλινού.

Ο Κωνσταντίν Μπαλκάνσκι άρχισε να διαβάζει αργά και καθαρά.

«Η νύχτα έπεφτε στη μεγάλη πόλη. Το νεκρό κορμί του Ιρινέι Πετρόβιτς κείτονταν σε ένα σκοτεινό δρόμο της Νέας Υόρκης».

Σιώπησε. Κάπου στο σκοτάδι ακούστηκε κρώξιμο πουλιού. Ή μήπως ήταν κραυγή παιδιού; Ύστερα όλα βυθίστηκαν στο βουητό της πόλης, αφήνοντας τους δύο άνδρες μόνους τους στη σιωπή.

– Αυτό δεν είναι δυνατόν! Και πώς θα μπορούσα να βρεθώ στη Νέα Υόρκη; Αφού δεν έχω την παραμικρή πρόθεση…

–          Θεωρητικά είναι δυνατόν – έφερε αντίρρηση ο Μπαλκάνσκι. – Σκέψου μόνο πως ολόκληρη υπερωκεάνια πτήση στο βιβλίο μπορεί να ανάγεται σε δυο-τρεις προτάσεις. Δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα πώς κυλάει ο χρόνος στο βιβλίο ετούτο. Ακόμα και όταν σκέφτομαι σύντομες προτάσεις σαν «Και πέρασαν τρία χρόνια». Για φαντάσου – τρία χρόνια σε τρεις λέξεις.

–          Και για ποιο λόγο να έλειπαν τρία χρόνια; Γιατί να γράφει πώς ρουφάω την πίπα και από την άλλη να παραλείπονται τρία όλόκληρα χρόνια;

–  Αυτό, φίλε μου, είναι πια θέμα θεολογίας. Όλα αυτά άλλωστε δεν είναι παρά μια εικασία.

–          Όχι, όχι! Αυτό ξεπέρασε πια κάθε όριο. Ο θάνατος είναι κάτι πολύ ενδιαφέρον, φίλε, όμως δεν έχει θέση εδώ. Ακόμα λιγότερο στη Νέα Υόρκη. Η αίσθησή μου του χιούμορ στέρεψε! – δήλωσε με στόμφο προσβεβλημένος ο Πετρόβιτς, αφού σηκώθηκε από το τραπέζι.

Αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει πια.

–          Πώς σας πέρασε καν από το μυαλό; Και από πού ως πού Νέα Υόρκη;

Ύστερα, εμφανώς αγανακτισμένος πέραν κάθε ορίου, συμπλήρωσε:

– Δώσε χαιρετίσματα στον Αλφόνσο και στους άλλους, σίγουρα θα μείνουν πολύ ευχαριστημένοι από το μικρό σας βιβλιαράκι!

Άνοιξε την πόρτα, αλλά πριν βγει από το καφενείο θυμήθηκε κάτι, σταμάτησε και πέταξε θυμωμένα, μουρμουρίζοντας:

–          Νέα Υόρκη!

Βγήκε και εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα.

Μέσα από το τζάμι το φεγγάρι γέμιζε σαν με γάλα, ενώ ο Κωνσταντίν Μπαλκάνσκι έμεινε μόνος στο τραπέζι, με το βλέμμα στυλωμένο μέσα από το παράθυρο στη σκιά του φίλου του. Ύστερα από μερικά λεπτά όλες οι σιλουέτες συγχωνεύτηκαν μέσα στη νύχτα. Άναυδος, όπως είχε μείνει, ο Μπαλκάνσκι δεν έδωσε σημασία  στην αφύσικη ερημιά που απλώθηκε στο καφενείο τη στιγμή εκείνη. Δυνάμει ανεξήγητων περιστάσεων ακόμα και το γκαρσόνι δεν φαινόταν πουθενά. Επικρατούσαν μόνο ησυχία, καφές και καπνός. Και, φυσικά, το βιβλίο. Κυριευμένος από μιαν απροσδιόριστη αίσθηση μακάβριας παρουσίας, ο Μπαλκάνσκι ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά. Μετά πετάχτηκε ξαφνικά επάνω, όρμησε έξω, και με κάθε του βήμα απομακρυνόταν από το βιβλίο, το οποίο ατάραχο εξακολουθούσε να κείται με τις λείες σκοτεινές σελίδες του πάνω στο τραπέζι του άδειου καφενείου.

Όταν ξεκλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματός του, ο Πετρόβιτς αισθάνθηκε κάπως καθησυχασμένος από τις γνωστές μυρωδιές του σπιτιού, την αίσθηση πως όλα εξακολουθούν να είναι στη θέση τους, το σιγανό, αλλά ξεκάθαρο τικ-τακ του ρολογιού στο καθιστικό, τα βιβλία, προσεκτικά τακτοποιημένα στη βιβιλιοθήκη απέναντι από το παράθυρο, και το μικρό εικόνισμα στον απέναντι τοίχο. Λίγα λεπτά αργότερα βυθίστηκε βαθιά στο προστατευτικό κουκούλι του σπιτιού. Άνοιξε ένα μπουκάλι από το αγαπημένο του κρασί, έβαλε στο πικάπ ένα δίσκο του Ντιουκ ΄Ελιγκτον, κούρνιασε στην πολυθρόνα με ένα ποτήρι στο χέρι και έριξε το κεφάλι του πίσω.

It don’t mean a thing if it ain’t got that swing.

Μια ζεστή φουσκοθαλασσιά λίκνιζε μέσα του τα ταραγμένα νερά του νου του στο ρυθμό της τζαζ. Έκλεισε τα μάτια και φαντάστηκε πως ήταν στη Νέα Υόρκη. Νάτος, στρίβει στην Μπάξτερ Στριτ, όχι μακριά από το Καλάμπας Παρκ, στο Μανχάταν. Εκεί, όπου τη δεκαετία του εβδομήντα υπήρχε ένα κρυφό κινέζικο καπνιστήριο οπίου. Διασχίζει ένα μακρόστενο χώρο γεμάτο πλυντήρια, ύστερα προχωράει πιο βαθιά μέσα από ένα στενό και σκοτεινό μπαρ όπου μελαχρινοί μουστακαλήδες άνδρες πίνουν μπύρα και, τέλος, χτυπάει τη μικρή κόκκινη πόρτα στο βάθος του μπαρ, δίπλα στις τουαλέτες. Όποιος ξέρει το σύνθημα μπαίνει μέσα και χαλαρώνει σε ένα από τα φαρδιά βολικά στρώματα. Ο Ιρινέι Πετρόβιτς ξαπλώνει σε ένα στρώμα, ενώ του προσφέρουν μια μακρουλή κινέζικη πίπα. Στο διπλανό κρεβάτι έχει τεντώσει τα πόδια ένας αδύνατος άνδρας με γυαλιά, ο οποίος δεν είναι μονίμως με το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι. Είναι ο Γούντι Άλεν. Ο Ιρινέι Πετρόβιτς το αισθάνεται αυτό πολύ καλά. Ο Γούντι Άλεν γυρίζει άξαφνα προς το μέρος του, χαμογελάει ηλίθια και λέει δυνατά:

–          Νέα Υόρκη, ε;

Αντί να απαντήσει, ο Πετρόβιτς μισοκλείνει τα μάτια και εξακολουθεί να ακούει κάπου από μακριά το σουίνγκ του Έλιγκτον.

It don’t mean a thing if it ain’t got that swing.

Από τη μουσική τον ξαναβγάζει η φωνή του Γούντι Άλεν.

–          Μπορείς να εκτρέφεις περιστέρια κάτω από το καπέλο αυτό. Και γιατί όχι; Είναι η υπέροχη αρχή μιας ιστορίας.

Ξανά σιωπή. Το ρεφραίν του τραγουδιού ακούγεται ανεπαίσθητα, όλο και πιο μακριά, όλο και πιο σιγανά.

–          Και πρόσεχε με το όπιο, αγόρι! – επανέρχεται ο Γούντι Άλεν.

–          Κάτω από τα κλειστά μάτια του Πετρόβιτς ανοίγουν άλικα φύλλα, η γη αναποδογυρίζει, την καταβροχθίζουν οι πύρινοι μίσχοι ενός πρωτόγνωρου άνθους, οι καρποί του οποίου εκρήγνυνται λες και είναι από την κόλαση, ενώ οι χυμοί τους σχηματίζουν κόκκινες σπείρες που αναθρώσκουν όμοιες με καπνό στον ουρανό. Η οικουμένη, στη μορφή που την ξέρουμε, έχει γίνει βορά των  αλλόκοτων και αποκρουστικών αυτών φυτικών γλωσσών. Φόβος και τρόμος κατακλύζουν το σώμα του Ιρινέι Πετρόβιτς. Ένα από τα περιστέρια, που εκτρέφει κάτω από το καπέλο του, ξυπνάει.

Ο Γούντι Άλεν γυρίζει, τον πλησιάζει και τον κοιτάει. Κρίμα, σκέφτεται, σε λίγο θα έρθουν και θα τον πετάξουν στο δρόμο.

Ακριβώς δεκατρία λεπτά πριν από τα μεσάνυχτα ένα μπαλόνι έσκασε, πες, κάτω από το καπέλο του Ιρινέι Πετρόβιτς, όπου δεν υπήρχαν άλλα σύννεφα, ούτε περιστέρια, μόνο η λευκή σαν χιόνι απέραντη σιωπή, η οποία αργά βάφτηκε μαύρη. Πέθανε από αιμορραγία, η οποία προκλήθηκε από ανεύρυσμα στον κυρίως εγκέφαλο. Ανεύρυσμα, που κουβαλούσε κάτω από το καπέλο του όλα αυτά τα χρόνια. Σε όλους αυτούς τους τόπους. Τον βρήκαν νεκρό στο διαμέρισμά του στο Παρίσι. Ο χρόνος δεν του έφτασε ούτε για ένα ποτήρι κρασί. Την πρώτη μέρα μετά την εξαφάνισή του, ο φίλος του Κωνσταντίν Μπαλκάνσκι επέμενε πως   έπρεπε επειγόντως να τον αναζητήσουν στην Αμερική. Στη Νέα Υόρκη, έλεγε, στη Νέα Υόρκη. Κινδυνεύει. Ανέφερε και τον διάβολο σε κάποιο καφενείο. Ή μάλλον δεν ήταν καφενείο, αλλά βιβλίο. Όμως τι βιβλίο ήταν αυτό, ούτε εκείνος ήξερε να πει. Το παραλήρημά του τελειωμό δεν είχε, ακόμα και όταν βρήκαν το πτώμα, γι’ αυτό χρειάστηκε να σταματήσουν το παραμιλητό του γέρου με μια ένεση βερονάλης. Ο καημένος ο παππούς, σκέφτηκε κοιτάζοντάς τον συγκαταβατικά ο γιατρός, ενώ έβαζε υποδορίως τη βελόνα, η λύπη έχει οριστικά θολώσει το μυαλό του.

(Παρουσίαση και μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα)

 

Ποιος είναι ο Τ. Β. Τοντόροβ

Ο Τόντορ Τόντοροβ γεννήθηκε το 1977 στη Σόφια, είναι διδάκτορας φιλοσοφίας και καθηγητής Φιλοσοφίας του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, διδάσκει και Ισλαμική φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας. Διδάσκει επίσης μαθήματα φωτογραφίας στο Τμήμα πολιτισμικών σπουδών του ίδιου πανεπιστημίου. Έχει δημοσιεύσει δεκάδες επιστημονικές μελέτες, δοκίμια, άρθρα δημοσιολογικού περιεχομένου, διηγήματα, ποιήματα και φωτογραφίες. Έχει δημοσιεύσει λέξεις και εικόνες σε σειρά καθημερινών εφημερίδων, σε λογοτεχνικά περιοδικά και άλλες εξειδικευμένες εκδόσεις.

Ο Τόντορ Τόντοροβ είναι λάτρης και ιδεολόγος της νυχτερινής ανάγνωσης. Κρίνοντας από τη γραφή του δεύτερου βιβλίου του, “Πάντα η Νύχτα“ (2012), όπου και πάλι αφήνεται στη φαντασία να τον οδηγεί στα ίχνη ιστοριών της νύχτας, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Τόντοροβ είναι και δεξιοτέχνης της νυχτερινής αφήγησης. Το πρώτο του βιβλίο «Παραμύθια για μελαγχολικά παιδιά» (2010) προκάλεσε αίσθηση με τις 19 ιστορίες του για παιδιά που έχουν μεγαλώσει. Νύχτα, μυστηριώδεις βαλίτσες, ονειρικά τοπία, ακαταμάχητες γυναίκες, άνδρες δολοφόνοι και ποιητές, σκιώδεις λέξεις τριγυρνούν στις σελίδες του. Οι σκοτεινές και μαγικές ιστορίες αυτές, εικονογραφημένες με ασπρόμαυρες φωτογραφίες που τράβηξε ο ίδιος ο συγγραφέας, ένα ανάγνωσμα συναρπαστικό και δελεαστικό, που σε τρομάζει και ταυτόχρονα σε κάνει να νιώθεις οικεία, έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά και η έκδοση παρουσιάστηκε το 2012 στην Έκθεση Βιβλίου της Λειψίας.

Οι ιστορίες που αφηγείται ο Τόντοροβ είναι από κλασικές μπαρόκ σκοτεινές έως άλικες υπνωτικές, όπως τα γένια του Δάντη με τις αναγεννησιακές γάτες. Πρόκειται για μια ποιητική πράξη σε πεζό λόγο. Ο βούλγαρος κριτικός λογοτεχνίας Άγγελ Ίγκοβ κρίνει τη γραφή του: «Στα βιβλία του βρισκόμαστε στο no man’s land μεταξύ της πραγματικότητας και του φανταστικού, του ύπνου και του ξύπνιου, εκεί που το γνωστό αναπάντεχα αλλάζει μορφή και το άγνωστο γίνεται οικείο. Ο Τόντοροβ μας παρασέρνει σε ένα παιχνίδι σύμβολων, εικασιών και αναμνήσεων. Και όλα αυτά γραμμένα στη γλώσσα της νύχτας».

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΠέθανε ο Κάρολος Τσίζεκ
Επόμενο άρθροΜνήμες με τον Γκορ Βιντάλ

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ