Περιπλανώμενος συγγραφέας ενός περιπλανώμενου έργου

0
805

Του Στρατή Χαβιαρά.

 

 

ΑΑΡΟΝ ΑΠΕΛΦΕΛΝΤ.( אהרן אפלפלד)

 

Αν οι περιπλανήσεις του ανώνυμου μικρού ήρωα στο μυθιστόρημα του Ζέρζι Κοσίνσκι, Το βαμμένο πουλί (Γαλαξίας 1971, Ερμείας 1978, Μεταίχμιο 2011) υπήρξαν πραγματικές εμπειρίες, ο πραγματικός ήρωας που τις επέζησε δε θα μπορούσε να είναι άλλος από τον επτάχρονο εκείνο τον καιρό, Άαρον Άπελφελντ.

Γόνος γερμανόφωνης Εβραϊκής οικογένειας, όταν η Βέρμαχτ εισέβαλε στη Ρουμανία, στην οποία ανήκε τότε το χωρίο Ζαντόβα του Τσερνόβιτς (Μπουκοβίνα), έχασε τη μητέρα του από γερμανικές σφαίρες και χωρίστηκε από τον πατέρα του όταν στη συνέχεια τούς έκλεισαν σε διαφορετικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.

«Συγκρατούμενος μου εκεί ήταν και ένας Έλληνας γίγαντας», θυμήθηκε όταν γνωριστήκαμε το 1992 στο Χάρβαρντ, όπου είχε προσκληθεί να διδάξει για ένα εξάμηνο στο Κέντρο Μεσανατολικών Σπουδών.

Ο επτάχρονος Άαρον κατόρθωσε να δραπετεύσει από το στρατόπεδο και στα επόμενα τέσσερα χρόνια περιφερόταν, επιβιώνοντας στην ύπαιθρο της ανατολικής Ουκρανίας ανάμεσα σε κλέφτες, κλεπταποδόχους και πόρνες.

Αυτόπτης μάρτυρας της προέλασης του Σοβιετικού Στρατού προς δυσμάς, προσχώρησε σε μια μονάδα του ως βοηθός μάγειρα. Μετά την απελευθέρωση, στα δεκατέσσερα του, ο Άαρον, πήρε τον δρόμο για την Παλαιστίνη. Εκεί αποκήρυξε τη Γερμανική Γλώσσα, έμαθε Εβραϊκά, πήρε μέρος στον πόλεμο για την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, εργάστηκε στα κιμπούτς και σπούδασε φιλοσοφία και λογοτεχνία στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ.

Εμφανίστηκε στα Ισραηλινά γράμματα με μια συλλογή διηγημάτων στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και ακολούθησαν άλλη μια συλλογή και τουλάχιστον δέκα έξι μικρά μυθιστορήματα, συν ένας τόμος «λίγο πολύ αυτοβιογραφικού περιεχομένου,» όπως τον χαρακτήρισε ο ίδιος. Τίτλος του, Ιστορία μιας ζωής.

Στην πρώτη μας συνάντηση, αναφέρθηκε σε μια στιχομυθία μεταξύ του ίδιου και του Γκάνθερ Γκρας. «Αγωνίσου για την ειρήνη στη χώρα σου», τον παρότρυνε ο Γερμανός νομπελίστας.

«Και ποιος είσαι εσύ να μου κάνεις κήρυγμα περί ειρήνης», απάντησε εκείνος.

Όταν έμαθα για την παρουσία του Άπελφελντ στο Χάρβαρντ, επικοινώνησα μαζί του και  τον κάλεσα στη βιβλιοθήκη για καφέ. Τον αναγνώρισα από το παράθυρο του γραφείου μου, να διασχίζει τον αυλόγυρο του Πανεπιστημίου: ένας ευθυτενής, γκριζομάλλης, μετρίου αναστήματος εξηντάρης. Όπως και στη φωτογραφία στο οπισθόφυλλο του δεύτερου μυθιστορήματος του σε Αγγλική μετάφραση, The Age of Wonders, φορούσε το μπλε κασκέτο τού Έλληνα ψαρά.

Να δούμε τι όστρακα θα βγάλουμε σήμερα από το βυθό, συλλογίστηκα.

Τα μυθιστορήματα του Άπελφελντ, εστιασμένα στις παραμονές του πογκρόμ των Εβραίων, έχουν μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες και αποσπάσει μεγάλα Ισραηλινά και διεθνή βραβεία. Στην Ελλάδα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Εστία τρία βιβλία του σε εξαιρετική μετάφραση της Μάγκυ’ς Κοέν: Απρόσμενη αγάπη, Ιστορία μιας ζωής, και Μπάντεχαιμ 1939.

O Αμερικανός συγγραφέας, Philip Roth, ο οποίος πήρε συνέντευξη από τον Ισραηλίτη συνάδελφο του για τους Τάιμς της Νέας Υόρκης, τον χαρακτήρισε «…περιπλανόμενο συγγραφέα ενός περιπλανόμενου έργου, που έχει κάνει το θέμα της περιπλάνησης και του αποπροσανατολισμού μοναδικά προσωπική του μυθολογία».

Ο Άπελφελντ, βαθιά ταυτισμένος με τη γραφή του Κάφκα, αναφέρει συχνά την επίδραση που είχε στην εξέλιξη του ύφους του η ανάγνωση της Παλαιάς Διαθήκης, συγκεκριμένα η οικονομία στις λέξεις και τη σύνταξη: «Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που γράφω στα Εβραϊκά. Πρόκειται για γλώσσα με μεγάλη ακρίβεια στην έκφραση – χωρίς πλεονασμούς. Οι Γραφές έχουν πολύ σύντομες, εύστοχες προτάσεις που η καθεμιά τους λειτουργεί σχεδόν αυτόνομα, με το δικό της ιδιαίτερο νόημα».

Το είχα επιβεβαιώσει από στο πρώτο κιόλας μυθιστόρημα του που διάβασα, το Μπάντεχαϊμ 1939, αν και σε Αγγλική μετάφραση: Λιτή σύνταξη, οικονομία στις λέξεις και το συναίσθημα, αλλά και έμφαση στις λεπτομέρειες, όπως όταν ο συγγραφέας εστιάζει σε ανησυχητικά σημάδια των καιρών χωρίς προηγούμενο, που όμως εγκυμονούν απροσδόκητες επιπτώσεις. Γραφή απόσταγμα, γραφή συσσώρευση έντασης με χρήση αλληγορίας, μαγεία και ζόφος ένα – όλα τα ανήκουστα ανείπωτα, επενδυμένα στη μνήμη ή τη διαίσθηση του αναγνώστη. Όπως άλλωστε και στα φοβερά σχέδια των Ούννων πίσω απ’ τις πλάτες μιας αθώας καθημερινότητας.

«Μικρό αριστούργημα», χαρακτήρισε το Μπάντεχαϊμ 1939 ένας άλλος Αμερικανός συγγραφέας, ο Irving Howe.

Αντίθετα με το Μπάντεν Μπάντεν στον Παίχτη του Ντοστογιέφσκι, το Μπάντεχαϊμ του Άπελφελντ είναι φανταστικό τοπωνύμιο – ένα θέρετρο κοντά στη Βιέννη όπου όπως κάθε καλοκαίρι, έτσι το καλοκαίρι του 1939, χιλιάδες μεσοαστοί Εβραίοι με τις οικογένειες τους από τη βορειοανατολική Ευρώπη, συνάζονται στη λουτρόπολη Μπάντεχαϊμ για διακοπές. Σ’ αυτό το εφήμερο θερμοκήπιο ξεγνοιασιάς, επανασύνδεσης παλιών φίλων και νέων γνωριμιών, ο συγγραφέας δημιουργεί μια ατμόσφαιρα γιορτινή και ανέμελη, απ’ την οποία όπως είναι φυσικό δεν λείπουν γραφικοί χαρακτήρες, φαιδρά επεισόδια, παλιές συνήθειες, ή και μικρότητες. Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, οι παραθεριστές αγνοούν, παρερμηνεύουν ή και διασκεδάζουν τα σημάδια του καιρού για τη μοίρα τους.

Η συνάντηση μου με τον Άπελφελντ στη βιβλιοθήκη υπήρξε εγκάρδια, ο θαυμασμός μου για τη θεματική και υφολογική ιδιαιτερότητα του έργου του, απεριόριστος. Συζητήσαμε συγγραφείς και κείμενα, προβλήματα μετάφρασης και περιπτώσεις γραφής σε μια δεύτερη γλώσσα, όπως του Κόνραντ και του Ναμπόκοφ. Ανταλλάξαμε βιβλία, αναφερθήκαμε σε είδη βιωμάτων και της μετατροπής τους με μυθοπλασία, ή και της περιθωριοποίησης τους πίσω ή έξω απ’ τα βιβλία. Οι δικές του προσωπικές εμπειρίες πάντα πλουσιότερες σε περιεχόμενο και πιο εκτεταμένες σε θανατικό.

Και όμως ο Άπελφελντ δεν έχει περιγράψει ποτέ στα βιβλία του τους τρόπους ή τους τόπους αφανισμού των Εβραίων. Με τους άμαχους μάρτυρες του γνωριζόμαστε, σαν αναγνώστες, πριν τις ομαδικές συλλήψεις και τη μεταφορά τους στα γνωστά τώρα στρατόπεδα και κρεματόρια του Τρίτου Ράιχ, ενώ με τους λίγους επιζήσαντες και σημαδεμένους από αυτά, μετά την απελευθέρωση.

Όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία να σχολιάσουμε το συνεχιζόμενο μακελειό στη Μέση Ανατολή, ο συγγραφέας του Μπάντεχαϊμ 1939, άλλαξε θέμα.

Την επόμενη εβδομάδα έδωσα μια δεξίωση προς τιμήν του Άπελφελντ στην Αίθουσα Ποίησης του Πανεπιστημίου και συναντηθήκαμε ακόμα μια φορά πριν την αναχώρηση του για το Ισραήλ. Παραγγείλαμε κρασί. Σήκωσα το ποτήρι μου, ευχόμενος  «Ειρήνη τω κόσμω, πρώτα απ’ όλα στους Άγιους Τόπους».

Ο Άπελφελντ δεν τσίμπησε. Η γαλανή, διαπεραστική ματιά του με καθήλωσε.

«Ποτέ,» απάντησε με την ηρεμία της πικρής πείρας αλλά και της πεποίθησης. «Διασκεδάζεις κι εσύ τους φόβους σου με ψευδαισθήσεις, Στρατή… Η ειρήνη δε θα ’ρθει ποτέ στους Άγιους Τόπους. Έτσι θα πάει εσαεί: τη μια θα μας κομματιάζουν οι Παλαιστίνιοι, την άλλη θα τους σφάζουμε εμείς. Λύση ειρηνική δεν υπάρχει».

Μου πήρε λίγα δευτερόλεπτα να συνέλθω από την έκπληξη μου. Θυμήθηκα τη σιξτίνα «Άλταφορτε» του Πάουντ, ένα ποίημα που επαινεί τον πόλεμο και τα μακελειά του. Ένιωσα συγχυσμένος. Καλύτερα να αλλάξω θέμα κι εγώ, είπα στον εαυτό μου.

«Αναρωτιέμαι τι να απέγινε εκείνος ο Έλληνας γίγαντας στο στρατόπεδο Τρανσίστρια», είπα τον συνομιλητή μου, κοιτάζοντας αλλού.

«Ήταν πολύ μεγαλόσωμος για να περάσει μέσα απ’ τα σύρματα όπως εγώ», η απάντηση του.

Ογδοντάρης σήμερα, ζει με τη γυναίκα του και τα παιδιά του στο προάστιο Μεβασερέτ Ζιόν, και εξακολουθεί να γράφει τα βιβλία του σε ένα μικρό καφέ της γειτονιάς. Στο Κέντρο Προσφύγων και Αναγνώρισης Αγνοουμένων του Ισραήλ, ύστερα από πολλά χρόνια ο Άπελφελντ ξανάσμιξε με τον πατέρα του. Η συγκίνηση του υπήρξε τόση που μέχρι πρόσφατα αδυνατούσε να την περιγράψει. Ο γιος του συγγραφέα, Μέιρ, ταλαντούχος ζωγράφος, ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία και επέστρεψε στην τέχνη του, σώος.

Και τάξη επικρατεί στο Βερολίνο.

Οι γενεές διαδέχονται η μια την άλλη και τα πάντα λίγο πολύ ρει. Έχουν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια από τη γνωριμία μου με τον Άαρον Άπελφελντ, έχουν περάσει εξήντα πέντε χρόνια από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, και η ειρήνη ακόμα φευγαλέα απ’ τους Άγιους Τόπους.

Άραγε να είχε δίκιο ο συγγραφέας «του πριν και του μετά» από το μεγάλο κακό; Να ήταν ρεαλιστικό εκείνο το αμετάκλητο «ποτέ» του για την ειρήνη;

Εμένα τουλάχιστον με καταβάλει ακόμα.

 

Προηγούμενο άρθροwww.navid.gr Ένα βιβλίο που έγινε παιχνίδι
Επόμενο άρθροΛονδίνο: τρεις γυναίκες- τρεις ρόλοι