Περιπέτειες ενηλικίωσης (της Ελένης Σβορώνου)

0
854

 

της Ελένης Σβορώνου

 

Κινδυνεύει να γίνει στερεότυπο. Ως «περιπέτειες ενηλικίωσης» χαρακτηρίζονται έργα, βιβλία και ταινίες, που δεν απευθύνονται μόνο σε παιδιά ή εφήβους, αλλά και σε ενήλικες. Είναι εύλογο, ίσως, αφού κάθε περιπέτεια, κάθε «αιφνίδια μεταβολή της τύχης του ήρωα», στέλνει τον τελευταίο σε σκληρές αναμετρήσεις με τη ζωή και τον ίδιο του τον εαυτό.

Από την άλλη, ίσως η ευρεία χρήση του όρου να δηλώνει και μια τάση. Μία επιθυμία ή ανάγκη της κοινωνίας για ενηλικίωση. Στα βιβλία εφηβικής λογοτεχνίας, ελληνικής και ξένης, της πρόσφατης εκδοτικής παραγωγής μπορεί να διακρίνει κανείς κάποια κοινά χαρακτηριστικά, ανάμεσα στα οποία είναι και η αδυναμία μικρών και μεγάλων να αναλάβουν την ευθύνη του εαυτού τους, να ορθώσουν το ηθικό τους ανάστημα και να ανταποκριθούν στον ρόλο τους ως μελών της οικογένειας, της σχολικής κοινότητας και της κοινωνίας, εν τέλει.

Κι αν η εφηβεία είναι εξ ορισμού περίοδος αμφισβήτησης, ρήξεων και αναζητήσεων, οι ενήλικες που τους πλαισιώνουν αποδεικνύονται συχνά εξίσου ψυχικά ασταθείς, αβέβαιοι, να ψάχνουν κι αυτοί τα βήματά τους σε δύσκολες συνθήκες. Πιέζονται και δυσκολεύονται από την οικονομική κρίση, την ανεργία, την απώλεια περιουσίας και status. Οι γονείς κάνουν ό, τι καλύτερο μπορούν για να τα φέρουν βόλτα, αλλά αποτυγχάνουν να αφουγκραστούν τι πραγματικά συμβαίνει στο ίδιο τους το σπίτι και, πολύ περισσότερο, να προσεγγίσουν με σωστό τρόπο τα παιδιά τους. Πάντα δεν ήταν έτσι; Ίσως ναι. Μόνο που τώρα μοιάζει να διολισθαίνουν οι ίδιοι στην κατάσταση του παιδιού. Πίνουν, ερωτεύονται αλλού, λένε ψέματα, προσπαθούν να πλουτίσουν ανέντιμα, υπεκφεύγουν, ζητάνε από τα παιδιά τους να παραμείνουν παιδιά για να διατηρήσουν οι ίδιοι τον ρόλο του ενήλικα που δεν είναι. Ή, αντίθετα, τους ζητάνε να φερθούνε σα μεγάλοι φορτώνοντάς τους ευθύνες και ενοχές που θα έπρεπε να αναλάβουνε οι ίδιοι. Η λύση και το αίσιο τέλος κερδίζονται με τον δύσκολο τρόπο. Οι έφηβοι κάνουν τον δρόμο μόνοι τους, όπως συνέβαινε πάντα. Μόνο που τώρα έχουν να παρηγορούν και τους μεγάλους!

Στο δεύτερο του μυθιστόρημα Ο πυροβάτης των αστεριών, ο Θοδωρής Κούκιας, αφηγείται την αφύπνιση του δεκαπεντάχρονου Τίτου από τον λήθαργο της εικονικής πραγματικότητας και την έξοδό του από το κουκούλι της υπερπροστατευτικής μητρικής εστίας. Βεβαίως η περίπτωσή του είναι εντελώς ιδιαίτερη. Πάσχει από μια σπάνια ασθένεια, «ατελή οστεογένεση», που κάνει τα κόκαλά του να σπάνε με το παραμικρό. Η οικογένειά του αποφασίζει κάθε χρόνο αν θα πάει σχολείο ή αν θα λάβει μαθήματα κατ’ οίκον. Τη μία χρονιά αποφασίζει έτσι και την άλλη αλλιώς. Το αποτέλεσμα είναι μία ζωή εντελώς αφύσικη, σε κατ’ οίκον περιορισμό, με μόνη διέξοδο τα παιχνίδια και τις σειρές στο διαδίκτυο.

Μια μέρα που πέφτει το διαδίκτυο κι ο Τίτος μαραζώνει, ο αδερφός του αποφασίζει να σπάσει τους κανόνες. Τον παίρνει μαζί του στη δουλειά, να ζήσει για λίγο σαν κανονικός άνθρωπος. Η έξοδος εξελίσσεται σε μία κατεξοχήν περιπέτεια ενηλικίωσης. Η πόλη φλέγεται. Μόλις έχουν επιβληθεί τα capital controls, ουρές στα ATM, διαδηλώσεις, αναταραχές παντού, κι ο Τίτος με τα εύθρυπτα κόκκαλα θα διαπιστώσει ότι ο κόσμος του διαδικτύου είναι «ροζ» , ζαχαρωμένος, ιδανικός, μπροστά στον πραγματικό. Γνωρίζει τη βία, τον νεοφασισμό, την ανηθικότητα, τον ρατσισμό, την ακραία φτώχεια, τη βία, την αδιαφορία ή τη μεροληψία της εξουσίας, την αδικία, ακόμη και την ανοησία των συνομηλίκων του που μετράνε τον εαυτό τους με τα like στο instagram.

Οι μόνοι που μένουν όρθιοι, ως φάροι πλοήγησης σε αυτή τη γενικευμένη αδικία και αναλγησία, είναι οι παρίες της κοινωνίας, οι αναγκεμένοι και οι ηλικιωμένοι με παιδεία. Από μια πόρνη και από έναν τυφλό πρώην μουσικό της Λυρικής Σκηνής θα βοηθηθεί ο Τίτος, θα πάρει κουράγιο, θα γνωρίσει άλλες αξίες, και θα φτάσει επιτέλους να παραδώσει ένα κλεμμένο παλτό στην πανέμορφη ιδιοκτήτριά του. Μια φαινομενικά ασήμαντη αποκατάσταση μιας αδικίας, υπαίτιος για την οποία είναι ο ίδιος ο Τίτος, αποκτά τεράστια σημασία μέσα στο σκηνικό της γενικής παράλυσης.

Η μαμά του Τίτου θα αναγκαστεί στο τέλος να αφήσει τον γιο της να πάρει τη ζωή στα χέρια του. Τα κόκκαλα του γιου της μάλλον δυναμώνουν όταν καταπονούνται στην αληθινή ζωή. Ο πατέρας του, έτσι κι αλλιώς απών, θα συνεχίσει να πνίγει τον πόνο του στο αλκοόλ, μισός στη Γερμανία, μισός στην Ελλάδα, ανίκανος να ενηλικιωθεί. Ο Τίτος και ο αδερφός του είναι οι αληθινοί ενήλικες.

Ο συγγραφέας ξέρει πολύ καλά να πλάθει πειστικούς έφηβους ήρωες και να πιάνει τον σφυγμό της εποχής. Βεβαίως θέλησε να τα πει όλα, να περάσει από όλο το πανόραμα της ελληνικής κοινωνίας, κι ίσως έχασε λίγο σε πειστικότητα η περιπέτεια του Τίτου. Αλλά το ύφος, το χιούμορ, ο ρυθμός αφήγησης, η φρεσκάδα του λόγου, κερδίζουν τον αναγνώστη.

Η Ελένη Τασοπούλου με Το λουζεράκι, της αφηγείται τη διαδικασίας στοχοποίησης της δεκαπεντάχρονης Θάλειας από τους συμμαθητές της και από όλο το σχολείο. Το θέμα του bullying έχει απασχολήσει κατά κόρον τους συγγραφείς της παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας. Θα έλεγε κανείς πως όλα έχουν ειπωθεί. Εδώ όμως έχουμε μία πολύ διεισδυτική και ισορροπημένη ματιά στο θέμα. Η αφορμή για τη θυματοποίηση δίνεται όταν η Θάλεια εκλαμβάνει τον εαυτό της, λανθασμένα, ως αποδέκτη ενός σημειώματος από το πιο όμορφο αγόρι της τάξης που την καλεί σε ραντεβού. Όταν αποδεικνύεται πως το σημείωμα απευθυνόταν σε μία από τις ντίβες της τάξης, η Θάλεια ρεζιλεύεται και θέλει να ανοίξει η γη να την καταπιεί. Προσπαθεί να περάσει απαρατήρητη στο σχολείο. Ιδανική συνθήκη για να γίνεις στόχος των νταήδων.

Υπάρχει όμως και μία πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή του θύματος που αναδεικνύει η συγγραφέας. Η ηρωίδα είναι χαμένη στα λιμνάζοντα ύδατα της αδιαφορίας για τα μαθήματα, για το σχολείο, για την πρόοδό της. Αυτή είναι η βαθύτερη αιτία που την καθιστά αδύναμη, ανίκανη να ορθώσει το ανάστημά της στους εξυπνάκηδες. Μία θεατρική παράσταση, ο ρόλος της Άννας Φρανκ, που αναλαμβάνει, θα της ανοίξουν ένα παράθυρο στον εαυτό της, στο ταλέντο της αλλά και στην πνευματική πειθαρχία που χρειάζεται για να σταθείς στα πόδια σου και να βρεις τη φωνή σου.

Οι κλίκες, οι ντίβες και οι νταήδες, στη σχολική τάξη, η βία που ξεπερνά τα όρια και λαμβάνει επικίνδυνες διαστάσεις, μια σχολική αυλή χωρισμένη σε ζώνες για τους προνομιούχους και ζώνες για τα λουζεράκια, καθηγητές καλών προθέσεων αλλά «περιορισμένης ευθύνης» είναι από τους κοινούς τόπους στα μυθιστορήματα της εφηβικής λογοτεχνίας. Δεν απουσιάζουν ούτε και από το Λουζεράκι. Αντίθετα, τα βιβλία, και ήρωες της κλασικής λογοτεχνίας, έρχονται κι αυτοί από το παρελθόν, μαζί με τους παππούδες και τις γιαγιάδες, να δώσουν μια χείρα βοηθείας στους κλυδωνιζόμενους ήρωες. Η Άννα Φρανκ και ο Φύλακας στη σίκαλη παίζουν σημαντικό ρόλο στον Πυροβάτη και στο Λουζεράκι.

Η γιαγιά και το χωριό είναι τόπος ανασυγκρότησης του απελπισμένου εφήβου, ένα καταφύγιο, μία σταθερά στο Μια τηγανιά πατάτες, της πρωτοεμφανιζόμενης  Ματίνας Παναγιωτελίδου. Μάνα σε κατάθλιψη (ή βαριά άρρωστη), ένα δύσκολο διαζύγιο, πατεράδες γκρεμισμένοι από το βάθρο τους, είναι επίσης οικεία στοιχεία στο τοπίο των εφηβικών κοινωνικών μυθιστορημάτων.

 

Η Βρετανία δεν απέχει πολύ από την Ελλάδα, όπως φαίνεται από το Η Έλλα στο περιθώριο, της Καθ Χάου. Εδώ η ηρωίδα είναι στην προ-εφηβεία, μόλις 10 χρονών, αλλά και αυτή βρίσκεται αντιμέτωπη με το φάσμα της περιθωριοποίησης καθώς αναγκάζεται να αλλάξει σχολείο και γειτονιά. Ο πατέρας της είναι στη φυλακή για κάποια οικονομική απάτη. Η μητέρα της θέλει να αρχίσουν μια νέα ζωή κρατώντας βέβαια εφτασφράγιστο το μεγάλο οικογενειακό μυστικό. Ένας πατέρας στη φυλακή δεν είναι ίσως τόσο τραγικό γεγονός όσο ο ενταφιασμός της ύπαρξής του στα άδυτα της οικογενειακής ιστορίας από τη μάνα. Η Έλλα διατηρεί το δεσμό με τον μπαμπά της μέσα από τα γράμματα που του γράφει. Δεν αργεί να γίνει και το κακό. Η Έλλα γίνεται υποχείριο της δυναμικής και δημοφιλούς συμμαθήτριάς της, καθώς η τελευταία τής αποσπά το οικογενειακό μυστικό, ενώ γίνεται και η ίδια δυνάστης για μια άλλη απόκληρο της τάξης. Καταλυτικό ρόλο θα παίξει και εδώ η τέχνη. Η ηρωίδα βρίσκει τον εαυτό της μέσα από τη φωτογραφία και τα εικαστικά και σπάει τον κύκλο εξάρτησής της από τη δήθεν δυνατή της τάξης που αποδεικνύεται πιο αδύναμη και κενή από όλους.

Πάντως το παιχνίδι της εξουσίας, του βεντετισμού και της βίας, τελικά, δεν το παίζουν μόνο τα αγόρια, αλλά και τα κορίτσια. Και μάλιστα με ραδιουργία και μεθοδεύσεις που θυμίζουν Ρασπούτιν!

Ποιος στηρίζει ποιον λοιπόν σε αυτές τις οικογένειες που ψάχνουν τον δρόμο τους; Ποιος θα αμφισβητήσει τα καπετανάτα των νταήδων μαθητών που έλκουν τη δύναμή τους από την εμφάνιση και τον εξυπνακισμό τους; Είναι όλοι, μεγάλοι και μικροί, παιδιά της εποχής τους. Η περιπέτεια ενηλικίωσης αφορά όλους. Και ίσως λίγο περισσότερο, τελικά, τους ενήλικες.

Info: 

Θοδωρής Κούκιας, Ο πυροβάτης των αστεριών, Κέδρος, 2018.

Ελένη Τασοπούλου, Το λουζεράκι, Καστανιώτης, 2019.

Ματίνα Παναγιωτελίδου, Μια τηγανιά πατάτες, Καστανιώτης, 2018.

Καθ Χάου, Η Έλλα στο περιθώριο, Μεταίχμιο, 2018.

Προηγούμενο άρθροΗ ζωή και το έργο ενός σπουδαίου μαθηματικού (του Φίλιππου Φιλίππου)
Επόμενο άρθροΟι εραστές της ρωσικής λογοτεχνίας (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ