Της Νίκης Κώτσιου.
Εμπνευσμένο από το γνωστό καβαφικό ποίημα, το «Περιμένοντας τους βαρβάρους» του Τζ. Μ. Κουτσί αρθρώνεται πάνω σε μια σειρά από δίπολα που επιχειρούν να ορίσουν μια κάποια αλήθεια. Το βασικό αντιθετικό ζεύγος είναι η μη κατονομαζόμενη Αυτοκρατορία εναντίον των «βαρβάρων», συγχρόνως όμως διερευνάται σε βάθος η σχέση του εαυτού με τον Άλλο, η αλήθεια της γλώσσας έναντι της αλήθειας του σώματος, το ατομικό έναντι του συλλογικού και άλλα τέτοιου τύπου σχήματα που περιγράφουν έναν ευρύ χώρο προβληματισμού, πολιτικού, οντολογικού και υπαρξιακού.
Στη μεθόριο μιας απροσδιόριστης Αυτοκρατορίας τοποθετείται η δράση του μυθιστορήματος σε αδιευκρίνιστο χώρο και χρόνο. Πρωταγωνιστεί και αφηγείται ο Επίτροπος, υψηλόβαθμο στέλεχος της διοίκησης, που προσπαθεί να σταθεί κριτικά απέναντι στις πολιτικές και τις τακτικές του καθεστώτος όπως αυτές αποκρυσταλλώνονται στη δράση του τυραννικού Συνταγματάρχη Τζολ, που μετέρχεται βίαια μέσα για την εμπέδωση του νόμου. Στόχος του Τζολ είναι οι αποκαλούμενοι «βάρβαροι», που υποτίθεται ότι βυσσοδομούν σε βάρος της Αυτοκρατορίας και εναντίον των οποίων εξαπολύει διωγμό έτσι ώστε να προλάβει ενδεχόμενη επίθεσή τους. Συνήθης πρακτική του Τζολ είναι τα σωματικά βασανιστήρια με σκοπό την εκμαίευση της αλήθειας από τον εκάστοτε βασανιζόμενο. Μιας αλήθειας που όμως πρέπει να συμπίπτει κάθε φορά με την κρατούσα περί αλήθειας αντίληψη, που ταυτίζεται με την εκ προοιμίου ενοχή του διωκόμενου.
Η συνείδηση του Επίτροπου εξεγείρεται μπροστά σ’ αυτό το όργιο βίας και, μετά από μια σειρά ενεργειών του, φτάνει και ο ίδιος στο σημείο να θεωρηθεί εχθρός και να υποστεί στο πετσί του τη βία της Αυτοκρατορίας. Η απόφασή του να πάρει υπό την προστασία του μια βάρβαρη κοπέλα που βασανίστηκε και, αφού την περιθάλψει, να την επιστρέψει στη φυλή της, τοποθετεί τον Επίτροπο στις τάξεις των εχθρών και επισύρει μια αυστηρή τιμωρία με βασανιστήρια και εικονικό απαγχονισμό σε δημόσια θέα μαζί, βέβαια, με την αφαίρεση όλων των προνομίων. Αίφνης, ο Επίτροπος όχι μόνο χάνει το θεσμικό του ρόλο αλλά συγχρόνως διασύρεται και εξευτελίζεται με τρόπο τελετουργικό, πράγμα που τον εξομοιώνει με τους «βάρβαρους» που κατά καιρούς τιμωρήθηκαν από το καθεστώς. Έχει ωστόσο προηγηθεί ένα επίπονο ταξίδι αυτογνωσίας μέσα στην έρημο, στη διάρκεια του οποίου, κάτω από αντίξοες συνθήκες, φυσικές κακουχίες και περισυλλογή , ενεργοποιούνται ακόμη περισσότερο τα ήδη οξυμένα ηθικά αντανακλαστικά του και χαλυβδώνεται περαιτέρω το περί δικαίου φρόνημά του.
Όσο καιρό ο Επίτροπος συζούσε με τη βάρβαρη κοπέλα, προσπαθούσε να συλλέξει πληροφορίες για τα βασανιστήρια που είχε υποστεί η προστατευόμενή του αλλά συνήθως προσέκρουε πάνω σ’ ένα τείχος σιωπής. Η κοπέλα σιωπούσε και άλλαζε συζήτηση οπότε ο Επίτροπος, μελετώντας και επουλώνοντας τις πληγές πάνω στο ταλαιπωρημένο σώμα της, προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει τα μυστικά της βίας, που πάντα όμως του διέφευγαν. Είναι γεγονός πως στο έργο του Κουτσί οι κάθε είδους καταπιεσμένοι και υποπρονομιούχοι εμφανίζονται διστακτικοί και καχύποπτοι απέναντι στη γλώσσα, που μοιάζει να αποτελεί προνομιακό πεδίο του ηγεμονικού λόγου.Παρομοίως στα «Χρόνια του Σιδήρου», οι μαύροι εξεγερμένοι κατά του άπαρτχαιντ είναι πολύ φειδωλοί στα λόγια και αφήνουν σχεδόν πάντα αναπάντητες τις εκκλήσεις της λευκής κυρίας Κάρεν, που διαθέτει ευγλωττία και συμπόνια αλλά αντιπροσωπεύει στα μάτια τους την άρχουσα τάξη.
Απέναντι στην ολισθηρότητα του γλωσσικού σημείου, οι κάθε λογής στοχοποιημένοι «βάρβαροι» αντιτάσσουν την πραγματικότητα του πονεμένου τους σώματος, που είναι το μόνο ικανό να εκφράσει τη βεβαιότητα μιας αλήθειας σπαρακτικής . Όταν ο Επίτροπος περιέρχεται και αυτός στην κατάσταση του θύματος, συνειδητοποιεί αυτομάτως την αλήθεια του πάσχοντος σώματος που αρθρώνεται με τρόπο αναντίρρητο και αδιαμφισβήτητο, και αναδρομικά κατανοεί τη σιωπή της κοπέλας, που τόσο τον παραξένευε και τον ξένιζε, με αποτέλεσμα να τη θεωρεί απροσπέλαστη και απρόσιτη.
Στο Περιμένοντας τους Βαρβάρους, η εξουσία ξέρει με τρόπο επιδέξιο να χειρίζεται τη γλώσσα και να ελέγχει με τη βοήθεια της γλώσσας. Με τη γλώσσα κατασκευάζει και κατονομάζει εχθρούς, τους διαβόητους «βάρβαρους» και με τη γλώσσα δικάζει και καταδικάζει κατασκευάζοντας ενόχους. Επίσης, η γλώσσα μεταμφιέζει τα βασανιστήρια σε «διερεύνηση της αλήθειας» και έτσι ορίζει κατά το δοκούν την αλήθεια και το ψέμα. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που οι διωκόμενοι πεισματικά σιωπούν, αφού η γλώσσα λειτουργεί σε κάθε περίπτωση σε όφελος του διώκτη.
Απέναντι στην αυθαιρεσία του γλωσσικού σημείου , που μπορεί να διαβαστεί έτσι κι αλλιώς, το σώμα του βασανισμένου είναι ένα κείμενο μονοσήμαντο, πάνω στ’ οποίο μπορεί να διαβαστεί μόνο η βία και, ως εκ τούτου, δεν επιτρέπει παρανοήσεις. Το βασανισμένο σώμα δεν επιδέχεται πολλές ερμηνείες και δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες. Τα σημάδια του διαδηλώνουν την παρουσία τους και με τρόπο ανάγλυφο εικονογραφούν μια πραγματικότητα που δε χρειάζεται άλλη επιβεβαίωση, γιατί είναι από μόνη της υπεραρκετή.
O Eπίτροπος επιχειρεί να συναντηθεί με τον Άλλο στον τόπο του σώματος, στον τόπο του πόνου. Με τη συμπάθεια και την ενσυναίσθηση που χαρίζει η εμπειρία του προσωπικού βιώματος, ο Επίτροπος μπορεί να προσεγγίσει τον κόσμο του Άλλου, του βάρβαρου και του ξένου, που πριν φάνταζε αδιαφανής και εχθρικός. Η συνάντηση αυτή γίνεται έξω από το πεδίο της γλώσσας, σε έναν χώρο προ-γλωσσικό, θα έλεγε κανείς, όπου δεσπόζει η αλήθεια του σώματος που υποφέρει και όπου οι λέξεις είναι ανεπαρκείς και άχρηστες. Πάνω στον τόπο του σώματος, ο Επίτροπος διαπιστώνει τη συγγένεια και την ομοιότητα με τον υποτιθέμενο εχθρό, με κείνον που τελεί υπό διωγμό αλλά είναι στην πραγματικότητα τόσο όμοιος με τον εαυτό και τους οικείους.
Στην πρώτη αλλά σημαδιακή συνάντησή του με τον συνταγματάρχη Τζολ, ο Επίτροπος εντυπωσιάζεται από τα σκούρα γυαλιά που φοράει επίμονα ο Τζολ και που λειτουργούν σαν παρωπίδες περιοριστικές της όρασής του. Ο Τζολ αρνείται πεισματικά το βλέμμα και την αλήθεια του Άλλου, του όποιου άλλου και παραμένει καθηλωμένος μέσα στον περίκλειστο, προκατασκευασμένο κόσμο μιας Αυτοκρατορίας φοβικής και συγχρόνως απάνθρωπης, που τελικά κατασπαράσσει τον εαυτό της και τα ίδια τα παιδιά της. Οι βάρβαροι δεν επιτίθενται ποτέ αλλά παρασύρουν το στρατό στην έρημο και με τη φασματική τους, σχεδόν εξαϋλωμένη παρουσία παίζουν με τις αντοχές του και τον φθείρουν ανεπανόρθωτα. Ο Επίτροπος, με τη συνειδητή επιλογή που κάνει τη δύσκολη ώρα της κρίσης, μετατρέπεται από άνθρωπο του τυπικού καθήκοντος και της τάξης σε ανώτερη ηθική οντότητα που δε διστάζει να αναλάβει το τίμημα της προσωπικής ευθύνης.
J. M. Coetzee, Περιμένοντας τους βαρβάρους, πρόλογος-μετάφραση: Μίλτος Φραγκόπουλος, σελ. 280, εκδ. Μεταίχμιο, 2014