Του Θανάση Καράβατου.
Έχουν περάσει κοντά 120 χρόνια από την έκδοση του σημαντικότατου συγγράμματος Αι ψυχώσεις (1889)[1] του γιατρού Σίμωνος Αποστολίδη με το οποίο μετακένωνε τις επιστημονικές και υλιστικές αντιλήψεις που επικρατούσαν εκείνο τον καιρό στην εσπερία σχετικά με τον ψυχισμό και τον εγκέφαλο. Πρόθεση του Αποστολίδη ήταν να αντιπαρατεθεί σε προϋπάρχουσες «καθυστερημένες» αντιλήψεις για τη φρενοπάθεια και να καταθέσει την κατά τη γνώμη του κρατούσα επιστημονική άποψη γι’ αυτή. Η άκρως εκσυγχρονιστική άποψή του, που είναι ταυτόχρονα μηχανιστικά υλιστική και έκδηλα αναγωγιστική, θα επισύρει τις επιθέσεις των ιδεαλιστών ψυχολογούντων της εποχής που επικαλούνται ηθικούς και κοινωνικούς κινδύνους από τη διάδοση αυτών των ιδεών.
Κατά τη συνήθεια της εποχής, ο Αποστολίδης καταφεύγει συχνά στα επιχειρήματα του Jules Soury ενός παλαιού μαθητή και προστατευόμενου του Renan που είχε μια πολυκύμαντη επιστημονική, πολιτική και φιλοσοφική πορεία. Με βασικές σπουδές στη συγκριτική θρησκειολογία έγινε φλογερός υλιστής που έστρεψε το ενδιαφέρον του στις βιολογικές και ιατρικές επιστήμες, παρακολουθώντας στο νοσοκομείο Salpêtrière μαθήματα περί νευρικού συστήματος και φρενικών νοσημάτων. Στο γύρισμα του αιώνα τον θεωρούσαν ως την πιο γνωστή αυθεντία στη Γαλλία σε θέματα ανατομίας και φυσιολογίας του κεντρικού νευρικού συστήματος.
Χαρακτηριστική ήταν η σφοδρή επίθεση που εξαπέλυσε ο Jules Soury εναντίον του Taine που υπερασπιζόταν ένα δυϊστικό ψυχο-φυσικό παραλληλισμό, ανάλογο του Wundt: η μελέτη της ψυχής είναι δουλειά του φυσιολόγου και όχι του φιλοσόφου∙ όλες οι αιτίες των εκδηλώσεων της ευφυΐας πρέπει να αναζητώνται στην φαιά ουσία του εγκεφάλου και είναι μεγάλη ντροπή που ο Taine απέφυγε να χρησιμοποιήσει το Recherches sur le système nerveux cérébro–spinal του JulesLuys, του oνομαστού οργανικιστή νευροψυχιάτρου της εποχής. O Taine απάντησε υπερασπιζόμενος την αυτονομία της ψυχολογίας ως επιστήμης και κατηγορώντας τον Soury για ακραίο αναγωγισμό.[2]
Ο Jules Soury, μέσα από τον άκρατο μηχανιστικό και αναγωγιστικό υλισμό του, δεν θα αργήσει να οδηγηθεί στον ρατσισμό και τον αντισημητισμό, προοιωνίζοντας έτσι τα ιδεολογικά όπλα του γερμανικού ναζισμού. Επρόκειτο για την γνωστή εκτροπή του άκρατου βιολογισμού που νόθευε τα μεγάλα επιτεύγματα της επιστήμης εκείνης της εποχής.
Απέναντι σε αυτούς τους άκρατους αναγωγισμούς και τους μηχανιστικούς υλισμούς δεν θα αργήσει να δημιουργηθεί γρήγορα ένα σημαντικό ρεύμα αντίδρασης που ξεκινούσε, βέβαια, από άλλες αφετηρίες, εξυπηρετώντας ποικίλες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας. Μαζί με άλλους θα πρωτοστατήσει και ο υφηγητής –και αργότερα καθηγητής– της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιγνάτιος Μοσχάκης (1847-1903). Ο κίνδυνος αφορούσε στον «ηθικό εκπεσμό» των ατόμων, ιδίως των νέων, αλλά και στην ανατροπή των θεμελίων της πολιτικής και της κοινωνικής οργάνωσης. Στο πλαίσιο αυτό, ο Μοσχάκης θα αντιταχθεί σε όσους υποστηρίζουν ότι «η ουτωσί καλουμένη της ψυχής ενέργεια είναι απλώς το προϊόν της εγκεφαλικής ουσίας». Ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι μέγιστος, ούτε απολύτως ούτε σχετικώς, συνεπώς το πνεύμα και οι δεξιότητες των ατόμων, των φύλων αλλά και των φυλών δεν εξαρτάται από την κατασκευή και την τελειότητα του εγκεφάλου. Στο πλαίσιο αυτό θα υποστηρίξει ρηξικέλευθες θέσεις σχετικά με την «κατωτερότητα» των γυναικών και των εγχρώμων λαών, επιχειρηματολογώντας εναντίον των υλιστικών μηχανικισμών και αναγωγισμών που την στήριζαν.
Γράφει λοιπόν: Υποστηρίζουν ότι επειδή «αι γυναίκαι έχουσι σχετικώς μικρότερον εγκέφαλον, εντεύθεν και η μικροτέρα αυτών κρίσις και ευφυία». Αν θέλουν, λοιπόν, να είναι συνεπείς πρέπει να αποδεχτούν «ότι το ελλείπον τη γυναική κατά το βάρος του εγκεφάλου αναπληρούται διά της ωραιοτέρας κατασκευής και του είδους του εγκεφάλου αυτής. Ο υλισμός εντούτοις εξακολουθεί εμμένων εις τον αδικαιολόγητον αυτού ισχυρισμόν περί της πνευματικής μειονεξίας της γυναικός». Δεν θα σταθεί μόνο στις επιφανείς γυναίκες της ιστορίας. Θα αναφερθεί σε κάτι σημαντικότερο : «Δεν δύναται τις να εξαγάγη δίκαιον και ορθόν συμπέρασμα συγκρίνων δύο όντα διάφορον έχοντα προορισμόν και υπό διαφόρους περιστάσεις ζώντα [οι πλαγιογραφήσεις δικές μου]. Εκβάλλετε την γυναίκα εκ του οίκου, όστις απορροφά πάσαν αυτής την σκέψιν και την πνευματικήν ενέργειαν∙ απαλλάξατε αυτήν των πολλών και ποικίλων καθηκόντων της συζύγου, της μητρός και της οικοδεσποίνης∙ αφίσατε αυτήν εν τη κοινωνία ν’ ασχολήται ελευθέρως ως ο ανήρ εις οιονδέποτε έργον, και θα ίδητε ότι αι μετριότητες μεταξύ των γυναικών δεν θα ήνε πιθανότατα πλειότεραι ή αι μετριότητες μεταξύ των ανδρών. Αλλά όχι, ας αφήσωμεν την γυναίκα εκεί, όπου πανσόφως έθηκεν αυτήν ο δημιουργός. Δεν έχει ανάγκην η γυνή να εγκεταλείψη τον οίκον, το κέντρον τούτο του υψηλού αυτής προορισμού και να ριφθή εις την κοινωνίαν, ίνα δείξη ότι δεν μειονεκτεί του ανδρός πνευματικώς».[3]
Προσοχή όμως, ένα επιχείρημα στη μάχη κατά του υλισμού ήταν, βέβαια, όχι προτροπή κοινωνικής αλλαγής. Διότι, συνεχίζει ο Ιγνάτιος Μοσχάκης, η γυναίκα έχει τα δικά της χαρίσματα, τη δική της υπεροχή, την πίστη, την αγάπη, την αφοσίωση, την αυταπάρνηση, τη λεπτότητα και την τρυφερότα των αισθημάτων. Είχε και η ιδεαλιστική εκδοχή των πραγμάτων τη δική της αντίστοιξη με τις κοινωνικές παραδοχές της εποχής.
Ο Μοσχάκης θα στραφεί και προς άλλη κατεύθυνση: «Στενώτατα προς τον περί γυναικείον φύλον ισχυρισμόν των υλιστών συνδέεται ο ισχυρισμός αυτών, καθ’ ην η πνευματική μειονεξία των ανθρωπίνων φυλών των ισταμένων υπό της κατωτάτης βαθμίδος της αναπτύξεως προέρχεται εκ του ότι ο εγκέφαλος αυτών είνε μικρότερος και ατελέστερος ή ο των ανεπτυγμένων φυλών». Όμως, «η επιστημονική έρευνα κατέδειξεν ότι πολλοί των βαρβαρωτέρων λαών έχουσιν επίσης ανεπτυγμένον εγκέφαλον, ως οι προεξάρχοντες του πολιτισμού Ευρωπαίοι […]. Αν παρά τοις βαρβάροις λαοίς επικρατεί μειονεξία πνευματική, αιτία τούτου δεν είνε ο εγκέφαλος, αλλ’ αι δυσμενείς περιστάσεις, εν αις ζώσι και αίτινες δεν επιτρέπουσιν αυτοίς την εξάσκησιν και ανάπτυξιν των πνευματικών αυτών δυνμεων. Ότι δε οι βάρβαροι ούτοι λαοί δεν είνε ανεπίδεκτοι πνευματικής αναπτύξεως αποδεικνύει η καθ’ εκάστην πείρα. Πόσοι εκ των βαρβάρων τούτων λαών, τυχόντες ευνοϊκωτέρων περιστάσεων, ποιούσι οσημέραι πνευματικάς προόδους και εκπολιτίζονται! Πόσοι δε άγριοι, εν ευρωπαϊκαίς χώραις γεννηθέντες και ανατραφέντες ηδυνήθησαν να φθάσωσιν εις βαθμόν ευρωπαϊκής πνευματικής αναπτύξεως!». Για τον Ιγνάτιο Μοσχάκη «Η ψυχή λειτουργεί δια του εγκεφάλου, δεν έπεται όμως εντεύθεν ότι η ψυχή είνε ο εγκέφαλος»
*
Μερικά χρόνια αργότερα, στο πλαίσιο της εγκληματολογικής ανθρωπολογίας ο Lombroso και ο Ferrero θα υποστηρίξουν ότι είναι «πολλά τα στοιχεία που προσεγγίζουν την φυσιολογική γυναίκα στον άγριο, το παιδί, τον εγκληματία».[4] Κατά την SandraPuccini «ο θετικιστικός επιστημονισμός του 19ου αιώνα, παρά την πίστη του στην θριαμβεύουσα πρόοδο, αυτοϋπονομευόταν από μια έλλειψη ασφάλειας που εξέφραζε η σχεδόν νοσηρή ανάγκη του να ορίσει, να μετρήσει και να κωδικοποιήσει τη νόρμα». Μη μπορώντας να κατανοήσει τη διαφορά, την εγκλώβιζε, κυρίως, σε μια ιεραρχική κλίμακα και την μετέτρεπε σε κατωτερότητα, ως προς έναν βαθμό πολιτισμού, ένα επίπεδο εξέλιξης. Η νόρμα, στην οποία αντιπαρατίθονταν οι άγριοι, οι εγκληματίες, τα παιδιά και οι γυναίκες, ήταν «ο ενήλικος, λευκός, πολιτισμένος και αστός άνδρας». Με τη διαφορά ότι ενώ οι άγριοι, έστω βραδέως, μπορούσαν να βελτιωθούν, «οι γυναίκες είχαν εγγεγραμμένη στην ανατομία την κατωτερότητά τους». Κι ακόμα, «ενώ οι άγριοι ήταν αλλού και οι εγκληματίες απομονωμένοι, οι γυναίκες βρίσκονταν εδώ, στο εσωτερικό, κοντά στους άνδρες», που όφειλαν να υπερασπιστούν τα προνόμιά τους, εξ ου και η επιδείνωση της μοίρας τους.[5]
Το αποκορύφωμα της σχετικής φιλολογίας βρίσκεται στο έργο του διάσημου νευροψυχιάτρου της Λειψίας Paul-JuliusMoebius (1853-1907). Η φυσιολογική αμβλύνοια της γυναικός (κατά την ελληνική έκδοση του Ελευθερουδάκη, 1924), στο οποίο η γυναίκα παρουσιάζεται ως κατώτερο ον, εγκλωβισμένο στις ενστικτώδεις εκδηλώσεις, εξ αιτίας της περιορισμένης ανάπτυξης των εγκεφαλικών ημισφαιρίων της. Ο Moebius ανήκε στους νευροψυχιάτρους του τέλους του 19ου αιώνα που ώθησαν την ψυχιατρική προς την δυναμική της κατεύθυνση: το 1888, μελετώντας την υστερία, υποστήριξε ότι οι σωματικές εκδηλώσεις της ήταν αποτέλεσμα ψυχικών αναπαραστάσεων. Έχοντας μεταφράσει (1891) τα Leçons Cliniques του Magnanκαι αποδεχόμενος την τάξη των «ανωτέρων εκφύλων» [θα ενταχθεί αργότερα και με άλλα ονόματα στις νευρώσεων], όπου τοποθετούσε και τον εαυτό του, δημιούργησε τις λεγόμενες παθογραφίες, βιογραφίες μεγάλων ανδρών βασισμένων στην κληρονομικότητα, την σωματική ιδιοσυστασία και την ψυχοπαθολογία τους, ένα ιατρο-λογοτεχνικό είδος που θα απογειωθεί με την εμφάνιση της ψυχανάλυσης.[6]
[1] Αι ψυχώσεις. Μελέται ιατρικαί, κοινωνιολογικαί και φιλοσοφικαί περί φρενοπαθειών. Υπό Σίμωνος Αποστολίδου ιατρού. Εν Αθήναις εκ της τυπογραφίας Ν. Ιγγλέση 1889.
[2] Le Temps, 3, 8, 12 Aug 1873, (αναφέρεται από τoν Toby Gelfand, «From religious to bio-medical anti-semitism: the career of Jules Soury», στo Ann La Berge, Mordechai Feingold (Eds) French medical culture in the nineteenth century, Clio Medica, Ροdopi, Amsterdam-Atlanda GA 1994, 25, 248-279.
[3] Εγκέφαλος και ψυχή. Μελέτη αναγνωσθείσα εν τω Φιλολογικώ Συλλόγω Παρνασσώ. Υπό Ιγνατίου Μοσχάκη, υφηγητού της Θεολογίας. Ανατυπωθείσα εκ του Παρνασσού. Εν Αθήναις εκ του τυπογραφείου Αλεξ. Παπαγεωργίου 1887
[4] La donna delinquente, la prostitua e la donna normale, 1893, (συμπλήρωμα του L’uommo delinquent). To παράθεμα στο: Sandra Puccini, «La femme ou l’humanité inachevée», στο Cl Blanckaert (Ed) «Des sciences contre l’ homme». Autrement, volume Ι, Serie Science en Societé Νο 8, Mars 1993, 50-63. Η μετάφραση δική μου από τα γαλλικά].
[5] Sandra Puccini. La femme ou l’humanité inachevée… Βλ προηγούμενη υποσημείωση.
[6] Postel L, Quetel Cl (Eds), Nouvelle Histoire de la Psychiatrie, Toulouse, Privat 1983, 682.