Του Θανάση Καράβατου.
«Εμάς τους ερασιτέχνες, πάντα μας ενδιέφερε να γνωρίσουμε από πού παίρνει τα θέματά του ο συγγραφέας». Έτσι άρχιζε οFreud τη διάλεξή του για «τον συγγραφέα και τη φαντασία» που δόθηκε στη Βιέννη, το 1907 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδαDie Zeit. Το λέει και ο τίτλος της διάλεξης, στη φαντασία θα ανατρέξει ο Freud, αρχίζοντας από το παιδικό παιχνίδι και φτάνοντας στο όνειρο, στα λεγόμενα «όνειρα της ημέρας» και το Εγώ, τον «ήρωα κάθε ονείρου ημέρας και κάθε μυθιστορήματος» [1]. Από τη μεριά της, η κοινωνιολογία της λογοτεχνίας θα θεωρήσει πως «κατά βάθος, το μυθιστόρημα, όντας καθ’ όλη την πρώτη περίοδο της ιστορίας του μια βιογραφία κι ένα κοινωνικό χρονικό, μπόρεσε πάντα να μας δείξει πως το κοινωνικό χρονικό αντικατόπτριζε, κατά το μάλλον ή ήττον, την κοινωνία της εποχής»∙ [2] έναν κοινό τόπο δηλαδή, λογοτεχνίας και επιστήμης που πορεύονται παράλληλα, αλλά και εν δια-πλοκή, όπως θα δούμε. Έτσι κι αλλιώς, η λογοτεχνία διατηρούσε από παλιά στενές σχέσεις με την ιατρική διά μέσου των ηρώων της [π.χ. τον «επαρχιακό γιατρό» του Μπαλζάκ ή τον «Δρ Τζέκυλλ / κ. Χάυντ» του Στήβενσον], αλλά και δια μέσου των συγγραφέων που είναι και γιατροί, [π.χ. τον Τσέχωφ ή τον Νιρβάνα, τον νευρολόγο ψυχίατρο του ναυτικού Πέτρο Αποστολίδη].
Η λογοτεχνία [η τέχνη γενικότερα] δανειζόταν πάντα από τη μεγάλη δεξαμενή των επιστημονικών γνώσεων κάθε εποχής. Όχι φυσικά μόνο απ’ αυτές, πλην όμως ο Ροΐδης τοποθετούσε πρώτο-πρώτο τον επιστήμονα στον κατάλογο των «διηνεκών του συγγραφέως συνεργατών». Τον «επιστήμονα» μαζί με τον «αχθοφόρο», κι ύστερα συμπλήρωνε με άλλα ζεύγη: τον πολίτη και τον αγρότη, τον δικαστή και τον υπόδικο, τον ιεροκήρυκα και τον λωποδύτη, τη σεμνή οικοδέσποινα και την υπότροφο του χαμαιτυπείου. «Έκαστος αυτών υπό όλως διαφόρους διάγων συνθήκας, εξ άλλης βλέπων τον κόσμον σκοπιάς, άλλως σκεπτόμενος και άλλως αισθανόμενος, κατορθώνει πλειστάκις να εικονίσει μετ’ ανωτέρας της συνήθους εμφάνσεως και ακριβείας όσα ζωηρότερον συγκινούσιν» [3]. Ήταν η εποχή του θριαμβεύοντος θετικισμού που με την αντικειμενικότητά του είχε διαδεχτεί ρομαντικό λυρισμό του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, εισάγοντας την καθαρή παρατήρηση, όπως στη φυσική, ακόμα και στη μελέτη των ηθικών φαινομένων [4].
Η ιατρική κατά τον 19ο αιώνα
Ο θετικισμός
Ιητρική δε πάντα πάλαι υπάρχει [5]. Η ιπποκρατική αυτή ρήση μετράει τα χρόνια της ιατρικής με την ηλικία της ανθρωπότητας. Της δυτικής ιατρικής, όμως, η αρχή βρίσκεται στην αρχαιοελληνική ιατρική (και τα εξ Ανατολών δάνειά της), απ’ όπου θα αρχίσει η προοδευτική της «ανέλιξη» μέσα από τον «διαρκή της αγώνα για την αντιμετώπιση της αβεβαιότητας» που συνόδευε πάντα τις διαγνωστικές και θεραπευτικές της πρακτικές. Διαχρονικά, άλλωστε, τα προβλήματα θεωρίας και πρακτικής, σε δυναμική πάντα αλληλεπίδραση με το κοινωνικο-πολιτισμικό περιβάλλον κάθε περιόδου, και μακρόχρονη η πορεία: από τα υπερφυσικά στοιχεία και τις δεισιδαιμονίες της μαγικής ιατρικής, στην ιπποκρατική ιατρική του ορθολογισμού, της εμπειρίας και της παρατήρησης, κι από εκεί, διαμέσου του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, στις μεγάλες ιστορικές τομές του 19ου αιώνα, που αρχίζουν με την επικράτηση μιας μηχανοκρατικής εικόνας του κόσμου [κυριαρχία της νευτώνιας φυσικής, ενισχυμένη με την καντιανή φιλοσοφική επικύρωση], την κοινωνική αναβάθμιση της επιστήμης [ταχύτατες τεχνολογικές εφαρμογές της επιστημονικής προόδου] και το συνακόλουθο αυξημένο κύρος των επιστημόνων [6].
Στο πλαίσιο αυτό, θα προστεθούν, χωρίς να καταργούν το κλασικό κλινικό μοντέλο του Sydenham, και νέα μοντέλα για τη νόσο με βάση: (α) την παθολογική ανατομία [Morgani & Bichat], (β) την εντοπιστική παθολογία, μαζί με την επινόηση νέων εργαλείων –τα πολυάριθμα και ποικίλα «–σκόπια», [π.χ. στηθοσκόπιο, οφθαλμοσκόπιο, λαρυγγοσκόπιο] που ξεκινούν από την σχολή του Παρισιού [Laënnec] και συνοδεύουν την παράλληλη διαδικασία που οδηγεί, με αρκετές αντιστάσεις, στις ιατρικές ειδικότητες, (γ) τη μικροσκοπική ιστοπαθολογία [Virchow], (δ) το έργο των παστοριανών με την αναζήτηση της μικροβιακής αιτιολογία, το κέντρο βάρους, (ε) τη φυσιοπαθολογία και την πειραματική ιατρική [Claude Bernard], [7, 8].
*
Ανατρέχοντας στην ιστορία της φιλοσοφίας [9, 10], θα δούμε ότι ο φιλοσοφικός θετικισμός του 19ου αιώνα οικοδομήθηκε πάνω στην απόλυτη πίστη των δυνατοτήτων που παρείχαν οι αναπτυσσόμενες τότε φυσικές επιστήμες, στη φαντασιωσική παντοδυναμία δηλαδή του «επιστημονισμού» που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή. Εποχή της μεγάλης χίμαιρας, της απόλυτης βεβαιότητας ότι τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας θα ήταν ικανά να αλλάξουν τον κόσμο, αντίληψη που είχε δεόντως προετοιμάσει ο εμπειρισμός του John Lock, η εξελικτική φιλοσοφία του Herbert Spencer και ο θετικισμός του AugusteCompte. Σε γενικές γραμμές, το «θετικό» πνεύμα, απέρριπτε κάθε μεταφυσική εξήγηση των φαινομένων, εγκατέλειπε δηλαδή το «γιατί» [αγνωστικισμός] και προσηλωνόταν στο «πώς», για να διατυπώσει στη γλώσσα των μαθηματικών τους νόμους της φύσης μετά από ενδελεχή παρατήρηση και πειραματισμό.
Η ιατρική ήταν μεταξύ των ανερχόμενων τότε επιστημών, που με τις ραγδαίες και συνεχώς καινοτομικές εξελίξεις της τροφοδοτούσαν ένα αμιγές, μονιστικό, υλιστικό ρεύμα, έτσι ώστε να είναι κυρίως ιατρικός ο υλισμός του 19ου αιώνα [11]. Θα τον περιορίσει ο θετικισμός του Auguste Comte. Στα χρόνια όμως γύρω από το 1860, όταν ο ριζοσπαστικός υλισμός έχει για τα καλά φουντώσει, κυρίως στη Γερμανία (Vogt, Buchner, Moleschott), θα είναι «εύκολη» η κατηγορία του υλισμού που εκτοξεύουν οι ιδεαλιστές εναντίον και των εμπειριστών και αγνωστικιστών θετικιστών, αλλά και αναπόφευκτος ο χαρακτηρισμός τους, από τη μεριά των υλιστών, ως «ντροπαλών υλιστών», όταν δεν τους θεωρούν εμπόδιο στην ανάπτυξη του υλισμού∙ Ο υλισμός της εποχής εκείνης ήταν απόλυτα μηχανοκρατικός τον οποίο δεν αποδέχονταν οι θετικιστές. [11, 12]
Ο θετικισμός της ψυχολογίας του Η. Taine, για παράδειγμα, ο οποίος στο πρόβλημα της σχέσης σώματος και ψυχής προτιμούσε την εκδοχή της μεταξύ τους παραλληλίας: εγκέφαλος και ψυχή είναι ένα «συμβεβηκός» με δύο όψεις, τη μια σωματική την άλλη ψυχική (De l’ Intelligence 1870). Αυτός ο ψυχο-φυσικός ή ψυχο-φυσιολογικός παραλληλισμός, θα βρει τη σαφέστερη διατύπωσή του, στον Fechner και, κυρίως, στον Wundt [10].
Αντίπαλος του μηχανικισμού ήταν και ο βιταλισμός που ερμήνευε τη ζωή, όχι μέσω του πνεύματος, αλλά δια τηςζωϊκής δυνάμεως. Μιας δύναμης, ίδιας τάξης με τις άλλες φυσικές ή χημικές δυνάμεις της Φύσης, οι οποίες, όμως, δεν ανάγονται σε απλές μηχανικές ή φυσικοχημικές διαδικασίες και επομένως δεν υπόκεινται στην πειραματική επιστημονική ανάλυση. Ο βιταλισμός ήταν το γνώρισμα της ιατρικής Σχολής του Montpellier στην οποία αντιτάχτηκε η κλινική, θετικιστική Σχολή του Παρισιού [13, 14, 15].
Ιδιαίτερα καθοριστικό θα είναι το θεωρητικό έργο του Claude Bernard (1813-1878), η Εισαγωγή στη μελέτη της πειραματική ιατρικής [200 σελίδες] την οποία εξέδωσε το 1865, καταστάλαγμα της δουλειάς μιας τουλάχιστον εικοσαετίας με την οποία παραμέρισε κάθε a priori –τις βιταλιστικές κυρίως βεβαιότητες– για να μελετήσει την πειραματική και μόνο πραγματικότητα και να υιοθετήσει αποκλειστικά τον πειραματικό ντετερμινισμό [16] που συνετέλεσε, στην αποφασιστική στροφή της ιατρικής στον θετικισμό.
Ιδού, ενδεικτικά, κάποιοι τίτλοι κεφαλαίων του συγγράμματος:
- Το πείραμα δεν είναι παρά μια προκλητή παρατήρηση
- Στις επιστήμες των ζώντων σωμάτων, όπως και της άζωης ύλης ο πειραματιστής δεν δημιουργεί τίποτε. Υπακούει απλώς στου νόμους της φύσης
- Η πειραματική έρευνα αρχίζει είτε με μια παρατήρηση είτε με μια υπόθεση ή θεωρία
- Η πειραματική κριτική οφείλει να στηρίζεται σε γεγονότα ποτέ σε λόγια
- Η πειραματική ιατρική δεν συμμορφώνεται σε κανένα δόγμα, σε κανένα φιλοσοφικό σύστημα
Ο επιστημολόγος Georges Canguilhem έγραφε το 1989: «Αν ένα βιβλίο αποταμιεύει κάποιο νόημα, αυτό συμβαίνει επειδή εξακολουθεί να διαβάζεται. Αν το βιβλίο του Claude Bernard είναι πάντα ανοιχτό, αυτό συμβαίνει επειδή δείχνει, από τον τίτλο του κιόλας, ένα άνοιγμα στην επιστημονική σκέψη» [17]. Το βιβλίο αυτό θα ενισχύσει και τον παράλληλα διαμορφούμενο νατουραλισμό, εμπνέοντας ιδιαίτερα τον Émil Zola που θα συγκεντρώσει σε ένα τόμο τα κείμενά του για τοΠειραματικό Μυθιστόρημα.
Ο νατουραλισμός
O 19ος αιώνας είναι, όπως έχω ήδη πει, ο αιώνας της φαντασιωσικής επιστημονικής παντοδυναμίας που αντλούνταν από τη γενικότερη στροφή του ενδιαφέροντος στην επιστήμη, αλλά και από την ορατή, πρακτική εφαρμογή των πορισμάτων της επιστημονικής έρευνας, που υπεραφθονούσαν εκείνη την εποχή. Τα επιτεύγματα στη φυσική, τη χημεία και κυρίως τη βιολογία και την ιατρική θεωρούνται θαυμαστά, ανεκτίμητα, ικανά να «διορθώσουν» τον κόσμο. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις εισβάλλουν από κάθε πλευρά στην πνευματική ζωή και διεκδικούν τη λογοτεχνική τους έκφραση. Το βλέπουμε, για παράδειγμα στην Ανθρώπινη κωμωδία του Balzac, ο οποίος μας παραπέμπει από την εισαγωγή του στο έργο του γάλλου φυσιοδίφη Étienne Geoffroy Saint-Hilaire. Όπως και στη σειρά των είκοσι μυθιστορημάτων του Zola, υπό τον γενικό τίτλο LesRougon–Macquart [Λε Ρουγκόν Μακάρ] και υπότιτλο Φυσική και κοινωνική ιστορία μιας οικογένειας την εποχή της δεύτερης αυτοκρατορίας –που είναι απόηχος της φράσης του Hyppolite Taine «η κοινωνική ιστορία δεν είναι παρά προέκταση της φυσικής ιστορίας» [4]–, για τη συγγραφή των οποίων κατέφυγε στις περί κληρονομικότητας αντιλήψεις των Lucas, Moreau deTours, Ballet, Morel, Magnan, Charcot, Darwin, Galton, Haeckel, Weisman [18, 19].
Τα παραδείγματα αυτά ανήκουν στο λογοτεχνικό ρεύμα του νατουραλισμού, κύριος εισηγητής του οποίου υπήρξε ο Émil Zola. Τρεις είναι, κατά την Lilian Furst και τον Peter Skrine, οι σημαντικοί παράγοντες που το διαμόρφωσαν: (α) η βιομηχανική επανάσταση, με τις κοινωνικές της επιπτώσεις, (β) η δαρβινική θεωρία και οι μελέτες για την κληρονομικότητα, (γ) η εισαγωγή της πειραματικής μεθόδου στην ιατρική [20]. Θα σταθώ στον δεύτερο και το τρίτον παράγοντα που βρίσκονται στο επίκεντρο του θέματός μου.
Ο Ηyppolite Taine ήταν σαφής: η λογοτεχνία ανάγεται σε τρεις αιτίες, «την κληρονομικότητα, το περιβάλλον και την παρούσα στιγμή». Κι ο μεγάλος Ernest Renan (Το μέλλον της επιστήμης, 1848), θα φτάσει να ονειρευτεί μια «άλλη» ποίηση: «Ο πραγματικός κόσμος που μας αποκαλύπτεται από την επιστήμη είναι ασύγκριτα ανώτερος από τον ανυπόστατο κόσμο που είναι γέννημα της φαντασίας […]. Είναι μάταιο να φουσκώνουμε τις ιδέες μας, να θυσιάζουμε την ουσιαστική πραγματικότητα για λίγα θρύψαλα που επινοήσαμε […] αν τα θαύματα της φαντασίας θεωρήθηκαν πάντα απαραίτητα για την ποίηση, τα θαύματα της φύσης, όταν θα αποκαλυφθούν με όλη τους τη λαμπρότητα, θα αποτελέσουν μια ποίηση χίλιες φορές πιο μεγαλειώδη, μια ποίηση που θα είναι η ίδια η πραγματικότητα, που θα είναι μαζί και επιστήμη και φιλοσοφία» [21].
Κι ο αρχηγέτης του νατουραλιστικού κινήματος Émil Zola θα συμπυκνώσει το 1880 τις απόψεις του, στο Πειραματικό μυθιστόρημα όπου μεταξύ άλλων γράψει: «Στις λογοτεχνικές μου μελέτες έχω αναφερθεί συχνά στην εφαρμογή της πειραματικής μεθόδου στο μυθιστόρημα και το δράμα. Η επιστροφή στη φύση, η φυσική εξέλιξη, που κυριαρχεί στον αιώνα μας, ωθεί σιγά σιγά όλες τις εκδηλώσεις της ανθρώπινης διάνοιας προς την ίδια επιστημονική οδό. Μόνο που για λόγους έλλειψης ακρίβειας και σαφήνειας, η ιδέα μιας λογοτεχνίας η οποία θα καθορίζεται από την επιστήμη ξάφνιασε. Είναι λοιπόν χρήσιμο να δηλώσω ξεκάθαρα αυτό που εγώ εννοώ ως πειραματικό μυθιστόρημα. Μου αρκεί να κάνω μόνο μια κάποια προσαρμογή, καθώς η πειραματική μέθοδος καθιερώθηκε με αξιοθαύμαστη δύναμη και διαύγεια από τον Claude Bernard, στην Εισαγωγή του για την πειραματική ιατρική. Πρόκειται για το βιβλίο μιας επιστημονικής αυθεντίας που θα μου χρησιμεύσει ως στερεή βάση για να αντλήσω κάθε τι σχετικό με το θέμα μου. Θα περιοριστώ έτσι να παραθέσω ως ακαταμάχητα επιχειρήματα κάποια χρήσιμα παραθέματα που θα συρράψω, γιατί λογαριάζω να ακολουθήσω τον Claude Bernard σε όλα τα σημεία. Τις πιο πολλές φορές θα μου αρκεί να αντικαθιστώ τη λέξη «γιατρός» με τη λέξη «μυθιστοριογράφος», για να κάνω τη σκέψη μου σαφή και να της προσδίδω την αυστηρότητα μιας επιστημονικής αλήθειας. […] Το πειραματικό μυθιστόρημα είναι μια από τις συνέπειες της επιστημονικής εξέλιξης του αιώνα∙ συνεχίζει και συμπληρώνει τη φυσιολογία η οποία με τη σειρά της στηρίζεται στη χημεία και τη φυσική∙ υποκαθιστά τη μελέτη του αφηρημένου, μεταφυσικού ανθρώπου με τη μελέτη του φυσικού ανθρώπου που υπόκειται στους φυσικο-χημικούς νόμους και καθορίζεται από τις επιδράσεις του περιβάλλοντος.» [22].
Ο νατουραλισμός διαφέρει από τον ρεαλισμό, αλλά και «δεν είναι ανεξάρτητος από αυτόν», εξ ου και η επικρατούσα ενίοτε σύγχυση, καθώς και ο ίδιος ο Zola «δεν διαχώριζε σαφώς τους όρους. […] Η πιο κατάλληλη εικόνα, για να γίνει κατανοητή η σχέση των δύο όρων, είναι εκείνη των σιαμαίων διδύμων, που έχουν χωριστά άκρα, μοιράζονται όμως ορισμένα όργανα. Το κοινό σημείο ρεαλιστών και νατουραλιστών είναι η θεμελιώδης πίστη, ότι η τέχνη αποτελεί στην ουσία μια μιμητική αντικειμενική απεικόνιση της εξωτερικής πραγματικότητας –σε αντίθεση προς τη φανταστική, υποκειμενική παραποίηση των ρομαντικών. Οι νατουραλιστές, με την απολύτως μιμητική απεικόνιση της εξωτερικής πραγματικότητας που προβάλλουν, θα επιδεινώσουν τελικά τον ρεαλισμό. Διότι, αντίθετα προς την ουδέτερη στάση των ρεαλιστών, αυτοί «παρατηρούν τη ζωή» αλλά «περιμένουν ήδη ένα καθορισμένο πρότυπο». Τούτο «αντιστρέφει» και την αρχική ώθηση, την «ικανότητα για γνώση» και «δεν εξυπηρετεί ούτε τη λογοτεχνία ούτε τις επιστήμες» [20, σελ. 13-18]. Οι Furst & Skrine σημειώνουν: Υπάρχουν ακόμα και κωμικές ιστορίες από τα ταξίδια των νατουραλιστών με το σημειωματάριο στο χέρι – «ο Zola να ταρακουνιέται σε μια ατμομηχανή για το Ανθρώπινο Κτήνος, να κατεβαίνει σε ορυχεία για το Ζερμινάλ, να μετράει τις διαστάσεις του δωματίου μιας πόρνης για τη Νανά» [20, σελ. 23]. Σε αντίστιξη βρίσκεται η παρατήρηση του Mirko Grmek που αναφέρει πως το μόνο πράγμα που άξιζε για τον Claude Bernard ήταν οι σημειώσεις του εργαστηρίου του που κληρονόμησε στους μαθητές του για να τις διασώσουν και να καταλάβουν καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο εργαζόταν [23].
Η Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού προσδιόριζε πρόσφατα τη σχέση νατουραλισμού και ρεαλισμού ως σχέση δύο υπάλληλων εννοιών, στενότερη έννοια ο πρώτος, ευρύτερη ο δεύτερος. Γι’ αυτό, όλος ο νατουραλισμός είναι ρεαλισμός, ενώ δεν ισχύει και το αντίστροφο. Βασικός λόγος η απαίτηση του πρώτου να εφαρμόζεται μια ορισμένη, αυστηρά επιστημονική μέθοδος κατά την παραγωγή ενός έργου, μέθοδος ανάλογη με αυτήν των φυσικών επιστημών, οι αρχές της οποίας είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί στην θετικιστική κριτική της λογοτεχνίας, κυρίως από τον Taine. Ο νατουραλισμός ενός έργου δεν βρίσκεται στην υπόθεσή του αλλά στην ερμηνεία των πράξεων των ηρώων, βασισμένη κατά κύριο λόγο στη λειτουργία του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος, την κληρονομικότητα και το περιβάλλον. Ο ρεαλισμός προέρχεται από τη φιλοσοφία κι έχει έναν αντικειμενικό σκοπό: να φτάσει την πραγματικότητα, ο νατουραλισμός προέρχεται από τη φυσική φιλοσοφία ή επιστήμη, και περιγράφει τη μέθοδο που θα μας οδηγήσει στην επίτευξη της πραγματικότητας, [24].
Το συμπέρασμα των Furst & Skrine είναι πως με τον νατουραλισμό ούτε η τέχνη έγινε φύση ούτε ο καλλιτέχνης έγινε επιστήμονας και, ευτυχώς, οι νατουραλιστές «δεν πραγματοποίησαν ό,τι ακριβώς κήρυτταν». Επειδή «το μάτι του παρατηρητή δεν ήταν ένας άψυχος φωτογραφικός φακός, η εικόνα της πραγματικότητας σε κάθε νατουραλιστικό έργο είναι φανερά υποκειμενική». […] ο νατουραλισμός πέτυχε καλύτερα εκεί που φάνηκε πως απέτυχε, δηλαδή όταν απομακρύνθηκε από τις ίδιες τις προθέσεις του ή, μάλλον, όταν τις ξεπέρασε. Σαν σοβαρή προσπάθεια ευθυγράμμισης της τέχνης με την επιστήμη απέτυχε, όπως ήταν επόμενο για ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα» [20, σελ 94-97. Ανάλογη είναι και η άποψη που εξέφρασε πρόσφατα ο Adolfo Fernandez-Zoïla: O Zola μπορεί να περιγράφει σκηνές από τέσσερα επαγγέλματα σε ένα μυθιστόρημα, να καταθέτει μια κλινική περιγραφή κάπου αλλού, προτείνει όμως μια εντελώς μυθοπλαστική οργάνωση της εργασίας και της οικογενειακής ζωής. Δανείζεται και εφευρίσκει, παίρνει από την πραγματικότητα, ενώ «τακτοποιεί τα πράγματα σύμφωνα με μια ρομαντική φλέβα για να προχωρήσει σε κάτι που μοιάζει με πειραματισμό […] αλίμονο σε όποιον αφεθεί να πιστέψει απλοϊκά ότι ο νατουραλισμός απλώς αντιγράφει, ότι είναι φωτοτυπία του πραγματικού και του φυσικού. Όλα είναι πυροτέχνημα, δηλαδή τέχνη» [25].
Στο Συνέδριο που οργάνωσε το 2001 η Ελληνική Εταιρεία Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας, με θέμα τονΝατουραλισμό στην Ελλάδα, ξεχώρισε η παρέμβαση του ομότιμου καθηγητή της Σορβόννης Henri Mitterand, ιδρυτή και διευθυντή του «Κέντρου Ερευνών για τον Ζολά και τον Νατουραλισμό», καθώς πρότεινε «να απελευθερώσουμε τον Ζολά από τον νατουραλισμό», να «σχετικοποιήσουμε» αυτό που ο ίδιος ονόμασε νατουραλισμό και να δούμε λιγότερο σχηματικά τις σχέσεις μεταξύ των θεωρητικών του προτάσεων (εισαγωγές, άρθρα, αλληλογραφία) και της μυθιστορηματικής του δημιουργίας, εξερευνώντας δηλαδή τις συγκλίσεις και τις αποκλίσεις τους. Πάει να πει πως πρέπει να ξεχωρίσουμε τον «λόγο» του από τη «διήγησή» του, που τη βλέπει να φτάνει ως και τα όρια ενός υπέρ-νατουραλισμού (sur-naturalisme) – «επιστροφή στο πραγματικό, αλλά στο πραγματικό μέσα στην ανησυχητική παραξενιά του», [26].
Εντοπίζεται όμως και ένα «παραλογοτεχνικό και παραεπιστημονικό» επιστημονικό μυθιστόρημα στα μέσα του 19ουαιώνα. Ο χαρακτηρισμός είναι του Arnaud Saint-Martin για να αποδώσει μια περίπτωση που επιχειρεί και αυτή να προσεγγίσει λογοτεχνία και επιστήμη, αθροίζοντας στη διήγηση επιστημονικές πληροφορίες, πραγματικές ή υποθετικές, κατά το παράδειγμα μιας «λαϊκής λογοτεχνίας», «δημοσιογραφικής εκλαΐκευσης» ή «λαϊκής κουλτούρας», εξ ου και η κριτική που δέχτηκε για έλλειψη σοβαρότητας τόσο από λογοτέχνες όσο κι από επιστήμονες που την κράτησαν περιθωριακή στην αρχή. Λίαν γνωστό το παράδειγμα των έργων του Jules Verne για τον οποίο ο Émil Zola αμφισβήτησε έντονα τις λογοτεχνικές αξιώσεις του [27].
Εν είδει συμπεράσματος
Κοινός τόπος και της επιστήμης και της τέχνης είναι η κοινωνία. Αυτονόητα, λοιπόν, όχι μόνο πορεύονται σε παράλληλους δρόμους αλλά και αλληλοδιαπλέκονται: Συχνά, λοιπόν, ο επιστημονικός λόγος μεταφέρεται στο ευρύτερο κοινό μέσω της λογοτεχνίας, όπως, για παράδειγμα, εδώ στον τόπο μας με τη διάχυση ψυχαναλυτικών εννοιών στην ελληνική κοινωνία μέσω των μυθιστορημάτων του Καραγάτση και της ψυχιατρικής θεωρίας του εκφυλισμού [ως προς έναν ιδεατό τύπο ανθρώπου (τουMorel, 1857) ή σε σχέση προς τους γεννήτορες (του Magnan, 1874)] από τον Ξενόπουλο. Αλλά συμβαίνει και αντίστροφα, όπως παρατηρούν οι Alexander και Selesnick: στη διάρκεια της Αναγέννησης, «το λογοτεχνικό ταλέντο του Ραμπελαί και του Βοκκάκιου τους επιτρέπει να εκφράσουν, με νεωτερικό τρόπο τις βασικές ορμές του ανθρώπου, που αποσιωπούνταν για αιώνες», φέρνοντάς τες στο προσκήνιο, και το επιστημονικό προσκήνιο φυσικά [28].
Πριν από δέκα και περισσότερα χρόνια το British Journal of Psychiatry αναδιφούσε και σχολίαζε λογοτεχνικά κείμενα συγγραφέων, τόσο διαφορετικών μεταξύ τους όπως είναι ο Σκοτ, ο Ντίκενς, ο Τέννυσον, ο Τολστόι, ο Προυστ και πολλοί άλλοι, που είχαν καταγράψει εμπειρίες déjà vu. Δινόταν έτσι η ευκαιρία στους συγγραφείς του άρθρου να προτρέψουν τους ψυχιάτρους να ξεπεράσουν τα όρια της επιστημονικής βιβλιογραφίας τους και να διαβάσουν ποίηση και πρόζα [29].
Οι δυο αυτές αμφίδρομες σχέσεις έχουν την ιστορία τους: οι ρίζες τους αντλούν από το έδαφος που τους εξέθρεψε ως αυτόνομους τομείς, καθώς άρχιζαν να απαλλάσσονται από τις θεολογικές ερμηνείες του κόσμου στα χρόνια της Αναγέννησης, αναζητώντας την περιγραφή του κόσμου και των εμπειριών. «Είναι αυτονόητη η συμφωνία ανάμεσα στον Άμλετ, τον Μάκβεθ, τον Ριχάρδο τον ΙΙΙ, από τη μια, και στο πνεύμα που παρακινούσε την περιέργεια του Montaigne, του Bacon ή του Galilei, από την άλλη» [30].
Όντως, τα «ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού φαινομένου είναι η δραματοποίηση μιας εξέλιξης, η δημιουργία μιας φανταστικής πλοκής, που τα συνθετικά τους στοιχεία προέρχονται από την πραγματική ζωή και τις πραγματικές πεποιθήσεις», πλην όμως «εμφανίζονται ταυτόχρονα και γίνονται αισθητά με ένα διαφορετικό, σε σημαντικό βαθμό, τρόπο και η διαφορά αυτή είναι το δημιούργημα της φαντασίας, της μεθόδου αυτής της δημιουργίας, της ιδιαίτερης και απόλυτα πρωτότυπης φανταστικής συγκρότησης» [31]. Η «διαφορά» αυτή θα τείνει να εξαφανιστεί εντός του ακραίου νατουραλιστικού παραδείγματος.
Προς άλλη κατεύθυνση θα ωθήσει ο ρομαντισμός του Novalis, όταν υποστηρίζει πως «η τέλεια μορφή των επιστημών πρέπει να είναι ποιητική» [30]. Η νέα κατεύθυνση θα προκύψει, σχηματικά, από τις επιστήμες του ανθρώπου, όπως τις προετοίμασε η στροφή της λογοτεχνίας στην εσωτερικότητα του ατόμου. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που κάποια θέματα των σχέσεων λογοτεχνίας και επιστημών του ανθρώπου [η απήχηση του Goethe στην κατασκευή της ψυχολογίας της μορφής από τον Koehler, η αναφορά στους χαρακτήρες του La Bruyère στα μαθήματα του Adam Smith] παρουσιάστηκαν στο αφιέρωμα του περιοδικού Revue d’Histoire des Sciences Humaines, με εισαγωγικό κύριο άρθρο του γάλλου ψυχαναλυτή και επιστημολόγου Pierre-Henri Castel υπό τον ρητορικά ερωτηματικό τίτλο «Η λογοτεχνία, εργαστήριο των επιστημών του ανθρώπου;» [32].
Είναι γνωστές, βέβαια, από παλιά οι αμοιβαίες εκατέρωθεν ωσμώσεις λογοτεχνίας και των τριών «Ψ» [ψυχολογίας – ψυχιατρικής – ψυχανάλυσης]. Όπως, για παράδειγμα, γίνεται με τα «ταξίδια» γύρω από ένα ντιβάνι, για να θυμηθώ το τίτλο του κύριου άρθρου με το οποίο ο Jean-Louis Hue εισήγαγε το αφιερωμένο στους συγγραφείς και την ψυχανάλυση τεύχος του περιοδικού Magazine Litteraire. Το ομιλείν και το γράφειν μοιάζουν αλλά δεν είναι δυο απολύτως απομακρυσμένες διαδικασίες, παρατηρεί ο Jean-Louis Hue. Το ντιβάνι, λέει, ευνοεί αναμφίβολα το λέγειν που κατασκευάζει μια ομιλία σε αναζήτηση μιας αλήθειας και μοιάζει με ένα υπό κατασκευή μυθιστόρημα. Αφθονούν τα μυθιστορήματα, που γέμουν ψυχανάλυσης, ιδίως σήμερα [33].
Επίμετρο
Θα κλείσω με ένα απόσπασμα από το σύγχρονο μυθιστόρημα Breakfast of champions [Το μπρέκφαστ των πρωταθλητών] του Kurt Vonnegut Jr. [Dell, New York 1973] που δανείζομαι από ένα γαλλικό βιβλίο που αναφέρεται στη ψυχοσωματική εκκινώντας από τη βιολογία του στρες [34]. Τη βιολογία του στρες καταγράφει και ο συγγραφέας του Κερτ Βόνεγκατ [1922-2007] που «ήταν ένας μελαγχολικός χιουμορίστας με σπουδές βιολογίας και ανθρωπολογίας. Στα μυθιστορήματά του, η επιστημονική φαντασία ήταν βασικό στοιχείο αλλά και πρόσχημα για να εκφράσει μια πίστη στον άνθρωπο ως αξία αδιαπραγμάτευτη, αλλά και μια βαθιά υπαρξιακή αγωνία που έφτανε τον πεσιμισμό τον οποίο όμως καρύκευε με το παροιμιώδες χιούμορ του» [35].
- «Κοιτάζοντας με την άκρη του ματιού μου διέκρινα ότι ήταν ο Κότζακ, ένα φοβερό ντόμπερμαν. Το μήνυμα έφτασε γρήγορα στο νου μου κι αυτός ειδοποίησε αμέσως τον υποθάλαμο, καλώντας τον να απελευθερώσει την ορμόνη CRF μέσα στα μικρά αιμοφόρα αγγεία που αρδεύουν την υπόφυση. Κάτω από την πίεση του CRF η υπόφυση απελευθέρωσε λίγηACTH που διοχετεύτηκε κι αυτή εντός της αιματικής ροής. Eν όψει ενός τέτοιου ενδεχομένου, η ορμόνη αυτή ήταν ήδη αποθηκευμένη στην υπόφυση, κι έτσι δεν άργησε να φτάσει μέσω του αίματος στην εξωτερική επιφάνεια των επινεφριδίων όπου είχαν παραχθεί και αποθηκευτεί τα γλυκοκορτικοειδή, έτσι όπως προβλέπονταν για τις επείγουσες καταστάσεις. Με τη σειρά τους τα γλυκοκορτικοειδή πέρασαν στο αίμα και, διατρέχοντας το σώμα μου ολόκληρο, άρχισαν να μετατρέπουν το γλυκογόνο σε γλυκόζη που είναι η τροφή των μυών. Θα με βοηθούσε να χτυπηθώ ή να ξεφύγω τρέχοντας. Τα επινεφρίδια πρόσθεσαν στο αίμα μου και μια γερή δόση αδρεναλίνης. Έγινα κατακόκκινος ενώ η αρτηριακή μου πίεση χτυπούσε στο ζενίθ. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Ταυτόχρονα, ορθώνονταν οι τρίχες της κεφαλής μου ενώ στο αίμα μου διασκορπίζονταν παράγοντες πήξης που θα σταματούσαν την αιμορραγία σε περίπτωση τραυματισμού μου.[…] Αναδίπλωνα επίσης τους όρχεις μέσα στη κοιλιά μου όπως ένα αεροπλάνο αρχίζει την πτήση του μαζεύοντας στο κήτος του τον μηχανισμό της προσγείωσης. Έτσι “οπλισμένος” ο ήρωας μας, ξέφυγε τον κίνδυνο μ’ ένα μεγάλο σάλτο και το ντόμπερμαν προσέκρουσε στο κιγκλίδωμα πέφτοντας κάτω ξέπνοο».
Βιβλιογραφία
1. (1) Φρόυντ Σ. Ο συγγραφέας και η φαντασία. Μετφ. Νένη Ευθυμιάδη, Διαβάζω 163, 1987, 12-18.
2. (2) Goldmann L. Για μια κοινωνιολογία του μυθιστορήματος. Μτφ Ε. Βέλτσου, Π. Ρυλμόν. Πλέθρον, Αθήνα, 1979, 52.
3. (3) Ροΐδης Ε. Τα είδωλα (γλωσσική μελέτη) – Έκδοσις Εστίας 1893, Ο «Πρόλογος» (σελ κστ΄-κζ΄). Στον τόμο Έμμανουήλ Ροΐδης. Επιμέλεια Κλέωνος Παράσχου. Βασική Βιβλιοθήκη. Αετός ΑΕ, Αθήναι 1952, σελ.258-259.
4. (4) Mourad Fr-M. Zola critique littéraire, entre Saint-Beuve et Taine. Revue d’ histoire litteraire de la France, 2007, 107, 83-103.]
5. (5) Ιπποκράτους, Περί αρχαίας ιατρικής, 2. Στο Ιπποκράτους Άπαντα 1. Αρχαία Ελληνική Γραμματεία Κάκτος 1992.
6. (6) Πεφάνης Π. Συνοπτική Ιστορία της Ιατρικής –Ανιχνεύοντας την αβεβαιότητα. Εξάντας/ Προσεγγίσεις, 2004.
7. (7) Καράβατος Αθ. Οι απαρχές της εξειδίκευσης στην ιατρική. Στο: Θανάσης Καράβατος. Για μια μη α-θεωρητική ψυχιατρική. Συνάψεις 2013, 33-39.
8. (8) Καράβατος Αθ. Ιατρική σημειολογία – Ψυχιατρική σημειολογία. Η εξέλιξη και η σχέση τους. Στο: Θανάσης Καράβατος. Για μια μη α-θεωρητική ψυχιατρική. Συνάψεις 2013,91-109.
9. (9) Serres M, Bensaude B, Enthoven J.-P. Ο Auguste Comte και ο Θετικισμός», Στο: Ιστορία της φιλοσοφίας, Ιστορία της φιλοσοφίας. 19ος αιώνας, Ρομαντικοί-κοινωνιολόγοι, (Ελληνική έκδοση της Encyclopedie de la Pleiade) ΜΙΕΤ, Αθήνα 1982, 218-310.
10. (10) Windelband W, Ηeimsoeth H. Εγχειρίδιο ιστορίας της φιλοσοφίας. Μτφρ. N. M. Σκουτερόπουλος. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1985, Τόμος Γ΄, 140-158 & 161-168.
11. (11) Braunstein J.-F. Broussais et le matérialisme. Médecine et philosophie au XIXème siècle. Meridiens Klinckieck, Paris, 1986, 10.
12. (12) Bastide R. Intoduction. Στο: R. Bastide (ed) Les sciences de la folie. Mouton, Paris 1972, 22.
13. (13) Hochmann J, Jeannerod M. Ésprit ou es-tu Psychanalyse et Neurosciences. Paris, Odile Jacob, 199, 12.
14. (14) Marx O. German romantic psychiatry. History of Psychiatry 1990 1, 2, 351-381 & 1991, 1, 2, 1-25.
15. (15) Pichot P. Un siècle de psychiatrie. Ed. Roche, Paris, 1983, 11-40.
16. (16) Meyer Ph, Triadoy O. Leçons d’histoire de la pensée médicale, Odile Jacob 1996, 124-127
17. (17) Canguilhem G. Études d’histoire et de philosophie des sciences. Librairie Philofique J. Vrin, 1989, 128.
18. (18) Malinas Y, Malinas C. Εmile Zola et les Rougon-Macquard. Les sources médicales et leur utilisation. Στο Danielle Gourevitch [Ed]Histoire de la médecine. Leçons méthodologiques, Ellipses, Paris 1995, 163-170.
19. (19) Cochet Ε. Figures de la dégénérescence dans le roman au XIXe siècle». Neuropsychiatrie de l’ Εnfance, 35, 4 -5, 145-148.
20. (20) Furst L, Skrine P. Νατουραλισμός, Ερμής, Αθήνα 1971.
21. (21) Αναφέρεται στο: Grant D. Ρεαλισμός. Ερμής, Αθήνα 1972, 55.
22. (22) Zola É. Le roman expérimentale (1880),
fr.wikisource.org/wiki/Le_Roman_expérimental.
23. (23) Grmeck MD. Raisonement experimental et recherché toxicologique chez Claude Bernard. Genève-Paris, Droz, 1973, 6. Αναφέρεταιστο: Lambrichs L-L. La vérité médicale. Robert Laffont Paris 1993, 117.
24. (24) Πολίτου – Μαρμαρινού Ε. Εισαγωγή. Στο Ε. Πολίτου – Μαρμαρινού & Β. Πάτσιου (εκδ). Ο Νατουραλισμός στην Ελλάδα. Διαστάσεις –Μετασχηματισμοί – Όρια. Μεταίχμιο, Αθήνα 2007, 11-17.
25. (25) Fernandez-Zoïla Α. Le travail dans les fictions littéraires d’Émil Zola. Travailler 2002, 7, 103-118.
26. (26) Mitterand Η. Pour libérer Zola du “naturalisme”. Στο: Ε. Πολίτου – Μαρμαρινού & Β. Πάτσιου (εκδ). Ο Νατουραλισμός στην Ελλάδα. Διαστάσεις – Μετασχηματισμοί – Όρια. Μεταίχμιο, Αθήνα 2007, 65-81.
27. (27) Arnaud Saint-Martin Le roman scientifque: un genre paralittéraire. Sociologie de l’Art 2005/1 – Opus 6, 69-99.
28. (28) Alexander, FG, Selesnick ST. The History of Psychiatry: an Evaluation of Psychiatric Thought and Practice from Prehistoric Times to the Present, Harper & Row, 1966.
29. (29) Sno HN, Linzszen DH, De Jonghe F. Art imitates life: Déjà vu experiences in prose and poetry. British Journal of Psychiatry 1992, 160, 511-518.
30. (30) Heissenbuttel H. Λογοτεχνία και επιστημονική γνώση. Δευκαλίων 1970, 3, 232-257.
31. (31) Williams R. Λογοτεχνία και κοινωνιολογία. Πρόλογος στο Lucien Goldman, Για μια κοινωνιολογία του μυθιστορήματος. Μτφ Ε.Βέλτσου, Π. Ρυλμόν. Πλέθρον, Αθήνα, 1979, 9-39.
32. (32) Castel P.-H. La littérature, laboratoire des sciences humaines? Revue d’Histoire des sciences Humaines 2001, 5, 3-9.
33. (33) Hue J.-L. Voyage autour d’un divan (Avant-Propos). Magazine Littéraire 2008, 473, 3.
34. (34) Αναφέρεται στο: Dantzer R. L’illusion psychosomatique. Odile Jacob, Paris 1989, 60-61 (δική μου η απόδοση).
35. (35) Από τη νεκρολογία του Ηλία Μαγκλίνη. Καθημερινή 13-4-2007.