του ΒΑΓΓΕΛΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ.
Πλήρης έλεγχος των εκφραστικών μέσων, μεστός και πυκνός λόγος, υποβλητική περιήγηση στην πόλη, πειραγμένος ή και προσχηματικός ρεαλισμός, συνταιριασμένος με υπερρεαλιστικά πετάγματα, χλευαστική διάθεση, πλοκή με πολλαπλούς αιφνιδιασμούς, διαρκές παιχνίδι με την αξιοπιστία και την αληθοφάνεια της αφήγησης, ριζική αποδραματοποίηση των προσώπων: αυτά είναι τα στοιχεία που κυριάρχησαν στην πρώτη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Γκόζη (Ο νυχτερινός στο βάθος, 2002) και συνέχουν και το δεύτερο βιβλίο του, μείον τον παλαιότερο ποιητικισμό ο οποίος μοιάζει τώρα να έχει χωνευτεί από την υπέρβαση της πραγματικότητας: μια υπέρβαση που συνορεύει με την επικράτεια του παραλόγου και της συνειρμικής γραφής, αν δεν έχει κιόλας χτυπήσει την πόρτα της.
Η Θεσσαλονίκη, από τη Μητροπόλεως και την πλατεία Αριστοτέλους μέχρι τις Δυτικές Συνοικίες, ορίζει για άλλη μια φορά τη γεωγραφία του Γκόζη ενώ ο χρόνος μετακινείται από την παιδική και την εφηβική ηλικία στα νεανικά του χρόνια. Από τη μεριά τους, οι ήρωες έχουν μάλλον εγκαταλείψει (χωρίς να την αποβάλουν και καθ’ ολοκληρίαν) την αλλοτινή λαϊκή τους καταγωγή ενταγμένοι πλέον σ’ ένα σύστημα διακωμώδησης που πατάει λιγότερο στο κοινωνικό τους στάτους και περισσότερο στις καταστάσεις εντός των οποίων καλούνται να δράσουν και να αντιδράσουν.
Ποιοι ακριβώς, όμως, είναι αυτοί οι πρωταγωνιστές; Μα, οι πιο διαφορετικές και παράξενες φιγούρες: μαθητές που γράφουν δεκάδες σελίδες έκθεσης χωρίς να μπορούν να χρησιμοποιήσουν κάτι παραπάνω από ένα ρήμα, μηχανόβιοι μικρού κυβισμού που κάνουν με σκυφτή την πλάτη πιρουέτες στους δρόμους, επιβάτες λεωφορείων που ρουφάνε άπληστα πίσω από τα τζάμια το τοπίο της πόλης, μαγείρισσες που προτείνουν συνταγές παρμένες από την κουζίνα της συγγραφικής τέχνης, συγγραφείς που αυτοπαρατηρούνται με μια σχεδόν γελοία οίηση, νεαροί που περιδιαβαίνουν τη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του 1980 έτοιμοι να απολαύσουν όλες τις χαρές της, φαντάροι που καβαλάνε περίτρομοι τη σκουπιδιάρα της μονάδας τους, σύζυγοι που φρίττουν με τα ανδρολογικά τους προβλήματα, μοναχοί που σερφάρουν στο διαδίκτυο και παίζουν στο χρηματιστήριο, διευθυντές γραφείων τελετών που ειδικεύονται στις τηλεκηδείες, σερβιτόροι ζαχαροπλαστείων που βγάζουν στη συναναστροφή με τους πελάτες τον πιο παράταιρο εαυτό τους, υπουργοί που κλείνονται στην τουαλέτα για να προσηλωθούν στα κακαδάκια της μύτης τους, αυτόπτες μάρτυρες που αισθάνονται ισότιμοι θεών, ταλαντούχες ψυχές που πεθαίνουν από ναρκωτικά, αλλά και εκδρομείς που θα κάνουν σκόνη το μουσικό ρεπερτόριο το οποίο ενθουσίασε το κοινό παρελθουσών δεκαετιών.
Πέρα, πάντως, από τον εξωτερικό φλοιό της παρωδίας και της διακωμώδησης του καθημερινού βίου, στον πυρήνα του Αφήστε με να ολοκληρώσω λειτουργεί η αυθαιρεσία και η αυτονομία της γλώσσας: οι εντάσεις που προκύπτουν από την ένταξη του τετριμμένου, του κοινότοπου και του κεκανονισμένου στο πεδίο της λογικής υπέρβασης και της ποιητικής αφαίρεσης. Και αυτή είναι η κατεύθυνση προς την οποία πιστεύω πως θα πρέπει να στραφεί και να εστιάσει και μελλοντικά ο Γκόζης, αν θέλει να ολοκληρώσει και να αποκρυσταλλώσει όσα έχει κερδίσει μέχρι σήμερα. Τα υπόλοιπα, όπως η πολιτικολογία και η πολιτική ηθικολογία, που τείνουν αίφνης, εντελώς αναιτίως, να υποκαταστήσουν τον εκλιπόντα ποιητικισμό, μικρή σημασία έχουν για έναν συγγραφέα με τη δική του φυσιογνωμία.
Γιώργος Γκόζης: Αφήστε με να ολοκληρώσω. Διηγήματα. Εκδόσεις Πόλις. Σελ. 210.