Του Κώστα Λογαρά.
Είναι δικαιολογημένο κι απολύτως θεμιτό να διαφημίζεται ένα λογοτεχνικό βιβλίο που σύντομα θα εκδοθεί· μια θεατρική παραγωγή που σε λίγο ανεβαίνει στη σκηνή· μια μουσική παράσταση που ετοιμάζεται πυρετωδώς. (Αποτελεί συνηθισμένη τακτική στην αλλοδαπή, λιγότερο στα μέρη μας). Οι πνευματικές και καλλιτεχνικές δημιουργίες θεωρούνται κι αυτές «προϊόντα», που η γνωστοποίησή τους, έγκαιρα, είναι αναγκαία για να εξαφθεί το ενδιαφέρον του κοινού.
Όμως, άλλο αυτό κι άλλο η διόγκωση του μελλοντικού γεγονότος, το πρεσάρισμα του αναγνώστη, σινεφίλ ή θεατρόφιλου, η έξαψη του ενδιαφέροντος με μεγαλοστομίες και ακριτοέπειες για το αναμενόμενο «event». Στο χώρο της πνευματικής παραγωγής η υπερβολή είναι αρνητική (για να μην πω εμετική), η δε καλλιέργεια ενός τεχνητού κλίματος ενθουσιασμού και προσμονής γυρίζει εντέλει μπούμεραγκ. Όχι για το ταμείο ίσως αλλά για το προϊόν το ίδιο, ναι. Γιατί έρχεται το αποτέλεσμα – έκδοση , θεατρική παράσταση, ταινία – κι αποδεικνύεται πολύ κατώτερο των παραφουσκωμένων προσδοκιών που καλλιέργησε (σπάνια συμβαίνει το αντίθετο). Το κλίμα της αναμονής κι η εξημμένη περιέργεια μοιάζουν τώρα με διασπορά ψευδών ειδήσεων.
Ακόμα κι αν έχει μιαν αξία το αποτέλεσμα, μικρή και απέριττη, όμως το ντοπάρισμα την εξαφανίζει και τη θάβει. Κι είναι αρκετό το πρώτο τέταρτο στο θέατρο για να διαλυθεί η χρυσόσκονη, μια δυο σελίδες σ’ ένα μυθιστόρημα για να βγάλεις τα πρώτα συμπεράσματα για το ύφος, τη γλώσσα του, την αλήθεια του λόγου ή το ψέμα του.
Μα, θα πείτε, αυτά τα διαφημιστικά τερτίπια, τα προκαταρκτικά κόλπα για να φτιαχτεί ο αγοραστής δεν απευθύνονται στους επαΐοντες – που είναι ελάχιστοι- αλλά σε ένα ευρύτερο σύνολο αγοραστών ‘καθότι τα χοντρά λεφτά βγαίνουν από τους πολλούς, όχι απ’ τους λίγους’.
Ίσα – ίσα, γι’ αυτούς μιλώ κι εγώ, για κείνους που είναι απροστάτευτοι κι ανυποψίαστοι, για τους δυνάμει αναγνώστες. Τους αδαείς και ευκολόπιστους ‘εραστές’ της Τέχνης.
Κι ούτε διαφωνώ ότι μια επιχείρηση πρέπει να στοχεύσει στην ευρύτερη αγορά αν θέλει να επιβιώσει και να αναπτυχθεί. Αλλά τα πνευματικά «προϊόντα» δεν είναι πορτοκάλια και αχλάδια που τα βλέπεις μπαγιάτικα ή χαλασμένα και τα παρατάς. Το βιβλίο, ο κινηματογράφος, το θέατρο που ο κράχτης-λόγος και το εκμαυλιστικό μάρκετινγκ σε πειθαναγκάζει να το αγοράσεις, να το δεις, να το διαβάσεις διαμορφώνει συνειδήσεις, γλώσσα και αισθητική· τρόπους συμπεριφοράς και αντίληψης του κόσμου.
Για όσους σκέφτονται μόνο εμπορικά και τα υπόλοιπα τούς είναι αδιάφορα, ένα πολυπληθές κοινό με γούστο χαμηλό, εύπιστο και δίχως απαιτήσεις είναι σαθρό και αβέβαιο. Κι ούτε μπορεί να στηριχτεί πάνω σ’ αυτό η αγορά σε ώρες κρίσιμες – όπως καληώρα. Απόδειξη είναι, θαρρώ, ότι μέσα σ’ αυτό το χαλασμό η αγοραστική κίνηση συντηρείται με το εξασκημένο, το συνειδητοποιημένο κοινό. Με αυτούς που θα αγοράσουν το καλό βιβλίο από το γλίσχρο τους μισθό, θα κόψουν από κάπου αλλού και θα δούνε την καλή ταινία, την ενδιαφέρουσα θεατρική παράσταση. Γιατί κι αυτά τα λογαριάζουνε «τροφή», τα θεωρούν ανάγκη ψυχική και έρμα πολύτιμο.
Και μακάρι να ’χε διαμορφωθεί ένα ευρύτερο κοινό με τέτοια πολιτιστικά χαρακτηριστικά στα χρόνια της πλαστής «ευμάρειας». Τα πράγματα θα ήσαν διαφορετικά και για τον Πολιτισμό και για την Πολιτική. Αντιθέτως, όλα αυτά τα χρόνια υπήρξε μια εξίσου πληθωριστική αντίληψη στο χώρο της τέχνης και στην αγορά της – φούσκα κι αυτή – που μάλλον δημιούργησε στρεβλώσεις και αλλοίωσε κριτήρια. (Το ευρωβαρόμετρο δεν αφήνει καμία αμφιβολία : μόνο 5% από τους συμπολίτες μας συμμετέχουν σε πολιτιστικές δραστηριότητες έναντι 18 % κατά μέσον όρο στην ΕΕ. Και 63 Έλληνες στους 100 δηλώνουν πολύ χαμηλή ή μηδαμινή συμμετοχή, ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ κατεβαίνει στους 34).
ΥΓ Σκέφτομαι, μήπως να δίνονταν «χρυσά βατόμουρα» και στο βιβλίο (μια και αυτό μας αφορά, εδώ). Όπως δίνονται και στον κινηματογράφο. Να έδινε oanagnostis μαζί με τα βραβεία του για τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς, βραβεία και για τα χειρότερα: Χειρότερης γλώσσας, κάκιστου ύφους, απαράδεκτης μετάφρασης κλπ. Για να βρίσκουμε τα ίσα μας.