Της Άννας Λυδάκη.
Παράπλευρες απώλειες θεωρούνται οι απροσχεδίαστες και ακούσιες συνέπειες των στρατιωτικών επεμβάσεων, που συχνά έχουν τεράστιο ανθρώπινο κόστος. Εκείνοι οι οποίοι παίρνουν τις αποφάσεις με τις καταστρεπτικές συνέπειες προσπαθούν εκ των υστέρων να αποενοχοποιηθούν, δηλώνοντας ότι δεν μπορείς να φτιάξεις ομελέτα χωρίς να σπάσεις αυγά, γράφει ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, ομότιμος καθηγητής κοινωνιολογίας στα Πανεπιστήμια του Λιντς και της Βαρσοβίας, στο τελευταίο βιβλίο του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου σε μετάφραση της Ε. Παραδέλλη και επιμέλεια του Θ. Παραδέλλη. Όμως τα «ζάρια στο παιχνίδι του ρίσκου είναι ‘πειραγμένα’ πριν πέσουν στο τραπέζι. Εκείνοι που βρίσκονται στο κατώτερο σκαλοπάτι της κοινωνικής ανισότητας θα γίνουν οι ‘παράπλευρες απώλειες’» παρατηρεί ο Μπάουμαν, συμπληρώνοντας πως είναι επικίνδυνο να είναι κανείς φτωχός γιατί η πιθανότητα να γίνει παράπλευρη απώλεια είναι αυξημένη, καθώς υπάρχει στενή συνάφεια και αλληλεπίδραση μεταξύ κοινωνικής ανισότητας και ανθρώπινων δεινών.
Ο Μπάουμαν με έξοχο τρόπο και με παραδείγματα υποστηρίζει την άποψή του για το ανθρώπινο κόστος που οφείλεται στις ανισότητες των «ρευστών καιρών» μας, όπου ένα τμήμα του πληθυσμού βρίσκεται στην κατώτατη θέση της κοινωνικής κατανομής πλούτου αποτελώντας μια «υπό-τάξη», μια ακραία μεθοριακή κατηγορία. Γι’ αυτή την κατηγορία μιλάει ο συγγραφέας και για την τρομακτική ερημιά που συνεπάγεται ο κοινωνικός αποκλεισμός: «μια ερημιά πέρα από την οποία δεν υπάρχει παρά κενό, μια απύθμενη μαύρη τρύπα» (σελ. 237). Εκεί ζουν άνθρωποι ταπεινωμένοι, μισητοί και επίφοβοι. Οι υπόλοιποι, συνηθισμένοι άνθρωποι, εκτός από την υπαρξιακή ανασφάλεια αισθάνονται και μια «εναλλακτική ανασφάλεια», δηλαδή έναν φόβο που εμπνέεται από τη βία των δρόμων και συνδέεται με τους νεοφερμένους από τις φτωχές περιοχές του πλανήτη.
Οι κοινωνικές ανισότητες αυξάνουν ολοένα, τονίζει ο Μπάουμαν παραθέτοντας στοιχεία: Πριν από 40 χρόνια το εισόδημα του πλουσιότερου 5% του παγκόσμιου πληθυσμού ήταν 30 φορές υψηλότερο από το εισόδημα του φτωχότερου 5%, πριν από 15 χρόνια ήταν 60 φορές υψηλότερο και μέχρι το 2002 ο συντελεστής είχε φτάσει το 114 (σελ. 42).
Στο βιβλίο του, που αποτελείται από μια σειρά κειμένων, θίγονται όλα τα τρέχοντα ζητήματα των σύγχρονων κοινωνιών. Οι πολιτικοί δίνουν όλο και περισσότερες υποσχέσεις, γράφει, ενώ οι θεσμοί του «προνοιακού κράτους» προοδευτικά συρρικνώνονται, διαλύονται ή καταργούνται, εφόσον το κεφάλαιο δεν έχει πια ανάγκη να διατηρεί σε καλή κατάσταση τον εφεδρικό στρατό των φτωχών άνεργων. Πλέει ελεύθερα στον παγκόσμιο «χώρο των ροών» και αναζητά περιοχές με χαμηλά επίπεδα διαβίωσης και χωρίς κρατική προστασία για τους φτωχούς. Αυτό οδηγεί σε μια συρρίκνωση της διαφοράς ανάμεσα στις συνθήκες του μητροπολιτικού εργατικού δυναμικού και εκείνου στις χώρες στις οποίες επιλέγει να εγκατασταθεί το κεφάλαιο, εκεί όπου το κόστος εργασίας είναι τρομακτικά χαμηλό. Η συνέπεια είναι οι «ανεπτυγμένες» χώρες να τείνουν να μοιάσουν στις «φτωχές» και η φτώχια, η ταπείνωση και η έλλειψη προοπτικής, που νόμιζε κανείς πως χάθηκαν για πάντα, να εμφανίζονται ξανά σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο συγγραφέας συνδέει με εξαιρετικά πειστικό τρόπο το θέμα της ηθικής με τον καταναλωτισμό και την αναζήτηση μιας «εμπορεύσιμης ταυτότητας»: «Καταναλώνεις για να είσαι κάποιος. Όμως, γίνεσαι αγοραστής αφού πρώτα καταστείς ο ίδιος εμπορεύσιμο αντικείμενο το οποίο οι άνθρωποι προτίθενται ν’ αγοράσουν» (σελ. 126). Παράλληλα, συνεχίζει, οι ανθρώπινες σχέσεις υποβιβάζονται και εξαρτώνται από τις αγορές μας, εφόσον «αδειάζουμε το πορτοφόλι μας ή χρεώνουμε την πιστωτική μας κάρτα αντικαθιστώντας την προσφορά και την αυτοθυσία που απαιτεί η ηθική ευθύνη προς τον άλλο».
Όλα τα παραπάνω συντελούν ώστε οι άνθρωποι των σύγχρονων κοινωνιών να είναι απομονωμένοι και χωρίς αυτοεκτίμηση, εφόσον δεν μπορούν να βρουν ατομικές λύσεις σε κοινωνικά παραγόμενα προβλήματα. Έτσι, αβέβαιοι και τρωτοί γίνονται το θεμέλιο της κάθε πολιτικής εξουσίας που υπόσχεται στους υπηκόους της αποτελεσματική προστασία.
Ο Μπάουμαν, καθηγητής της κοινωνιολογίας ο ίδιος, δεν διστάζει να ασκήσει κριτική στην επιστήμη που γεννήθηκε με σκοπό να κάνει την κοινωνία καλύτερη. Εγκλωβισμένη –μέχρι τουλάχιστον τη δεκαετία του 1960- στο θετικιστικό πρότυπο αναλώθηκε σε μια προσπάθεια άσκησης μονολόγου αποκλείοντας τις υπόλοιπες φωνές, δηλαδή τον διάλογο, και αποκλείοντας κάθε σχέση με τα αντικείμενα της μελέτης της, σχολιάζει. «Προκειμένου να υποστηρίξει το επιστημονικό (μονολογικό) κύρος της εγκατέλειψε εθελοντικά τη γνωστική ευκαιρία που μας προσφέρει η κοινή μας ανθρώπινη ποιότητα […] Το μέλλον της κοινωνιολογίας, τουλάχιστον το άμεσο μέλλον της, βρίσκεται στην προσπάθεια να επανενσαρκώσει και να επανεδραιώσει τον εαυτό της ως πολιτισμική πολιτική στην υπηρεσία της ανθρώπινης ελευθερίας» τονίζει ο Μπάουμαν (σελ.252, 262). Και οι απόψεις του αυτές μας θυμίζουν τα λόγια του Π. Μπουρντιέ (Κείμενα κοινωνιολογίας, Δελφίνι, σελ. 15): «Κοινωνιολόγος είναι αυτός ο οποίος γυρνάει στο δρόμο, ρωτά τον πρώτο που θα βρει, τον ακούει και μαθαίνει απ’ αυτόν. Ό,τι έκανε κι ο Σωκράτης…»
Η πολύ καλή μετάφραση αποδίδει με σαφήνεια τον συναρπαστικό τρόπο γραφής, τα νοήματα και τις σκέψεις του συγγραφέα ο οποίος, ακόμη μια φορά, διεισδύει στην κοινωνική πραγματικότητα και καταγράφει τα φαινόμενα με οξύνοια και ενσυναίσθηση, χαρίζοντάς μας ένα βιβλίο που διαβάζεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όχι μόνο από τους κοινωνικούς επιστήμονες αλλά από όλους.
INFO: Zygmunt Bauman, Παράπλευρες απώλειες. Κοινωνικές ανισότητες στην εποχή της παγκοσμιοποίησης (μετ. Εύα Παραδέλλη), Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2012.
[…] Ο Αναγνώστης (βιβλιοκρισία) […]