του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη.
Η ταραγμένη δεκαετία 1940 – 1950 τα τελευταία χρόνια, έγινε το αντικείμενο της επιστημονικής εργασίας πολλών νέων ιστορικών, γεννημένων μετά την Μεταπολίτευση και ως εκ τούτου, λιγότερο επιβαρημένων με τα φαντάσματα του παρελθόντος, με τα οποία μεγάλωσαν και γαλουχήθηκαν οι μεταπολεμικές γενιές. Το γεγονός αυτό μας κάνει να ελπίζουμε πως θα συνεισφέρουν με το έργο τους σε μια νηφάλια και μακριά από αγιοποιήσεις και δαιμονοποιήσεις, συζήτηση και επανεξέταση του ελληνικού Εμφυλίου πολέμου, ο οποίος με την μία ή την άλλη μορφή, συνεχίζεται μέχρι τις ημέρες μας.
Η εποχή της Εθνικής Αντίστασης κατά των κατοχικών δυνάμεων, ως γνωστό, ήταν το πλαίσιο μέσα στο οποίο σπάρθηκε ο μοιραίος σπόρος του ελληνικού Εμφυλίου πολέμου, αφού την περίοδο 1942 – 1943 οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων ανταρτικών ομάδων ήταν αριθμητικά περισσότερες από τις αντίστοιχες με τις δυνάμεις του ξένου κατακτητή.
Ο Βαγγέλης Τζούκας, καταπιάνεται με μια από τις λιγότερο φωτισμένες σελίδες του ελληνικού κινήματος εθνικής αντίστασης και, συγκεκριμένα με τις προσωπικότητες των οπλαρχηγών της δεύτερης σε μέγεθος ανταρτικής οργάνωσης του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο. Κριτήρια του ήταν η εντοπιότητα και η πολιτική τους ένταξη.
Ο συγγραφέας – ερευνητής μέσα από μια κοπιώδη εργασία που αφορούσε πλήθος γραπτών πηγών αλλά και προφορικών μαρτυριών, προσπαθεί να σκιαγραφήσει την τοπική ιστορία του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο, να δείξει ποιοι ήταν εκείνοι οι μηχανισμοί που ανέδειξαν τα πολιτικά και στρατιωτικά, – κυρίως,- στελέχη της αντιστασιακής αυτής οργάνωσης. Το ενδιαφέρον του εστιάζεται σε αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «πολιτισμική παράδοση» με την ευρύτερη έννοια της, δηλαδή τον απασχολεί η επίδραση της τοπικής κοινωνίας, οι ιστορικές ιδιαιτερότητες της περιοχής, ο τρόπος με τον οποίο οι κάτοικοι της προσελάμβαναν και διαχειρίζονταν τις τοπικές και υπερτοπικές συγκρούσεις.
Την ίδια στιγμή, ο συγγραφέας επισημαίνει την ισχυρή επίδραση που είχαν στους ανθρώπους της εποχής και της περιοχής τόσο η προσωπικότητα του Ναπολέοντα Ζέρβα όσο και των τοπικών οπλαρχηγών που εντάχθηκαν στο ανταρτικό του σώμα, τον ΕΔΕΣ. Ιδιαίτερη σημασία έχει η επισήμανση που κάνει ο συγγραφέας ως προς τη βενιζελική καταγωγή του τοπικού αντάρτικου στην Ήπειρο, καθώς επίσης και τη σημασία του αγροτικού περιβάλλοντος στο οποίο αναπτύχθηκε.
Για πρώτη φορά, ίσως, (αν δεν με απατά η αναγνωστική μου μνήμη) ερευνητής ασχολείται με την τοπική ψυχοσύνθεση του πληθυσμού (αγροτικού και ορεσίβιου) στη διαμόρφωση συμμαχιών και αντιπαλοτήτων που καθόρισαν την πορεία τόσο του αντάρτικου στα χρόνια της κατοχής, όσο και τις μετέπειτα εξελίξεις.
Η κεντρική ιδέα του μελετητή, να αντιμετωπίσει την εσωτερική δομή του ΕΔΕΣ υπό το πρίσμα της «οπλαρχηγίας» και να διερευνήσει την αποτελεσματικότητά του στις απαιτήσεις της ιστορικής συγκυρίας, είναι μια ιδέα καινοτόμα και εξηγεί εν πολλοίς και τη διαφορά του ΕΔΕΣ από τον μεγάλο του αντίπαλο τον ΕΛΑΣ.
Η σύνθεση της μικροιστορίας με την ιστορία μεγάλης κλίμακας που επιχειρεί ο Βαγγέλης Τζούκας, αξιοποιώντας την εντοπιότητα και την πολιτική ένταξη ως κριτήρια ιστορικής έρευνας, αποδεικνύεται επιτυχής και η συνεισφορά του βιβλίου έγκειται στο ότι αναδεικνύει την πολυπλοκότητα των σχέσεων «παράδοσης και νεωτερικότητας στις διαδικασίες συγκρότησης και ανάπτυξης του ελληνικού αντιστασιακού κινήματος κατά τη διάρκεια της κατοχής».
Οι οπλαρχηγοί του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο 1942 – 1944
Εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας
Αθήνα 2013
Σελ: 254
ISBN: 978 – 960 – 05 – 1582 – 4