“Παλιά Αρχοντικά και αξιόλογα Κτίσματα της Λάρισας” (γράφει η Θεοφανώ Σακελλαρίου)

1
2455

 

γράφει η Θεοφανώ Σακελλαρίου (*) 

 

 

Μια φορά κι έναν καιρό,

Μας λέει το παραμύθι,

βουτηχτής μες στου γιαλού

Τα βάθη αλησμονήθη.

Στον βυθόν απάντησε

Μια πολιτεία μεγάλη,

κρύσταλλο τα σπίτια της

τα δέντρα της κοράλλι.

Μια φορά κι έναν καιρό, μας λεν όσοι βουτάνε στο παρελθόν – είτε αναζητώντας νοσταλγικά τα παιδικά τους βιώματα είτε ως ερευνητές – εξερευνητές, αναζητώντας ίχνη ζωής χαμένα στο βάθος του χρόνου – μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, ήταν μια άλλη Λάρισα… Αν μιλήσει η νοσταλγία, θα ανασύρει εικόνες μιας πόλης με σπίτια χαμηλά, μονώροφα, διώροφα, σπανίως τριώροφα, ξύλινες εξώπορτες με τζαμλίκια και κάγκελα κι ένα χεράκι για ρόπτρο, καγκελόπορτες και μπαλκόνια με σιδεριές περίτεχνες, φουρούσια πέτρινα ή σιδερένια, στριφτές σιδερένιες σκάλες στις πίσω πόρτες των ορόφων, αυλές πλακόστρωτες, όπου άνθιζαν απαραιτήτως σύριγγες και πασχαλιές…

Αν μιλήσει η αρχιτεκτονική κι η ιστορία, θα περιγράψει με επιστημονική ακρίβεια κτίρια νεοκλασικά και μη, δημόσια και ιδιωτικά, θα τα κατατάξει χρονολογικά, εντάσσοντάς τα στο ιστορικό και κοινωνικό τους πλαίσιο, και θα προσπαθήσει να ερμηνεύσει τις τάσεις, τους κανόνες και τις διαφοροποιήσεις τους.

Τι άραγε κάνει τούτο το συγκεκριμένο βιβλίο της Βασιλικής Πανάγου και της  Ιουλίας Κανδήλα, “Παλιά Αρχοντικά και αξιόλογα Κτίσματα της Λάρισας τέλος του 19 ου και α’ μισού του 20ού αιώνα”,  και από πού κι ως πού βρέθηκε να μιλάει στην παρουσίασή του μια κατά βάσιν δασκάλα, όπως η αφεντιά μου; Το βιβλίο δεν κάνει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Δεν «βουτάει» νοσταλγικά στο παρελθόν, προσεγγίζοντάς το κυρίως με το συναίσθημα. Οι δύο δημιουργοί του είναι επιστήμονες και επιστημονικά προσεγγίζουν το θέμα τους. Όχι όμως, κατά τη γνώμη μου, απόλυτα ψυχρά. Υπάρχει μια νότα ποιητική μερικές φορές.

Γράφουν, ας πούμε, στον πρόλογο: «Η έκδοση ενός βιβλίου μοιάζει με ταξίδι. Ο συγγραφέας-ταξιδιώτης ξεκινά χαρούμενος και ανέμελος, ίσως κάποτε και ανυποψίαστος για την έκβαση. Αρχικά οι αποσκευές του είναι λίγες ή εν τέλει, όσες θεωρεί επαρκείς. Στην πορεία αυξάνονται, πολλές φορές παραπάνω από τις προσδοκίες του. Καθ’ οδόν ενθουσιάζεται, γοητεύεται, ξεχνιέται – αλλά και αποθαρρύνεται, ξαφνιάζεται, απογοητεύεται! Νέοι τόποι, άγνωστοι άνθρωποι, καινούργιες εμπειρίες. Σε κάθε γωνιά, σε κάθε βήμα ξεπροβάλλει το απρόοπτο, που καθιστά το ταξίδι μοναδικό. Οι συγγραφείς του παρόντος λευκώματος, στο μεγάλο ταξίδι που κάναμε μέχρι την έκδοσή του, περάσαμε από όλα αυτά τα στάδια. Άλλοτε υπερείχε ο ενθουσιασμός και η συγκίνηση, άλλοτε τα διλήμματα, ο δισταγμός και η κόπωση. Όχι όμως η εγκατάλειψη στη μέση της διαδρομής. Το ταξίδι έφτασε στο τέλος του και η έκδοση αυτή, σήμερα, έρχεται να προστεθεί στις υπόλοιπες προσπάθειες καταγραφής της ιστορίας της Λάρισας.»

Κι ακόμη υπάρχει μια άλλη ματιά στο θέμα, μια διαφορετική οπτική, πιο ανθρωποκεντρική, θα έλεγα, μη βρίσκοντας άλλον καταλληλότερο όρο. Αυτό φαίνεται, ας πούμε, ήδη από την διάρθρωση του υλικού. Παρά το ότι αρχικά δίνεται απολύτως επιστημονικά το ιστορικό πλαίσιο και οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που βοήθησαν να μεταμορφωθεί η Λάρισα από τουρκόπολη σε σύγχρονο αστικό κέντρο, καθώς και οι απαραίτητες πληροφορίες για τη λειτουργία της αρχιτεκτονικής και τις τάσεις που επικρατούν στην υπό εξέταση περίοδο, το βιβλίο δεν διαρθρώνεται με βάση τον άξονα του χρόνου ούτε τα επιμέρους αρχιτεκτονικά είδη. Η παρουσίαση του υλικού γίνεται κατά συνοικίες. Είναι σαν να παίρνουν τον περιπατητή της πόλης απ’ το χέρι και να τον τριγυρίζουν στις γειτονιές, δείχνοντάς του τις περασμένες ομορφιές της.

Η περιγραφή των κτιρίων γίνεται απολύτως επιστημονικά, με την συγκεκριμένη επιστημονική ορολογία. Οι φωτογραφίες, όμως, ιδίως όσες παρουσιάζουν λεπτομέρειες των κτιρίων, είναι πάλι σαν να σου λένε: «κοίτα κι αυτό, πρόσεξε κι εκείνο, μην προσπερνάς αυτή τη λεπτομέρεια, αυτή την ομορφιά».

«Η μορφή του παρόντος λευκώματος» λένε οι δυο ερευνήτριες «είναι αποτέλεσμα πολλών σκέψεων και ερωτημάτων. Δημιουργήθηκε με τρόπο, ώστε οι αναγνώστες του, να μην κρατούν στα χέρια τους κάτι που να αφορά μόνο το παρελθόν αλλά και το παρόν και το μέλλον. Η πόλη της Λάρισας και η αισθητική της δεν υπήρξε μόνο, υπάρχει και θα υπάρχει για τους νεότερους, στους οποίους θα κληροδοτηθεί.» Σ’ αυτούς τους νεότερους προσβλέπουν και γι’ αυτούς νοιάζονται, επειδή, όπως αλλού επισημαίνουν: «Ό,τι χάθηκε ανεπιστρεπτί, είναι δύσκολο να ανακτηθεί. Μπορεί όμως να διασωθεί ως πληροφορία και να αναδειχθεί ως ιστορία. Γιατί το παρελθόν είναι πάντοτε χρήσιμο για τη θεώρηση του μέλλοντος. Γιατί η πόλη δεν είναι μόνο ο χώρος ικανοποίησης των αναγκών της ζωής μας. Είναι η ίδια η ζωή μας…».

Έτσι δικαιολογείται κι η δική μου συμμετοχή. Κι η δική μου η ζωή είναι δεμένη μ’ αυτή την πόλη, καθώς γεννήθηκα και μεγάλωσα πίσω απ’ το τζαμί, σ’ ένα σπίτι νεοκλασικό, με ψηλά ταβάνια και μακρόστενα παράθυρα με φεγγίτες. Ακουμπισμένη στο εσωτερικό τους περβάζι, έβλεπα κάθε δειλινό τον αποσπερίτη πίσω απ’ τον μιναρέ κι άκουγα τον πατέρα μου να μου διηγείται πώς έβγαινε εκεί πάνω ο μουεζίνης, σχεδιάζοντάς μου συγχρόνως την απόληξη του μιναρέ πριν γκρεμιστεί απ’ τον σεισμό.

«Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι

στοιχειό είναι και με προσκαλεί· ψυχή, και με προσμένει.»

Το δικό μου δεν το πατούν οι ξένοι, απλώς δεν υπάρχει πια… Καθώς… «Η ζωή αλλάζει, οι άνθρωποι αλλάζουν, η αρχιτεκτονική αλλάζει. Οι πόλεις μετασχηματίζονται, το ίδιο και οι ζωές των κατοίκων, το ίδιο και τα κτίρια, ιδίως τα ιδιωτικά, που διαγράφουν μία πορεία πλήρως υποκείμενη στη φθοροποιό δύναμη του χρόνου. Όμως αυτά τα δύο, άνθρωποι και αρχιτεκτονική, είναι απόλυτα συνυφασμένα, σαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.» Και συνεχίζουν οι δύο συγγραφείς:

«Οι άνθρωποι επίσης, ξεχνούν. Σε αρκετές περιπτώσεις, για διάφορους λόγους και με ποικίλες επεμβάσεις, στη χώρα μας έχουν υποβαθμιστεί και αφανιστεί πολλά από τα στοιχεία που ορίζουν τη νεότερη αρχιτεκτονική πολιτιστική κληρονομιά και κατά συνέπεια την ταυτότητα και φυσιογνωμία ενός τόπου. Το μέγεθος του αφανισμού, το πλήγμα αυτό, το συνειδητοποιήσαμε, όταν πλέον ήταν αργά! Όταν πάψαμε να είμαστε «κοινωνοί» εκείνης της ποιότητας. Εκ των υστέρων, δεν ωφελεί η αναζήτηση των αιτίων ή ακόμα και η επίρριψη των ευθυνών, παρά μόνο (υπογραμμίζω) η προσπάθεια «ανίχνευσης» της ταυτότητας αυτής, ώστε να καθίσταται εφικτή η ευαισθητοποίηση, η ανάμνηση και η ανασύνθεση των στοιχείων της εικόνας. Μιας εικόνας – συμβόλου, με την οποία οι κάτοικοι να μπορούν να ταυτίζονται.»

Αυτή πιστεύω πως είναι επίσης η συμβολή αυτού εδώ του βιβλίου. Ότι δεν θρηνεί για το χαμένο παρελθόν, δεν ελεεινολογεί τη σύγχρονη εποχή, συγκρίνοντάς την με τις παλιότερες. Δεν κατηγορεί, δεν κατακρίνει. Απλώς παρουσιάζει στοιχεία του παρελθόντος, βλέποντας όμως συγχρόνως το παρόν και προσβλέποντας στο μέλλον. Αυτή η αποδοχή του παρόντος, η νηφάλια επιστημονική ματιά, που απλώς διαπιστώνει και ερμηνεύει, η ενατένιση του μέλλοντος με γνώση του παρελθόντος θεωρώ πως είναι κάτι πολύ σημαντικό, που δίνει μια άλλη διάσταση στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τη ζωή, με τις αλλαγές και συχνά τις ανατροπές που φέρνει το πέρασμα του χρόνου.

Κι εδώ επίσης νομίζω πως «χωράω» κι εγώ. Το παλιό μου σπίτι το έκλαψα, δεν το αρνιέμαι. Κράτησα όμως απ’ αυτό ό,τι μπορούσα. Τα μπαλκόνια του και τα φουρούσια του διακοσμούν την αυλή του τωρινού μου σπιτιού, που δεν είναι νεοκλασικό, αλλά απλώς… προπολεμικό. Εξακολουθούν έτσι να ζουν επιτελώντας έναν άλλο ρόλο, προσαρμοσμένα στις τωρινές μας ανάγκες. Και…η ζωή συνεχίζεται.

Εδώ όμως θα ήθελα να ανοίξω μια παρένθεση, με μια προσωπική παρατήρηση: γιατί άραγε επικράτησε εσχάτως ο όρος «αρχοντικά» για κτίσματα που ήταν απλώς τα σπίτια μιας άλλης εποχής, παλιότερης απ’ τη δική μας; Όσοι μέναμε τότε στα σπίτια αυτά δεν είχαμε την αίσθηση πως κατοικούμε σε… «αρχοντικά»! Τα σπίτια μας ήταν, σπίτια σαν όλου του κόσμου. Διαφορετικά, ναι. Λίγο μεγαλύτερα, ίσως. Προφανώς ανήκαν σε ανθρώπους με μια κάποια οικονομική άνεση. Όχι όμως άρχοντες, προς Θεού! (Κι άλλωστε, όπως χαριτολογώντας έλεγε κάποιος, στην Ελλάδα δεν υπάρχει αριστοκρατία. Λίγο να ξύσεις, θα βρεις τσαρούχι. Θα φτάσεις στην Επανάσταση.)

Μύλος του παππά

Κλείνει η παρένθεση και γυρνάμε στο σήμερα μέσα από το χτες. Με ποικίλους τρόπους, με αλλαγή χρήσης που υπηρετεί άλλες, σημερινές ανάγκες, αξιοποιούνται στο παρόν παλιά αρχιτεκτονήματα και μας επιτρέπουν να τα ζούμε ακόμη και να χαιρόμαστε την ομορφιά τους. Τέτοιο παράδειγμα στην πόλη μας αποτελεί ο Μύλος του Παπά(1), ζωντανό κέντρο σήμερα διασκέδασης, ψυχαγωγίας και πολιτισμού. Στην αυλή του τρέχουν και παίζουν χαρούμενα παιδάκια, ενώ οι γονείς – κι άλλοι πολλοί – απολαμβάνουν τον καφέ τους. Το κουκλοθέατρο, το θέατρο κι ο θερινός κινηματογράφος προσφέρουν ψυχαγωγία. Η σχολή μπαλέτου αποτελεί φυτώριο νέων χορευτών. Οι ποικίλες πολιτιστικές εκδηλώσεις στο κεντρικό κτίριο απευθύνονται σ’ όλα τα γούστα και τα μεράκια. «Έτσι», καθώς επισημαίνεται στο βιβλίο «ένα βιομηχανικό κτίριο από το άλεσμα του σίτου «πέρασε» σε μια άλλου είδους παραγωγή, αυτή του πολιτισμού.»

Άλλο παράδειγμα, ο «Νικόδημος» (2), που, αρχικά χάρη στο μεράκι μιας χούφτας ανθρώπων, έγινε από παλιό μπακάλικο μια ζεστή γωνιά, όπου μαζεύονται οι παρέες για να χαρούν το φαγητό και το ποτό τους στην ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής. Κι έτσι το παρελθόν ζει μέσα στο παρόν ως συνέχεια και προέκτασή του. Δεν σβήνουμε, δεν ξεχνάμε, δεν συγκρίνουμε ωραιοποιώντας νοσταλγικά κάθε τι περασμένο. Ζούμε στο σήμερα, γνωρίζοντας το χτες και κρατώντας απ’ αυτό ό,τι μας χρειάζεται και υπηρετεί τις τωρινές μας ανάγκες. Αυτή, το ξαναλέω και το τονίζω, είναι η οπτική τούτου εδώ του βιβλίου, αυτή κι η συμβολή του.

Και κάτι ακόμη όμως, κάτι σημαντικό, που δείχνει επίσης αυτό που πιο πάνω όρισα ως ανθρωποκεντρική διάσταση αυτής της θεώρησης. Δύο κεφάλαια του βιβλίου – τα τελευταία – αναφέρονται στους ανθρώπους που έφτιαξαν τα κτίρια. Το ένα μιλάει για δυο συγκεκριμένους αρχιτέκτονες, τον Μακ Ρουμπέν και τον Λευτέρη Κολονέλο. Δυο ανθρώπους που τους ξέρουμε με τα ονόματά τους και που άφησαν το δικό τους στίγμα στην αρχιτεκτονική μορφή της πόλης. Το άλλο είναι κάπως διαφορετικό. Μιλάει για τους απλούς τεχνίτες, τους μαστόρους, που χωρίς την τέχνη και το μεράκι τους δεν θα μπορούσαν να πάρουν σάρκα και οστά τα αρχιτεκτονικά σχέδια. Λένε γι’ αυτούς οι συγγραφείς: «Στο παρασκήνιο στέκουν πάντα οι άγνωστοι-ανώνυμοι δημιουργοί, οι χτίστες και οι κάθε είδους τεχνίτες, που με τον κόπο και το μεράκι τους, σε εποχές που οι συνθήκες και οι διαδικασίες ήταν πολύ πιο δύσκολες, έκαναν πραγματικά θαύματα! Σπάνια αναφέρονται, δεν σώζονται ονοματεπώνυμα, παρά μόνο τα έργα τους – σύμμαχοι με τον χρόνο. Κι όμως, αυτοί είναι ίσως οι πραγματικοί πρωταγωνιστές!… που χάρισαν στα κτίρια την ιδιαίτερη φυσιογνωμία και χάρη τους.» Κι ακολουθεί μια εκτενέστερη αναφορά στα «μοναδικής τεχνοτροπίας χυτοσιδηρά (μαντεμένια) κιγκλιδώματα διαφόρων σχεδίων, στις αυλόθυρες, στις πόρτες εισόδου και στα μπαλκόνια των αρχοντικών, δείγματα απαράμιλλης μαστοριάς και δεξιοτεχνίας. Πρόκειται για πραγματικά έργα τέχνης, η θέση των οποίων στην είσοδο των σπιτιών ή στους ορόφους, τα κατατάσσει στα θεμελιώδη στοιχεία της δομής του κτίσματος.»

Το ότι τονίζεται η συμβολή αυτών των ανώνυμων δημιουργών, των λαϊκών μαστόρων, δείχνει, νομίζω, επίσης τη διαφορετική οπτική αυτού του βιβλίου. Και, σαν για να τους τιμήσει ακόμη περισσότερο, παραθέτει στη συνέχεια μια σειρά φωτογραφιών με λεπτομέρειες απ’ όλα αυτά τα πραγματικά έργα τέχνης: τα κάγκελα και τα φουρούσια των μπαλκονιών, τα τζαμλίκια απ’ τις ξύλινες εξώπορτες, με τα καγκελάκια τους, τις αυλόπορτες και τα κάγκελα απ’ τις αυλές… Για να κλείσουν το κεφάλαιο, με «Εικόνες… και μνήμες… που φτιάχτηκαν από ανθρώπινα χέρια και που «σβήστηκαν» επίσης απ’ αυτά. Ό,τι απόμεινε, επωμίστηκε την ευθύνη της ανάδειξης μιας ιστορικής αίγλης!»

Αυτή η ευθύνη βαρύνει όλους μας. Κι αν είναι να κρατήσουμε κάτι ως παρακαταθήκη για το σήμερα, κάτι που πραγματικά τείνει να εκλείψει αυτό είναι μια μικρή λεξούλα, ξεχασμένη στο πέρασμα του χρόνου. Η λέξη «μεράκι», με ό,τι αυτή κουβαλάει, ως νόημα και βάρος. Το μεράκι των ανθρώπων, όλων – ιδιοκτητών, αρχιτεκτόνων, μαστόρων – εκτός απ’ τις κάθε είδους ανάγκες (στέγασης, βιοπορισμού ή όποιες άλλες της κάθε ομάδας) ήταν αυτό που συντέλεσε στη δημιουργία τέτοιας ποιότητας οικοδομημάτων, που ακόμη κι οι λεπτομέρειές τους, παντού, ακόμη και σε σημεία όχι και τόσο εμφανή, υπηρετούν την ομορφιά, πέρα απ’ την όποια χρησιμότητα. Άλλωστε, όπως λέει κι ο Μικρός Πρίγκιπας, ένα αντικείμενο «είναι πραγματικά χρήσιμο, αφού είναι ωραίο». Νομίζω πως, αν κάτι θα μπορούσαμε να κρατήσουμε ως, ας πούμε, «δίδαγμα» του παρελθόντος αξιοποιήσιμο στο παρόν είναι ακριβώς αυτή η λεξούλα, το μεράκι, που δίνει δημιουργική πνοή και βοηθάει τον άνθρωπο να αναπτύξει τις κλίσεις και τις δεξιότητές του για χαρά του ίδιου και όφελος του συνόλου.

Στο μεράκι άλλωστε οφείλεται και η δημιουργία και η έκδοση αυτού του λευκώματος, που ξεχωρίζει επίσης για την ποιότητα και την αισθητική του. Είναι ένα βιβλίο που χαίρεσαι να το πιάνεις και να το βλέπεις. Που χάνεσαι χαζεύοντας τις εικόνες του, ταξιδεύοντας σ’ ένα παρελθόν χαμένο για πάντα, που όμως μπορεί να τροφοδοτεί διαρκώς το παρόν και το μέλλον μας. Καθώς… «Σκοπός του παρόντος λευκώματος δεν είναι η ανάδειξη ή η αναπόληση μιας συγκεκριμένης αρχιτεκτονικής που εμφανίστηκε στην πόλη της Λάρισας και αναδείχτηκε για κάποιες δεκαετίες, ενώ κατόπιν εξαφανίστηκε. Σκοπός είναι η θεώρηση και η ερμηνεία της αρχιτεκτονικής που χάθηκε, ως έννοια, ως θεωρία και ως πράξη. Μιας αρχιτεκτονικής προσαρμοσμένης στις ανθρώπινες ανάγκες και κλίμακες, εναρμονισμένης με το κλίμα του θεσσαλικού κάμπου και πραγματοποιημένης με τα υλικά της περιοχής και του μόχθου των κατοίκων της…». Εύχομαι να χαθείτε στις σελίδες του, με το συναίσθημα ανοιχτό αλλά και το μυαλό εν εγρηγόρσει.

Βασιλικής Πανάγου – Ιουλίας Κανδήλα, “Παλιά Αρχοντικά και αξιόλογα Κτίσματα της Λάρισας τέλος του 19 ου και α’ μισού του 20ού αιώνα”, εκδ. Αντ. Σταμούλη

 

 

(*) Η Θεοφανώ Σακελλαρίου είναι  φιλόλογος

 

  1. Μύλος του Παπά: Βιομηχανικό κτιριακό συγκρότημα του τέλους του 19 ου αιώνα, που λειτουργούσε ως αλευρόμυλος. Σήμερα ανήκει στο Δήμο Λαρισαίων και αξιοποιείται ως κέντρο πολιτισμού και ψυχαγωγίας. Το κεντρικό του κτίριο παρουσιάζει ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον.
  2. Νικόδημος: Παλιό μπακάλικο, στο ισόγειο νεοκλασικού κτιρίου, που τώρα λειτουργεί ως ταβέρνα, διατηρώντας όμως όλον τον παλιό του εξοπλισμό.
Προηγούμενο άρθροΥπάρχουν πολλοί τρόποι για να συνεχίσει η ζωή την πορεία της (του Θανάση Καράβατου)
Επόμενο άρθροΗ λευκή σελίδα χώρος πειραματισμού και έμπνευσης (της Μαρίζας Ντεκάστρο)

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ