Της Νίκης Κώτσιου.
Μια ιδιότυπη αντι-μυθολογία συντάσσει με τους «Παλαιστές» του ο Δημήτρης Καρακίτσος, ένα συναξάρι με τους βίους και την πολιτεία κάποιων περιθωριακών, ξεχασμένων «αγίων» που έκαναν ένα σύντομο πέρασμα στις αυτοσχέδιες παλαίστρες πόλεων και κωμοπόλεων, για να περάσουν αμέσως μετά στην απόλυτη λήθη. Οι «Παλαιστές»(εκδ. Ποταμός) είναι ένα περίεργο, ιδιοσυγκρασιακό αλλά ανεξάντλητα γοητευτικό αφήγημα, ένα θυμητάρι μιας παλιάς σκληρής εποχής, που φέρνει στο φως άγνωστες πτυχές από τη ζωή που έζησαν στις αρχές και στα μέσα του 20ου αιώνα οι περιπλανώμενοι ανά την επικράτεια έλληνες μασίστες. Φιγούρες γκροτέσκες, ενίοτε κακέκτυπα μυθικών ηρώων, κράμα κακόμοιρου απατεωνίσκου και ψευδεπίγραφου λεβέντη, οι παλαιστές του Δημήτρη Καρακίτσου πασχίζουν να κερδίσουν τη συμπάθεια του φιλοθεάμονος κοινού και μαζί τις λίγες δεκάρες για τον επιούσιο. Ο συγγραφέας-συναξαριστής τους περιβάλλει με στοργή αλλά και δεν επιθυμεί να ωραιοποιήσει ή να εξιδανικεύσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έδρασαν, για να αναδειχθούν ως φορείς ενός αμφιλεγόμενου και πάντως εφήμερου (ψευτο) μεγαλείου, που εξανεμιζόταν από τη μια μέρα στην άλλη και από το οποίο δεν κέρδιζαν τίποτε άλλο παρά μόνο λίγες δραχμές ή κάνα ψωμοτύρι για το κολατσιό τους.
Ο Καρακίτσος, που έχει στο ενεργητικό του δύο ακόμη αξιοπρόσεχτα βιβλία, παρακολουθεί τους παλαιστές με συμπάθεια και τρυφερότητα, σημειώνει τις διαδρομές τους, αναφέρεται στα χούγια και τις συνήθειες τους. Αναδεικνύει τους ελάσσονες κυρίως και αφιερώνει στον καθένα τους τιμητικά μικροκεφάλαια, που εξιστορούν ανεκδοτολογικά περιστατικά και σπαρταριστά ενσταντανέ από την τυχάρπαστη χαμοζωή τους. Ποιοι στ’ αλήθεια επάνδρωναν τις τάξεις των παλαιστών, που έρχονταν να ενσαρκώσουν, έστω στην πιο γκροτέσκα μορφή του, τον ελληνοπρεπή ηρωισμό, τη λεβεντιά και την αρρενωπότητα; Στην πλειονότητά τους προλετάριοι και λούμπεν χωρίς στον ήλιο μοίρα, οι παλαιστές που παρελαύνουν στις σελίδες του κομψού αυτού βιβλίου, είναι συνήθως «βιοπαλαιστές» ειδικού χαρακτήρα, που προσπαθούν να επιβιώσουν σε μια Ελλάδα απόλυτης φτώχειας και παρακμής. Ο σωματότυπός τους συνήθως τους βοηθά να πλασάρονται ως βαριά και ασήκωτα αρσενικά, αν και στην πραγματικότητα δεν είναι παρά άτυχοι φουκαράδες που προσπαθούν να βγάλουν ένα μεροκάματο. Ο υποτιθέμενος ηρωισμός είναι το παραμύθι που πουλάνε και συγχρόνως η προσωπική τους παραμυθία ενάντια στις αντιξοότητες μιας δύσκολης ζωής. Ανέστιοι και φερέοικοι, μετακινούνται από πολίχνη σε πολίχνη πουλώντας το δικό τους αφήγημα περί ηρωισμού στα καφενεία και στις πλατείες των χωριών μπροστά σε πιτσιρίκια που κάνουν χαβαλέ, και σε δύσπιστους, κακοπροαίρετους θεατές έτοιμους να χλευάσουν και να λοιδορήσουν τον «αγώνα» τον καλό.
Οι εν λόγω παλαιστές σκηνοθετούν αυτοσχέδιες κακορίζικες παραστάσεις, συχνά με ψεύτικο ξύλο μεταξύ προ-συνεννοημένων συμπλεκόμενων, και όχι σπάνια αποσπούν από το κοινό τους ύβρεις και λοιδωρίες. Κοσμούν το σώμα τους με αλυσίδες και λουριά, εφοδιάζονται εκ των ενόντων με διάφορα αξεσουάρ ψευτο-εντυπωσιασμού και ανεβαίνουν στην παλαίστρα για να σαρώσουν και να ξετινάξουν τον υποτιθέμενο αντίπαλο, που είναι εκ των προτέρων μιλημένος να πράξει έτσι ή αλλιώς σ’ένα εξαρχής σικέ παιχνίδι. Ούτως ή άλλως, το όλο εγχείρημα στερείται σοβαρότητας. Οι παλαιστές υποκρίνονται ότι δέρνονται στήνοντας μια θεατρική παράσταση περισσότερο παρά ένα έναν αγώνα πάλης. Οι βοηθοί τους, όταν υπάρχουν, εκτελούν χρέη βοηθητικών ηθοποιών βγάζοντας κραυγές και προσδίδοντας με κωμικά τερτίπια δραματικότητα στο «δρώμενο» της συμφοράς. Υπάρχουν βέβαια και οι «σοβαροί» τού, κατά τα άλλα ανυπόληπτου επαγγέλματος, καθώς και αυτοί που ενίοτε δέρνουν πραγματικά ή εκείνοι που εκμεταλλεύονται τη σωματική τους ρώμη για να επωφεληθούν από τις περιστάσεις γενόμενοι μαγκουροφόροι κομματάρχες ή και τραμπούκοι.
Για την καθημαγμένη Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα, οι παλαιστές αποτελούν, μαζί με τον Καραγκιόζη και το θέατρο σκιών, μέρος μιας ακραιφνώς λαϊκής κουλτούρας. Το αφήγημα του ηρωισμού, ιδωμένο από τη ματιά των φτωχοδιαβόλων της πάλης, γίνεται ψυχόδραμα και κωμωδία. Στη νικημένη και πολλαπλώς πληγωμένη Ελλάδα, η μυθολογία εξακολουθεί να είναι ένα ισχυρό διεγερτικό αλλά οι αρχαίοι ήρωες επανέρχονται στη χώρα που τους γέννησε ευτελισμένοι, ταπεινωμένοι και πλήρως αποεξιδανικευμένοι, χωρίς τα στοιχεία που άλλοτε τους προσέδιδαν αίγλη και μεγαλείο. Σε μια χώρα ηττημένη, το θέαμα του ηττημένου και καταρρακωμένου παλαιστή διεγείρει παραδόξως τα σκληρά αντανακλαστικά της επιθετικότητας απέναντί του, ίσως γιατί δεν τα κατάφερε όπως θα άρμοζε σε μία προσομοίωση ήρωα. Όμως, οι παλαιστές του Καρακίτσου είναι η πληρέστερη ενσάρκωση όχι του ήρωα αλλά του αντι-ήρωα. Απ’ αυτή την άποψη, ακολουθούν τη χώρα στην κατρακύλα, την κατάντια και την κατάπτωση του καιρού εκείνου, μερικοί απ’ αυτούς παριστάνουν τους νταήδες αλλά στην πραγματικότητα είναι τζάμπα μάγκες, καταλήγουν αξιολύπητοι και σχεδόν ζητιάνοι, σβήνουν μέσα στην ανυποληψία και τη λήθη, βυθισμένοι στην απόλυτη φτώχεια.
Ο συγγραφέας συντάσσει το συναξάρι του σε λαϊκή γλώσσα διάσπαρτη από ιδιωματισμούς της φτωχολογιάς και από στοιχεία μιας παρωχημένης αργκό που, χάρη στην πατίνα του χρόνου, αποκτά μια ιδιαίτερη λάμψη . Έτσι επιτυγχάνει ένα πολύ ξεχωριστό και γλαφυρό ύφος, που κάνει την αφήγηση να κυλά απολαυστικά, σα να προέρχεται άμεσα και αδιαμεσολάβητα από έναν απλό άνθρωπο της παλιάς Ελλάδας, συγκαιρινό των παλαιστών. Τα τραγικωμικά επεισόδια από το βίο των ανθολογούμενων παλαιστών και ο τρόπος «πρόσληψής» τους από το κοινό της εποχής περιγράφουν εκτός από το προσωπικό δράμα του καθενός και το εθνικό δράμα μιας χώρας φτωχής, ευάλωτης και ηθικά κατεδαφισμένης. Ο Καρακίτσος αντλεί υλικό για τον συμπαθή αυτό κλάδο από τα ελάχιστα διασωζόμενα γραπτά τεκμήρια ενώ συγχρόνως κάνει χρήση και της μυθοπλασίας. Οι Παλαιστές είναι ένα «καλτ», παράξενα ωραίο αφήγημα, διάστικτο από κρυφή μελαγχολία αλλά και με γενναίες δόσεις χιούμορ. Αποτελεί ένα είδος αναθηματικής στήλης για όλους εκείνους τους αφανείς, ευάλωτους και τελικά ανυπεράσπιστους, κυρίως λούμπεν και προλετάριους, που μπορεί να έκαναν στην αρχή μια επεισοδιακή, πολλά υποσχόμενη εμφάνιση δημιουργώντας προσδοκίες, αλλά , στη συνέχεια, προσγειώθηκαν ανώμαλα σε μια εχθρική πραγματικότητα και συντρίφθηκαν ανελέητα από τη συγκυρία, ίσως και από τις αλλεπάλληλες αστοχίες του άστατου, απείθαρχου χαρακτήρα τους.
info: Δημήτρης Καρακίτσος :Παλαιστές, σελ. 140,εκδ.Ποταμός, 2016