της Ελένης Σβορώνου
Η άνοιξη είναι η εποχή του παιδικού βιβλίου. Ενόψει της Παγκόσμιας Ημέρας Παιδικού Βιβλίου (2 Απριλίου) πυκνώνουν τα αφιερώματα, οι εκθέσεις στα σχολεία, συζητήσεις και δράσεις για την περίφημη φιλαναγνωσία. Η καλλιέργεια της σχέσης των παιδιών με το βιβλίο αναλύεται από άξιους θεράποντες του χώρου, ακαδημαϊκούς, υπεύθυνους βιβλιοθηκών, συγγραφείς, εικονογράφους, κριτικούς λογοτεχνίας, εκπαιδευτικούς, εκδότες. Ο κοινός στόχος, το να γίνει το παιδί αναγνώστης, είναι το ζητούμενο. Συνήθως αυτή είναι η κοινή παραδοχή. Ωστόσο διατυπώνεται πλέον και μία άλλη άποψη: «Ας σωθούν οι ιστορίες. Δεν έχει σημασία σε ποια μορφή τις προσλαμβάνουμε».
Η «αιρετική» αυτή άποψη δέχεται ως εξίσου εποικοδομητική την πρόσληψη ιστοριών και αφηγήσεων μέσα από τον κινηματογράφο, τα κόμικς, τα βιντεοπαιχνίδια κ.ο.κ. Το μέσο δεν έχει σημασία, τελικά. Μια καλή ιστορία, μια καλή αφήγηση, είναι αυτό που μετράει. Στον πυρήνα αυτής της άποψης βρίσκεται το άνοιγμα στις νέες τεχνολογίες, στα ηλεκτρονικά μέσα αφήγησης, και στις ανάγκες του σύγχρονου αναγνώστη. Οι οποίες αλλάζουν ταχύτατα. Η γενιά των αυτόχθονων του διαδικτύου και των smart phones διαβάζει αλλιώς. Πώς ακριβώς; Πέρα από τα προφανή που διαπιστώνονται εμπειρικά, τη διαγώνια ανάγνωση, τη μειωμένη ανοχή σε μεγάλα κείμενα, την έλλειψη συγκέντρωσης, την επιθυμία συμμετοχής και συνδιαμόρφωσης της ιστορίας, ο σύγχρονος αναγνώστης είναι υπό διερεύνηση. Μελέτες καταγράφουν τους διαφορετικούς τρόπους πρόσληψης ενός κειμένου από τον εγκέφαλό μας ανάλογα με το μέσο. Κάποιες καταγράφουν μειωμένα επίπεδα κατανόησης και απομνημόνευση ενός κειμένου σε ηλεκτρονική μορφή, σε σχέση με την έντυπη. Από την άλλη μιλάμε για έναν κινούμενο στόχο. Τα μέσα αφήγησης εξελίσσονται συνεχώς. Οι διαχωριστικές γραμμές ξεθωριάζουν. Όλο και περισσότερα βιβλία συνεχίζουν, διευρύνουν το περιεχόμενό τους και την αναγνωστική εμπειρία, σε ένα app, σε μια ιστοσελίδα ή σε ένα ψηφιακό παιχνίδι. Όλο και συχνότερα συναντάμε συγγραφείς που προέρχονται από τον χώρο των ψηφιακών παιχνιδιών, της διαφήμισης, του marketing, της οπτικής αφήγησης ιστοριών (“visual storytelling”). Οι ραγδαίες εξελίξεις στην τεχνολογία που διαμορφώνουν αναγνώστες και δημιουργούς αποτυπώνονται ίσως στην χαρακτηριστική εικόνα των παιδιών προσχολικής ηλικίας που παίζουν παιχνίδια στα κινητά τους, συμμετέχοντας προφανώς σε μια ιστορία, πριν καν μάθουν να συλλαβίζουν.
Κι όμως. Η έντυπη μορφή του βιβλίου αποδεικνύεται ανθεκτική στον χρόνο. Ίσως γιατί αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τη δύναμη των λέξεων. Είναι οι λέξεις και οι ιστορίες που διαμορφώνουν τον κόσμο μας αλλά και τους εναλλακτικούς κόσμους που μπορεί να φανταστούμε. Τις άλλες ζωές που μπορεί να ζήσουμε. Τέσσερα βιβλία που δείχνουν, το καθένα με τον δικό του τρόπο, και για διαφορετικό ηλικιακό κοινό, τη δύναμη των λέξεων και των βιβλίων, ειδικά στη ζωή ενός παιδιού, μπορεί να διαβαστούν συνδυαστικά και να εμπλουτίσουν τις ανοιξιάτικες συζητήσεις μας για το παιδικό βιβλίο.
Η μαγίστρα των λέξεων της Φ.Χάρτιγκ και Η κλέφτρα βιβλίων, του Μ.Ζούσακ, είναι μυθιστορήματα για ενήλικες. Οι ηρωίδες τους όμως είναι κορίτσια στην αρχή της εφηβείας, 11-12 ετών, που μεγαλώνουν μέσα από τις λέξεις που κατακτούν μέσα από μεγάλο προσωπικό αγώνα σε δύσκολες συνθήκες.
Στη μαγίστρα των λέξεων, η μικρή Μόσκα μεγαλώνει ορφανή από μητέρα σε ένα μικρό χωριό, στην Κορακοφωλιά, όπου η υγρασία τρυπώνει παντού. Η σήψη απειλεί σπίτια, ανθρώπους και συνειδήσεις. Ο πατέρας της Μόσκας πεθαίνει αφήνοντας μια βαριά κληρονομιά, βιβλία που η Μόσκα δεν πρόλαβε να διαβάσει γιατί παραδόθηκαν, από το καθεστώς, στην πυρά. Μαζί τής κληροδότησε και την τέχνη της γραφής και της ανάγνωσης και το πάθος για τις λέξεις.
«…τα μάτια της είχαν μια δύναμη που στην Κορακοφωλιά δεν την είχε κανείς άλλος εκτός από τον δήμαρχο: ήξεραν να διαβάζουν:
Και τα βιβλία ήταν επικίνδυνα. Πολύ επικίνδυνα. Αυτό το ήξεραν όλοι. Αν διαβάσεις λάθος βιβλίο, έλεγαν τότε, οι λέξεις ξεκολλάνε από μέσα και τρυπώνουν με τα μαύρα τους ποδαράκια στο κεφάλι σου και σε τρελαίνουν.»
Αλλά η Μόσκα: «…διψούσε για λέξεις. Πέθαινε κυριολεκτικά της πείνας. Φυτοζωούσε με καθημερινές, τριμμένες λέξεις, άγευστες και άνοστες σαν βραστές πατάτες.»
Στην άθλια Κορακοφωλιά που φοβάται τα βιβλία, και όπου η Μόσκα ζει στο έλεος ενός σκληρού θείου, εμφανίζεται ο Λεξώνυμος Κλεντ.
«Ο Κλεντ είχε φέρει μαζί του φράσεις παράξενες κι ολοζώντανες, όλο σπιρτάδα, σαν εξωτικά μπαχάρια. Και τις ξεστόμιζε χαμογελώντας, λες κι ένοιωθε τις γεύσεις τους στο στόμα του.»Ο Κλεντ ξέρει να φτιάχνει τόσο όμορφες ιστορίες που, ακόμη κι αν είναι ψέματα, «δίνουν μια σαφώς βελτιωμένη εκδοχή της πραγματικότητας».
Ο επικίνδυνος Κλεντ φυλακίζεται κι η Μόσκα τολμά να τον απελευθερώσει και να το σκάσει μαζί του για το «Λεονδίνο» όπου θέλει να πάει να φοιτήσει στη «Σχολή Λογοτοριβής».
Βρισκόμαστε σε έναν μυθικό τόπο και χρόνο που ωστόσο απηχεί την Αγγλία του 18ου αιώνα. Η πολιτική κατάσταση είναι έκρυθμη. Η χώρα είναι ακυβέρνητη και διαιρεμένη. Την πραγματική δύναμη έχουν στα χέρια τους τα «σινάφια», συντεχνίες επαγγελματιών που ελέγχουν κρίσιμους τομείς της δημόσιας ζωής. Το σινάφι των Τυπογράφων που ελέγχει την κυκλοφορία των εντύπων, πιστοποιεί την καταλληλότητά τους και καταστρέφει όσα κρίνονται ακατάλληλα, είναι ένα από αυτά.
Η Μόσκα μαθαίνει σιγά σιγά τη δύναμη των λέξεων από τον Κλεντ που της λέει σε μια στιγμή θυμού: «Εγώ φταίω, που προσπάθησα να εμπλουτίσω το λεξιλόγιό σου. Αν σε ξανακούσω να λες τέτοια λόγια για τον δούκα, θα σε τιμωρήσω αυστηρά: μόνο ξερά ρήματα και νερό θα βάζεις στο στόμα σου, ώσπου να μάθεις να μιλάς πιο φρόνιμα. Εδώ στο Λεονδίνο, μια λάθος λέξη να πεις μπροστά σε λάθος ανθρώπους, και θα χάσεις το κεφάλι σου.»
Η Μόσκα θα ανακαλύψει τις άπειρες πτυχές της δύναμης των λέξεων. Είναι οι λέξεις που ξαναφτιάχνουν την πραγματικότητα, πιο αληθινή από την πραγματικότητα των γεγονότων, που εκμαυλίζουν, που εξασφαλίζουν την επιβίωση, που κολακεύουν, που σκοντάφτουν στο στόμα και καταργούν τη στίξη, και κυρίως οι λέξεις που απαγορεύονται. Η λογοκρισία. Όποιος έχει τον έλεγχο του έντυπου λόγου, αυτός κατέχει και την εξουσία. Οι μνηστήρες της εξουσίας επιχειρούν να γοητεύσουν τον κόσμο με τον δικό τους λόγο για τη μία και μοναδική αλήθεια που κατέχουν. Έτσι ο λόγος είναι που πραγματικά επιβάλλει τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Τα όπλα έπονται. Στη γεμάτη ανατροπές περιπέτεια που θα ζήσει η Μόσκα στο Λεονδίνο θα ανακαλύψει την πραγματική αιτία του θανάτου του πατέρα της. Τα βιβλία του διακήρυσσαν την ελευθερία του λόγου και της γνώμης. Αυτό κανείς δεν μπορούσε να το ανεχτεί.
Προς το τέλος της ιστορίας, η υποψιασμένη και ώριμη πια Μόσκα αναφέρεται, σε ένα ξέσπασμά της, στις «Ιερές Γραφές»:
«Ιερό σημαίνει απλά κάτι που όσο κι αν το σκεφτεί κανείς δεν το καταλαβαίνει τελείως –και ποτέ δεν πρέπει να σταματάει κανείς να το παλεύει με το νου του! Δείξε μου κάτι που να μπορώ να το κλοτσήσω και να το πετροβολήσω και να το κρύψω και να τ’ αφήσω στη βροχή και στο κρύο, κι ύστερα να το σκεφτώ –κι αν μετά από όσα θα του έχω κάνει αυτό στέκει και υπάρχει ακόμα, τότε ίσως, ίσως λέω, θ’ αρχίσω να το πιστεύω. Αλλά όχι νωρίτερα. Κι αν δεν μας έχει μείνει τίποτα άλλο παρά μόνο βρομιά και κακία κι απιστία, αν έχουμε μείνει μόνοι μας σ’ έναν κόσμο χωρίς θεούς κι αγίους, τότε καλά θα κάνουμε να το δούμε και να το χωνέψουμε. Γιατί αυτός είναι ο κόσμος μας –κι είναι προτιμότερος από τα ψέματα.»
Άσμα δοξαστικό στην ελευθερία του λόγου και της σκέψης αυτό το απόσπασμα θέτει, ανάμεσα στα άλλα, και το ερώτημα: μπορεί κανείς να σκεφτεί και να ξανασκεφτεί αυτό το «κάτι» που λέει η Μόσκα εάν δεν είναι γραμμένο σε μια σελίδα; Είναι η σκέψη άρρηκτα δεμένη με τη διαδικασία της ανάγνωσης;
Το ίδιο το βιβλίο πάντως είναι απότοκο της μαγείας των λέξεων. Ένα ολόκληρο μυθικό σύμπαν, με την ιστορική του διάσταση, δημιουργείται μέσα από λέξεις και ονόματα που πλάθει η συγγραφέας αριστοτεχνικά. Παρομοιώσεις ανοίκειες, που σε κάνουν να επιστρέφεις και να τις ξαναδιαβάζεις για να ανακαλύψεις αναλογίες πρωτόφαντες, καθιστούν την ίδια τη συγγραφέα αληθινή Μαγίστρα των λέξεων.
Η Κλέφτρα των βιβλίων, πιο γνωστή στο κοινό τόσο από το ίδιο το βιβλίο όσο και από την κινηματογραφική μεταφορά του, θα μπορούσε να είναι η «αδερφή» της Μόσκας. Το μυθιστόρημα παρακολουθεί τη ζωή της εντεκάχρονης Λίζελ στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε ένα χωριό της Γερμανίας κοντά στο Μόναχο. Η αρχή και η λήξη του Πολέμου σηματοδοτούν και την αρχή και λήξη του μυθιστορήματος. Η Λίζελ είναι παιδί ενός στιγματισμένου ως κομμουνιστή πατέρα και μιας μάνας που αδυνατώντας πλέον να θρέψει τα παιδιά της, αποφασίζει να τα δώσει για υιοθεσία. Στο τρένο ο αδερφός της Λίζελ πεθαίνει. Μάνα και κόρη τον κηδεύουν σε έναν ενδιάμεσο σταθμό. Καθώς απομακρύνεται από τον τάφο του αδερφού της, η Λίζελ βλέπει κάτι που έπεσε από την τσέπη του νεκροθάφτη. Το παίρνει. Είναι το μόνο αντικείμενο που τη συνδέει με τον αδερφό της και είναι ένα βιβλίο: Το εγχειρίδιο ενός νεκροθάφτη. Η Λίζελ όμως δεν ξέρει να διαβάζει. Το φυλαχτό της είναι ένα αίνιγμα.
Παρακολουθούμε τη ζωή της Λίζελ κοντά στους θετούς γονείς της, τη μέγαιρα, εκ πρώτης όψεως, μάνα, και τον αδύναμο, εκ πρώτης όψεως, πάλι, πατέρα. Η άνοδος του ναζισμού ρίχνει βαριά τη σκιά του και στη μικρή κοινωνία όπου ζει η ηρωίδα. Οι βασανιστικοί εφιάλτες που βλέπει το κορίτσι κάθε βράδυ φέρνουν θετό πατέρα και κόρη κοντά. Ο πατέρας ξενυχτά κοντά της και της μαθαίνει να διαβάζει. Φτωχοί, πάμφτωχοι, οι θετοί γονείς, τρώνε καθημερινά μόνο μια άνοστη μπιζελόσουπα. Η μάνα πλένει και σιδερώνει τα ρούχα των πλουσίων. Βιβλίο στο σπίτι δεν υπάρχει. Μόνο αναγνωστικό εγχειρίδιο διαθέσιμο είναι Το εγχειρίδιο ενός νεκροθάφτη. Όχι τυχαία. Ο θάνατος είναι ο αληθινός πρωταγωνιστής του βιβλίου, αναλαμβάνει άλλωστε και χρέη αφηγητή. Εκείνος αφηγείται την ιστορία και τη διανθίζει με τα στοχαστικά του σχόλια για τον άνθρωπο.
Την πρώτη κλεψιά βιβλίου θα ακολουθήσει και μια δεύτερη, κρίσιμης σημασίας. Η Λίζελ διασώζει από τις στάχτες μιας πυράς των Ναζί ένα βιβλίο που έμεινε άκαυτο. Η γυναίκα του δημάρχου όμως την έχει δει. Όταν η ηρωίδα πηγαίνει να παραδώσει τα σιδερωμένα ρούχα και να πάρει τα βρώμικα, η γυναίκα του δημάρχου θα την οδηγήσει στη βιβλιοθήκη της όπου την αφήνει να διαβάζει. Η κατάκτηση της ανάγνωσης αποδεικνύεται μια δύσκολη υπόθεση. Το κορίτσι όμως μαθαίνει με υπομονή και επιμονή να συλλαβίζει τις λέξεις και μαζί τον κόσμο. Μεγάλωνε μέσα από την κατάκτηση των λέξεων:
«Κάποτε η Λίζελ ένιωθε άχρηστη με τις λέξεις, αλλά τώρα, όταν κάθισε στο πάτωμα, και η γυναίκα του δημάρχου στην καρέκλα του άντρα της, ένιωσε μια έμφυτη αίσθηση δύναμης. Αυτό της συνέβαινε κάθε φορά που κατανοούσε το περιεχόμενο ενός κειμένου, που μάθαινε μια καινούργια λέξη ή που σχημάτιζε μια πρόταση.
Ήταν ένα κορίτσι.
Στη ναζιστική Γερμανία.
Πόσο βολικό που ανακάλυπτε τώρα τη δύναμη των λέξεων.
Και πόσο δυσάρεστη –μα παρ’ όλα αυτά απολαυστική εμπειρία!- θα της φαινόταν αρκετούς μήνες αργότερα, όταν θα ελευθέρωνε τη δύναμη αυτής της καινούργιας ανακάλυψης ακριβώς τη στιγμή που η γυναίκα του δημάρχου θα πρόδιδε την εμπιστοσύνη της.»
Όπως και η Μόσκα, η Λίζελ θα ανακαλύψει ότι μόνο μέσα από την επιδέξια χρήση των λέξεων μπορείς να χειραφετηθείς, να εκφράσεις τον εαυτό σου αλλά και να τον ξαφνιάσεις με το δηλητήριο που μπορεί να χύσει!
Κι εδώ οι λέξεις που χειραγωγούν, που λένε στον κόσμο τι να πιστέψει, τη μία και μόνη αλήθεια: το μανιφέστο του Χίτλερ, το Mein Kampf, παίζει σημαντικό ρόλο στην ιστορία. Αυτό το βιβλίο κρατάει ο Εβραίος, ο Μαξ, μαζί με το ψεύτικο διαβατήριό του, για να ταξιδέψει ως το Μόναχο κι από κει στη νέα του κρυψώνα. Και πάνω στις βαμμένες με λευκή μπογιά σελίδες του Mein Kampf θα γράψει ο Μαξ μια υπέροχη εικονογραφημένη ιστορία, κι ύστερα τις σημειώσεις του. Δημιουργεί έτσι ένα παλίμψηστο ελπίδας ή απελπισίας, ανάλογα πώς το βλέπει κανείς. Πίσω από την ιστορία του Μαξ αχνοφαίνονται τα γράμματα του μανιφέστου του Χίτλερ.
Βιβλία στην πυρά, κι εδώ, έλλειψη χαρτιού, μέσα γραφής που κατακτώνται με κόπο, λέξεις που γράφονται στους τοίχους του υπογείου, ένα λεξικό τοίχου και αφηγήσεις που σώζουν ζωές. Στις αεροπορικές επιδρομές των Συμμάχων, η Λίζελ αφηγείται ιστορίες μέσα στο καταφύγιο και οι γείτονές της κρέμονται από τα χείλη της. Βιβλία διαβάζει και στον Μαξ όταν βαριά άρρωστος πέφτει σε κώμα. Γίνεται η αφηγήτρια της ζωής που ο Μαξ δεν μπορεί να δει, κρυμμένος στο σπίτι. Ο ουρανός, τα σύννεφα, το φως, τα χρώματα, τα γεγονότα της γειτονιάς, όλα του τα διηγείται. Η κλέφτρα βιβλίων γίνεται αφηγήτρια. Και σώζεται χάρη στις λέξεις. Οι βομβαρδισμοί που ισοπεδώνουν το χωριό της και το σπίτι της τη βρίσκουν κάτω από τη σκάλα του υπογείου να γράφει την ιστορία της. Την έσυραν έξω από τα χαλάσματα ζωντανή και αγκαλιά με τις λέξεις.
Η αδυσώπητη ματιά του αφηγητή, οι σημειώσεις που παρεμβάλλει ο συγγραφέας στην αφήγηση, η σταδιακή αποκάλυψη του παρελθόντος και της ταυτότητας των ηρώων, η πρόωρη ανακοίνωση της τελικής έκβασης των γεγονότων, ιδίως του θανάτου των ηρώων, που ταράζει τον αναγνώστη, αλλά μετατοπίζει την προσοχή του στην ίδια την τέχνη της αφήγησης, δικαιώνουν τον έρωτα της Λίζελ για τα βιβλία και τις λέξεις. Και τον δικό μας έρωτα για το συγκεκριμένο βιβλίο.
Αν η Μόσκα και η Λίζελ είχαν μικρότερη αδερφή, αυτή σίγουρα θα ήταν η Ματίλντα του R.Dahl. Γραμμένη το 1988, η Ματίλντα έχει γίνει κλασική. Ένα χαρισματικό κορίτσι γεννημένο από εντελώς ανεγκέφαλους, ανόητους και ανήθικους γονείς βρίσκει μόνο του τον δρόμο για τα βιβλία. Οι γονείς, που έχουν διαρκώς ανοιχτή την τηλεόραση στο σπίτι, δεν ανέχονται την «ιδιοτροπία» της Ματίλντα η οποία:
«Είχε μάθει πια να κλείνει τ’ αυτιά της στο φρικτό θόρυβο του τρομερού κουτιού. Συνέχισε να διαβάζει, και για κάποιον λόγο, εκνεύρισε τον πατέρα της. Ίσως ο θυμός του να είχε φουντώσει, επειδή την έβλεπε ν’ απολαμβάνει κάτι που ήταν πέρα από τις δικές του δυνατότητες».
Με γρήγορο ρυθμό, καυστικό χιούμορ και ύφος προσιτό στα παιδιά, αλλά καθόλου απλοϊκό, το μυθιστόρημα αυτό πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα όσον αφορά τον ρόλο του διαβάσματος στην ζωή ενός παιδιού. Εδώ η ηρωίδα φτάνει να αρνηθεί ακόμη και τους φυσικούς γονείς του και να επιλέξει να ζήσει με τον μόνο άνθρωπο, τη δασκάλα του, που την κατάλαβε και δε δίστασε να μοιραστεί μαζί της ακόμη και ποίηση του Ντύλαν Τόμας. Η Ματίλντα έχει και υπερφυσικές δυνάμεις που ωστόσο αποδεικνύεται ότι οφείλονται στην περίσσεια της ευφυΐας της που αδυνατεί να βρει διέξοδο στο σχολείο. Μόλις η εξυπνάδα της γίνει αντιληπτή και αποδεκτή, και όταν τη βάζουν παρακολουθήσει μεγαλύτερη τάξη, από αυτή που αντιστοιχεί στη βιολογική της ηλικία, οι μαγικές ιδιότητες εξαφανίζονται. Ένα διανοητικά δραστήριο μυαλό που καταδικάζεται σε αδράνεια είναι εκρηκτικό μείγμα! Στο μεταξύ ο αναγνώστης έχει διαβάσει πολλούς τίτλους κλασικών βιβλίων που διάβασε η Ματίλνα και διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα της (Μυστικός κήπος, Μεγάλες προσδοκίες, Όλιβερ Τουιστ, Πρίγκιπας και φτωχός, 10.000 λεύγες υπό τη θάλασσα, Τα τέκνα του πλοιάρχου Γκράντ, Το βιβλίο της ζούγκλας, Η φάρμα των ζώων, Το κόκκινο αλογάκι, Το λιοντάρι, η μάγισσα και η ντουλάπα, κ.α.)
Κι αν είχαν, η Μαγίστρα, η Κλέφτρα και η Ματίλντα, ακόμη μικρότερο αδερφάκι, ε αυτό θα ήταν σίγουρα το κορίτσι από το Ένα παιδί από βιβλία, του O.Jeffers, o oποίος πλάθει, μαζί με τον εικαστικό S. Winston, ένα παιδί από βιβλία. Η ιδιαίτερη αισθητική της εικονογράφησης, που αναλαμβάνει ένα ουσιαστικό μέρος της αφήγησης, καθιστά το βιβλίο αυτό ένα εικαστικό ποίημα. Σαράντα τίτλοι κλασικών βιβλίων είναι κρυμμένοι στις εικόνες, δημιουργούν βουνά, δέντρα, σύννεφα, σπηλιές, κύματα, και γαλαξίες. Τους γαλαξίες της ανάγνωσης.
Υπάρχει αυτή η μαγική στιγμή, όταν διαβάζεις ένα βιβλίο, που σταματάς για λίγο, υψώνεις ονειροπόλο βλέμμα στον ουρανό και αναστοχάζεσαι αυτό που διάβασες, όπως παρατηρεί η Α. Μιχαλοπούλου. Είναι η στιγμή που απολαμβάνεις την αίσθηση, την επίγευση των λέξεων που βρήκαν τον στόχο τους και φώτισαν προσωπικές μισοφωτισμένες εμπειρίες. Ίσως αυτή η στιγμούλα είναι το δώρο της ανάγνωσης ή της πρόσληψης, με οποιοδήποτε μέσο, μιας ιστορίας.
INFO:
Φ. Χάρτιγκ, Η μαγίστρα των λέξεων, μτφρ: Μαρία Αγγελίδου, Πατάκης 2007
Μάρκους Ζούσακ, μτφ. Κώστια Κοντολέων, Η κλέφτρα των βιβλίων, Ψυχογιός: 2008.
Rohald Dahl, μτφ. Κώστια Κοντολέων, Ματίλντα, Ψυχογιός: 2015.
Oliver Jeffers-Sam Winston, μτφ.Φίλιππος Μανδηλαράς, Ένα παιδί από βιβλία, Ίκαρος: 2017.